Α α
αναλ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
ανα- ανβ- ανγ- ανδ- ανε- ανζ- ανη- ανθ- ανι- ανκ- ανλ- ανμ- ανν- ανξ- ανο- ανπ- ανρ- ανς- αντ- ανυ- ανφ- ανχ- ανψ- ανω-
αναα- αναβ- αναγ- αναδ- αναε- αναζ- αναη- αναθ- αναι- ανακ- αναλ- αναμ- αναν- αναξ- αναο- αναπ- αναρ- ανας- ανατ- αναυ- αναφ- αναχ- αναψ- αναω-
Annotated entries are asterisked.
ἀναλη(μ)πτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] shovel (n.)
ἀνάλη(μ)ψις, -εως, ἡ ascension (n.)
ἀναλίσκω/-αλόω to consume (v.)
ἀναλογία, -ας, ἡ proportion (n.)
ἀναλογίζομαι to calculate (v.)
ἄναλος -ον saltless (adj.)
ἀναλόω (s. -αλίσκω) [LXX] to consume (v.)
ἀνάλυσις, -εως, ἡ release/departure (n.)
ἀναλύω to detach/break free (v.)