Σ ς
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
Annotated entries are asterisked.
Σααρ [LXX]
Saar (n.)
σαβαχθάνι you have forsaken me (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
* Σαβαώθ Sabaoth (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
σαββατισμός, -οῦ, ὁ sabbath observance (n.)
σάββατον, -ου, τό Sabbath (n.)
Σαβηβα [LXX] Sabatha (n.)
σαγήνη, -ης, ἡ dragnet (n.)
Σαδδουκαῖος, -ου, ὁ Sadducee (n.)
σαδη [LXX] sadhe (Heb.) [Hebrew-Aramaic]
Σαδώκ, ὁ Zadok (n.) [Person]
σαίνω to flatter (v.)
σάκκος, -ου, ὁ sackcloth (n.)
Σαλά, ὁ Shelah (n.)
Σαλαθιήλ, ὁ Shealtiel/Salathiel (n.) [Person]
Σαλαμίς, -ῖνος, ἡ Salamis (n.)
Σαλείμ, ὁ Salim (n.)
σαλεύω to shake (v.)
Σαλήμ, ὁ Salem (n.)
Σαλμαα, ὁ [LXX] Salmaa (n.)
Σαλμάν, ὁ (s. Σαλμών) Salmon (n.) [Person]
Σαλμανα, ὁ [LXX] Salmana/Zalmunna (n.)
Σαλμών/Σαλμάν, ὁ Salmon (n.) [Person]
Σαλμώνη, -ης, ἡ Salmone (n.) [Person]
σάλος, -ου, ὁ surge (n.)
σάλπιγξ, -ιγγός, ἡ trumpet (n.)
σαλπίζω to blow (v.)
σαλπιστής, -οῦ, ὁ trumpeter (n.)
Σαλωμ, ὁ [LXX] Salom/Shallum (n.)
Σαλώμη, -ης, ἡ Salome (n.)
Σαλωμιθ[1], ἡ [LXX] Salomith/Shelomith (n.)
Σαλωμιθ[2], ὁ [LXX] Salomith/Shelomith (n.)
Σαλωμωθ, ὁ [LXX] Salomoth/Shelomoth (n.)
* Σαλωμών[1], ὁ (s. Σολομών[1]) Solomon (n.)
* Σαλωμῶν[2] (s. Σολομών[1]) Solomon (n.)
Σαμάρεια, -ας, ἡ Samaria (n.) [Place]
Σαμαρείτης, -ου, ὁ (s. -ρίτης) Samaritan (n.)
* Σαμαρεῖτις, -ιδος, ἡ (s. -ρῖτις) Samaritan (n.)
Σαμαρίτης v.l. -ρείτης, -ου, ὁ Samaritan (n.)
* Σαμαρῖτις v.l. -ρεῖτις, -ιδος, ἡ Samaritan (n.)
Σαμοθρᾴκη, -ης, ἡ Samothrace (n.)
Σάμος, -ου, ἡ Samos (n.)
Σαμουήλ, ὁ Samuel 2 (n.)
σαμχ [LXX] samekh (Heb.) [Hebrew-Aramaic]
Σαμψών, ὁ Samson (n.) [Person]
* σανδάλιον, -ου, τό sandal (n.)
σανίς, -ίδος, ἡ board/plank (n.)
Σαούλ, ὁ Saul (n.)
Σαουρ [LXX] Asur (n.)
σαπρός -ά -όν bad, rotten, putrid (adj.)
Σάπφειρα, -ης, ἡ (s. -φιρα) Sapphira (n.) [Person]
σάπφειρος, -ου, ἡ (s. -φιρος) sapphire (n.)
Σάπφιρα v.l. -φειρα, -ης, ἡ Sapphira (n.) [Person]
σάπφιρος v.l. sapphire (n.)
Σαραθι [LXX] Arathites (n.)
σαργάνη, -ης, ἡ basket (n.)
Σάρδεις, -εων, αἱ Sardis (n.)
σάρδιον, -ου, τό sardonyx (n.)
σαρδόνυξ, -υκος, ὁ sardonyx (n.)
Σαρεθ [LXX] Sereth (n.)
Σάρεπτα, -ων, τά Zarephath (n.) [Place]
σαρκικός -ή -όν carnal (adj.)
σάρκινος -η -ον carnal (adj.)
σάρξ, -αρκός, ἡ flesh (n.)
σαρόω to sweep (v.)
Σάρρα, -ας, ἡ Sarah (n.) [Person]
Σαρ(ρ)ων v.l. Ἀσσάρων, -ῶνος, ὁ Sharon (n.) [Place]
* Σατάν, ὁ (s. σατανᾶς) adversary, opponent (n.) [Person]
* σατανᾶς, -ᾶ, ὁ vv.ll. Σατανᾶς, -ᾶ, ὁ and Σατάν, ὁ indecl. adversary, opponent (n.) [Person]
σάτον, -ου, τό seah (n.)
Σαῦλος, -ου, ὁ Saul (n.) [Person]
σαύρα, -ας, ἡ [LXX] lizard (n.)
σαυτοῦ (s. σεαυτοῦ) -ῆς -οῦ yourself (pron.) [Pronoun]
σβέννυμι to extinguish (v.)
σεαυτοῦ/σαυτοῦ -ῆς -οῦ yourself (pron.) [Pronoun]
σεβάζομαι to worship (v.)
σέβασμα, -ατος, τό devotional object (n.)
σεβαστός -ή -όν August (adj.)
σέβω to revere (v.)
σειρά, -ᾶς, ἡ cord (n.)
σειρήν, -ῆνος, ἡ [LXX] Siren (n.)
σειρήνιος -ον [LXX] bewitching (adj.)
σεισμός, -οῦ, ὁ earthquake (n.)
σείω to shake (v.)
Σεκοῦνδος, -ου, ὁ Secundus (n.)
Σελεύκεια, -ας, ἡ Seleucia (n.)
σελήνη, -ης, ἡ moon (n.)
σεληνιάζομαι to be epileptic (moonstruck) (v.)
Σεμεΐ, ὁ (s. -μεΐν) Semein (n.)
Σεμεΐν v.l. -μεΐ, ὁ Semein (n.)
σεμίδαλις, -εως, ἡ best quality flour (n.)
σεμνός -ή -όν respectable (adj.)
σεμνότατος -η -ον [LXX] most respectful (adj.)
σεμνότης, -ητος, ἡ respectfulness (n.)
σεν [LXX] sin/shin (Heb.) [Hebrew-Aramaic]
Σέργιος, -ου, ὁ Sergius (n.)
Σερούχ, ὁ Serug (n.)
Σήθ, ὁ Seth (n.)
Σήμ, ὁ Shem (n.)
σημαίνω to indicate (v.)
σημέα, -ᾶς, ἡ (s. σημέα) [LXX] sign (n.)
σημεία/σημέα, -ᾶς, ἡ [LXX] sign (n.)
σημεῖον, -ου, τό sign (n.)
σημειόω to signify (v.)
σήμερον today (adv.)
σήπω to rot (v.)
σηρικός -ή -όν (s. σιρι-) silk/silken (adj.)
σής, -ητός, ὁ moth (n.)
σητόβρωτος -ον moth-eaten (adj.)
σθενόω to strengthen (v.)
σιαγών, -όνος, ἡ cheek (n.)
σιγάω to to have no sound (v.)
σιγή, -ῆς, ἡ silence (n.)
σιδήρεος -έα -ον (s. σιδηροῦς) iron (adj.)
σίδηρος, -ου, ὁ iron (n.)
σιδηροῦς -ᾶ -οῦν a.k.a. σιδήρεος iron (adj.)
Σιδών, -ῶνος, ἡ Sidon (n.) [Place]
Σιδώνιος -ία -ον Sidonian (adj.)
σικάριος, -ου, ὁ assassin (n.)
σίκερα, -ας, ἡ Barley Wine (n.)
Σιλᾶς, -ᾶ, ὁ Silas (n.) [Person]
Σιλουανός, -οῦ, ὁ Silvanus (n.) [Person]
Σιλωάμ, ὁ Siloam (n.)
σιμικίνθιον, -ου, τό apron (n.)
Σίμων, -ωνος, ὁ Simon (n.) [Person]
Σινᾶ Sinai (n.)
* σίναπι, -εως, τό mustard plant (n.)
* σινδών, -όνος, ἡ sheet (n.)
σινιάζω to sieve (v.)
σιρικός v.l. σηρι- -ή -όν silk/silken (adj.)
σιτευτός -ή -όν fattened (adj.)
σιτίον, -ου, τό food (n.)
σιτιστός -ή -όν fattened (adj.)
σιτομέτριον, -ου, τό ration (n.)
σῖτος, -ου, ὁ and σῖτα, -ων, τά wheat/grain (n.)
* Σιών, ἡ Zion (n.) [Place]
σιωπάω to be-silent (v.)
σκανδαλίζω to cause to stumble (v.)
σκάνδαλον, -ου, τό snare (n.)
σκάπτω to dig (v.)
σκάφη, -ης, ἡ skiff/bowl (n.)
σκέλος, -ους, τό leg (n.)
σκεπάζω [LXX] to shelter (v.)
σκέπασις, -εως, ἡ [LXX] protection (n.)
σκέπασμα, -ατος, τό covering (n.)
σκεπαστής, -οῦ, ὁ [LXX] protector (n.)
σκέπη, -ῆς, ἡ [LXX] shelter (n.)
σκέπτομαι [LXX] to to look about look carefully followed by prep. εἰς (v.)
σκευάζω [LXX] to prepare (v.)
Σκευᾶς, -ᾶ, ὁ Sceva (n.) [Person]
σκευή, -ῆς, ἡ vessel (n.)
σκεῦος, -ους, τό vessel (n.)
σκηνή, -ῆς, ἡ tent (n.)
σκηνοπηγία, -ας, ἡ tent-pitching (n.)
σκηνοποιός, -οῦ, ὁ tentmaker (n.)
σκῆνος, -ους, τό tent (n.)
* σκηνόω to settle (v.)
σκήνωμα, -ατος, τό habitation (n.)
σκιά, -ᾶς, ἡ shadow (n.)
* σκιρτάω to gambol (v.)
σκληροκαρδία, -ας, ἡ hardness of heart (n.)
σκληρός -ά -όν hard (adj.)
σκληρότερος -α -ον [LXX] harder (adj.)
σκληρότης, -ητος, ἡ hardness (n.)
σκληροτράχηλος -ον stiff-necked (adj.)
σκληρύνω to harden (v.)
σκνίψ, -ιπός and -ιφός, ὁ [LXX] biting insect (n.)
σκολιός -ά -όν crooked (adj.)
σκόλοψ, -οπος, ὁ thorn (n.)
σκοπεύω [LXX] to examine (v.)
σκοπέω to contemplate/examine (v.)
σκοπός, -οῦ, ὁ watchman/goal (n.)
σκορπίζω to scatter (v.)
σκορπίος, -ου, ὁ scorpion (n.)
σκοτάζω [LXX] to grow dark (v.)
σκοτεινός -ή -όν dark (adj.)
σκοτία, -ας, ἡ darkness (n.)
σκοτίζω to darken (v.)
σκότος, -ους, τό darkness (n.)
σκοτόω to darken/stupefy (v.)
* σκύβαλον, -ου, τό dung (n.)
Σκύθης, -ου, ὁ Scythian (n.)
σκυθρωπός (-ή) -όν gloomy (adj.)
σκύλλω to annoy/trouble (v.)
σκῦλον, -ου, τό spoil (n.)
σκύμνος, -ου, ὁ [LXX] cub (n.)
σκωληκόβρωτος -ον eaten by worms (adj.)
σκώληξ, -ηκος, ὁ larva (n.)
σμαράγδινος -η -ον emerald (adj.)
σμάραγδος, -ου, ὁ emerald (n.)
σμῖλαξ, -ακος, ἡ [LXX] milax/oak (n.)
σμύρνα[1], -ης, ἡ myrrh (n.)
Σμύρνα[2], -ης, ἡ Smyrna (n.) [Place]
Σμυρναῖος -α -ον Smyrnaean (adj.)
σμυρνίζω to infuse with myrrh (v.)
Σόδομα, -ων, τά Sodom (n.) [Place]
* Σολομών[1], -ῶνος, ὁ and Σολομῶν[2], -ῶντος, ὁ and Σαλωμῶν[1], ὁ indecl. and Σαλωμῶν[2], -ῶντος, ὁ Solomon (n.)
σοομ [LXX] onyx (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
σορός, -οῦ, ἡ coffin (n.)
σός -ή -όν your/yours(sg) (pron.) [Pronoun]
Σουβαλ [LXX] Subal (n.)
σουδάριον, -ου, τό kerchief (n.)
Σουσάννα, -ης, ἡ Susanna (n.) [Person]
σοφία, -ας, ἡ wisdom (n.)
σοφίζω to instruct make wise (v.)
σοφός -ή -όν wise (adj.)
σοφώτερος -α -ον wiser (adj.)
Σπανία, -ας, ἡ Spain (n.)
σπανίζω [LXX] to be/make-scarce (v.)
σπαράσσω to convulse (v.)
σπαργανόω to swaddle (v.)
Σπαρτιάτης, -ου, ὁ [LXX] Spartan (n.)
σπαρτίον, -ου, τό [LXX] small cord (n.)
σπαταλάω to live comfortably/extravagently (v.)
σπάω to draw (v.)
σπεῖρα, -ης, ἡ cohort (n.)
σπείρω to sow (v.)
σπεκουλάτωρ, -ορος, ὁ attendant (n.)
σπένδω to pour (v.)
σπέρμα, -ατος, τό seed (n.)
σπερματίζω [LXX] to sow (v.)
σπερματισμός, -οῦ, ὁ [LXX] copulation (n.)
σπερμολόγος -ον προαγω (adj.)
σπεύδω to hasten (v.)
σπήλαιον, -ου, τό hideout (n.)
σπιλάς, -άδος, ἡ reef (n.)
σπίλος, -ου, ὁ spot (n.)
σπιλόω to stain (v.)
σπινθήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] spark (n.)
σπλαγχνίζομαι to move with compassion (v.)
* σπλάγχνον, -ου, τό viscus (n.)
σπόγγος, -ου, ὁ sponge (n.)
σποδός, -οῦ, ἡ ashes (n.)
σπορά, -ᾶς, ἡ spore (n.)
σπόριμος -ον sown (adj.)
σπόρος, -ου, ὁ seed (n.)
σπουδάζω to endeavour (v.)
σπουδαῖος -α -ον diligent (adj.)
σπουδαιότερον more eagerly (adv.)
σπουδαιότερος -α -ον ??? (adj.)
σπουδαιοτέρως more eagerly (adv.)
σπουδαίως haste (adv.)
σπουδή, -ῆς, ἡ diligence/haste (n.)
σπυρίς, -ίδος, ἡ basket (n.)
στάδιοι, -ων, οἱ (s. στάδιον ) 600 ft. or 1/8 Mile (n.)
στάδιον, -ου, τό and στάδιοι, -ων, οἱ 600 ft. or 1/8 Mile (n.)
στάζω [LXX] to drip (v.)
στακτή, -ῆς, ἡ [LXX] stacte (n.)
στάμνος, -ου, ἡ jar (n.)
στασιαστής, -οῦ, ὁ insurgent (n.)
* στάσις, -εως, ἡ uprising (n.)
* στατήρ, -ῆρος, ὁ stater (n.)
σταυρός, -οῦ, ὁ cross (n.)
σταυρόω to crucify (v.)
σταφυλή, -ῆς, ἡ grape cluster (n.)
στάχυς[1], -υος, ὁ ear (n.)
Στάχυς[2], -υος, ὁ Stachys (n.)
στέαρ, στέατος, τό [LXX] suet (n.)
στεγάζω [LXX] to ??? (v.)
στέγη, -ης, ἡ roof (n.)
στεγνός -ή -όν [LXX] ??? (adj.)
* στέγω to bear (v.)
στεῖρα, -ας, ἡ barren one (n.)
στέλλω to withdraw/send (v.)
στέμμα, -ατος, τό garland (n.)
στεναγμός, -οῦ, ὁ groan (n.)
στενάζω to sigh/groan (v.)
στενός -ή -όν narrow (adj.)
στενοχωρέω to restrict (v.)
στενοχωρία, -ας, ἡ strait (n.)
στερεός -ά -όν solid (adj.)
στερεόω to solidify (v.)
στερέωμα, -ατος, τό firmament (n.)
στερεώτερος -α -ον [LXX] more solid (adj.)
Στεφανᾶς, -ᾶ, ὁ Stephanas (n.) [Person]
στέφανος[1], -ου, ὁ wreath (n.)
Στέφανος[2], -ου, ὁ wreath (n.) [Person]
στεφανόω to crown (v.)
στῆθος, -ους, τό chest (n.)
στήκω (derivation of ἵστημι) to stand (v.)
στηλόω [LXX] to set up as a monument (v.)
στηριγμός, -οῦ, ὁ fixedness (n.)
στηρίζω to support (v.)
στιβάς v.l. στοιβ-, -άδος, ἡ layer (n.)
στίγμα, -ατος, τό stigma (n.)
στιγμή, -ῆς, ἡ instant (n.)
στίλβω to gleam (v.)
στιχίζω [LXX] to ??? (v.)
στίχος, -ου, ὁ [LXX] ??? (n.)
στοά, -ᾶς, ἡ colonnade (n.)
στοιβάζω [LXX] to ??? (v.)
στοιβάς, -άδος, ἡ (s. στιβ-) layer (n.)
Στοϊκός -ή -όν Stoic (adj.)
* στοιχεῖον, -ου, τό principle (n.)
στοιχέω to conform (v.)
στολή, -ῆς, ἡ robe (n.)
στολίζω [LXX] to ??? (v.)
στόμα, -ατος, τό mouth/maw (n.)
στόμαχος, -ου, ὁ stomach (n.)
στρατεία, -ας, ἡ strategy (n.)
στράτευμα, -ατος, τό soldier (n.)
στρατεύω to campaign/go into battle (v.)
στρατηγός, -οῦ, ὁ commander (n.)
στρατιά, -ᾶς, ἡ army (n.)
στρατιώτης, -ου, ὁ soldier (n.)
στρατοκῆρυξ, -υκος, ὁ [LXX] ??? (n.)
στρατολογέω to recruit (v.)
στρατοπεδάρχης, -ου, ὁ military commander (n.)
στρατόπεδον, -ου, τό military camp (n.)
στρεβλόω to twist (v.)
στρέφω to turn (v.)
στρηνιάω to live in luxury (v.)
στρῆνος, -ους, τό luxury (n.)
στρουθίον, -ου, τό sparrow (n.)
στρουθός, -ου, ὁ [LXX] sparrow (n.)
στροφή, -ῆς, ἡ [LXX] twist (n.)
στρόφιγξ, -γγος, ὁ [LXX] axle/pin (n.)
στρώννυμι (s. στρωννύω) to spread out (v.)
στρωννύω/στρώννυμι to spread out (v.)
* στυγητός -όν hated (adj.)
στυγνάζω to be gloomy (v.)
στῦλος, -ου, ὁ pillar (n.)
σύ, σοῦ (σου), σοί (σοι), σέ (σε), pl. ὑμεῖς, ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμᾶς you (pron.) [Pronoun]
συγγένεια, -ας, ἡ relative (n.)
* συγγενής -ές relative (adj.)
συγγενίς, -ίδος, ἡ cousin (n.)
συγγίνομαι [LXX] to to be with any one hold converse or communication with associate or keep (v.)
συγγνώμη, -ης, ἡ permission (n.)
συγκάθημαι to sit together (v.)
συγκαθίζω to sit down together (v.)
συγκαθυφαίνω [LXX] to ??? (v.)
συγκακοπαθέω to suffer hardship together with (v.)
συγκακουχέομαι to maltreat together with (v.)
συγκαλέω to call together (v.)
συγκαλύπτω to disguise/ conceal (v.)
συγκάμπτω to bend (v.)
συγκαταβαίνω to go down with (v.)
συγκατάθεσις, -εως, ἡ union (n.)
συγκατατίθημι to partake with (v.)
συγκαταψηφίζομαι to numbered with (v.)
συγκεράννυμι to mix together (v.)
συγκινέω to stir up (v.)
συγκλάω [LXX] to break off (v.)
συγκλείω to shut/coop up (v.)
συγκληρονόμος -ον co-heir (adj.)
συγκοινωνέω to share together (v.)
συγκοινωνός, -οῦ, ὁ co-sharer (n.)
συγκομίζω to collect (v.)
συγκρίνω to compare (v.)
συγκρύπτω [LXX] to to cover up or completely (v.)
συγκύπτω to bend forward (v.)
συγκυρία, -ας, ἡ chance (n.)
συγχαίρω to rejoice with (v.)
συγχέω/-χύν(ν)ω to confuse/confound (v.)
συγχράομαι to utilize (v.)
συγχύννω (s. -χέω) to confuse/confound (v.)
συγχύνω (s. -χέω) to confuse/confound (v.)
σύγχυσις, -εως, ἡ confusion (n.)
συζάω to live together (v.)
συζεύγνυμι to join together (v.)
συζητέω to reasoned together (v.)
συζήτησις, -εως, ἡ debate (n.)
συζητητής, -οῦ, ὁ debater (n.)
* σύζυγος, -ου, ὁ companion (n.)
συζωοποιέω v.l. -ζῳο- to bring to life with (v.)
* συκάμινος, -ου, ἡ mulberry (sycamine) tree (n.)
συκῆ, -ῆς, ἡ fig tree (n.)
συκομορέα v.l. -μωραία, -ας, ἡ sycamore fig tree (n.)
συκομωραία, -ας, ἡ (s. -μορέα) sycamore fig tree (n.)
σῦκον, -ου, τό fig (n.)
συκοφαντέω to defraud/extort (v.)
συκοφάντης, -ου, ὁ [LXX] abuser of power (n.)
συκοφαντία, -ας, ἡ [LXX] abuse of power (n.)
συκών, -ῶνος, ὁ fig grove (n.)
* συλαγωγέω (σύλη, not συν-) to take captive (v.)
συλάω to loot (v.)
συλλαλέω to converse (v.)
* συλλαμβάνω to seizing (v.)
συλλέγω to gather (v.)
συλλογίζομαι to conclude (v.)
συλλυπέω to share in grief (v.)
συμβαίνω to happen (v.)
συμβάλλω to concur together (v.)
συμβασιλεύω to co-rule (v.)
συμβιβάζω to piece together (v.)
συμβουλεύω to council (v.)
συμβούλιον, -ου, τό council (n.)
σύμβουλος, -ου, ὁ counselor (n.)
Συμεών, ὁ Symeon/Simeon (n.) [Person]
συμμαθητής, -οῦ, ὁ co-disciple (n.)
συμμαρτυρέω to testify with (v.)
συμμερίζω to division-of-shares (v.)
συμμέτοχος -ον co-partaker (adj.)
σύμμικτος -ον [LXX] ??? (adj.)
συμμιμητής, -οῦ, ὁ co-imitator (n.)
συμμορφίζω to cause to be similar in form (v.)
σύμμορφος -ον similar in form (adj.)
συμμορφόω to take on same form (v.)
συμπαθέστερος -α -ον [LXX] more sympathetic (adj.)
συμπαθέω to sympathize (v.)
συμπαθής -ές sympathetic (adj.)
συμπαραγίνομαι to stand with/by (v.)
συμπαρακαλέω to mutually encourage (v.)
συμπαραλαμβάνω to take along/ get involved with (v.)
συμπαραμένω to stay with to help (v.)
συμπάρειμι[1] fr. εἰμί[1] to stand by (v.)
συμπαρίστημι [LXX] to stand beside (v.)
συμπάσχω to suffer likewise (v.)
συμπατέω [LXX] to to tread together trample under foot (v.)
συμπέμπω to send together with (v.)
συμπεραίνω [LXX] to to accomplish jointly (v.)
συμπεριλαμβάνω to gather together (v.)
συμπίνω to drink with (v.)
συμπίπτω to collapse (v.)
συμπλέκω [LXX] to ??? (v.)
συμπληρόω to to fill up (v.)
συμπνίγω to smother (v.)
συμπολίτης, -ου, ὁ fellow-citizen (n.)
συμπορεύομαι to come together (v.)
συμπόσιον, -ου, τό feast (n.)
συμπρεσβύτερος, -ου, ὁ co-elder (n.)
συμφέρω to be advantageous (v.)
σύμφημι to concede (v.)
σύμφορος -ον expedient (adj.)
συμφυλέτης, -ου, ὁ co-tribesman (n.)
σύμφυτος -ον planted together (adj.)
συμφύω to grow together (v.)
συμφωνέω to agree (v.)
συμφώνησις, -εως, ἡ agreement (n.)
συμφωνία, -ας, ἡ music (n.)
σύμφωνος -ον harmonious (adj.)
συμψηφίζω to add (v.)
σύμψυχος -ον united in soul (adj.)
σύν together with/including (+dat) (prep.)
συνάγω to gather/assemble (v.)
συναγωγή, -ῆς, ἡ gathering (n.)
συναγωνίζομαι to struggle together (v.)
συναθλέω to struggle alongside (v.)
συναθροίζω to gather together (v.)
συναινέω [LXX] to to join in praising; to consent (v.)
συναίρω to to raise up (v.)
συναιχμάλωτος, -ου, ὁ co-prisoner (n.)
συνακολουθέω to follow with (v.)
συναλίζω to ??? (v.)
συναλλάσσω to accomodate (v.)
συναναβαίνω to came up with (v.)
συνανάκειμαι to sit-together (v.)
συναναμείγνυμι (s. -μίγνυμι) to mix/associate (v.)
συναναμίγνυμι/-μείγνυμι to mix/associate (v.)
συναναπαύομαι to rest together (v.)
συναντάω to meet (v.)
συναντή, -ῆς, ἡ [LXX] meeting (n.)
συνάντημα, -ατος, τό [LXX] thing that happens (n.)
συνάντησις, -εως, ἡ meeting (n.)
συναντιλαμβάνομαι to assist (v.)
συναπάγω to to lead-away-together (v.)
συναποθνῄσκω to die together (v.)
συναποκρύπτω [LXX] to join in concealing conceal together (v.)
συναπόλλυμι to annihilate with (v.)
συναποστέλλω to to despatch together with (v.)
συναρμολογέω to fit together (v.)
συναρπάζω to seize/carry away (v.)
συναυξάνω to grow together (v.)
σύνδεσμον, -ου, τό (s. -μος) bond (n.)
σύνδεσμος, -ου, ὁ and -μον, -ου, τό bond (n.)
συνδέω to bound with (v.)
συνδοξάζω to glorify together (v.)
σύνδουλος, -ου, ὁ co-slave (n.)
συνδρομή, -ῆς, ἡ running together (n.)
συνεγείρω to rise together (v.)
συνέδριον, -ου, τό sanhedrin (n.)
συνείδησις, -εως, ἡ conscience (n.)
συνεῖδον (s. συνοράω) to comprehend (v.)
συνείδω (s. συνοράω and σύνοιδα) to comprehend (v.)
σύνειμι[1] fr. εἰμί[1] to be together with (v.)
σύνειμι[2] fr. εἶμι[2] to be together (v.)
συνεισέρχομαι to enter (v.)
συνέκδημος, -ου, ὁ travel companion (n.)
συνεκλεκτός -ή -όν together,chosen (adj.)
συνεκτρίβω [LXX] to destroy utterly together (v.)
συνελαύνω to force (v.)
συνεπιμαρτυρέω to testify together (v.)
συνεπιτίθημι to attack together (v.)
συνέπομαι to ??? (v.)
συνεργέω to assist (v.)
συνεργός -όν coworker (adj.)
συνέρχομαι to come together (v.)
συνεσθίω to eat together (v.)
* σύνεσις, -εως, ἡ insight/discernment (n.)
συνετίζω [LXX] to bring-to-awareness (v.)
συνετός -ή -όν insightful/discerning (adj.)
συνετώτερος -α -ον [LXX] more insightful/discerning (adj.)
συνευδοκέω to concur with (v.)
συνευωχέομαι to feast together (v.)
συνεφίστημι to to set on the watch together make attentive (v.)
συνέχω to constrain (v.)
συνήδομαι to rejoice with/sympathize (v.)
συνήθεια, -ας, ἡ compatibility (n.)
συνηλικιώτης, -ου, ὁ contemporary (n.)
συνθάπτω to buried together (v.)
συνθλάω to crush (v.)
συνθλίβω to press upon (v.)
συνθρύπτω to ??? (v.)
συνίημι to understand (v.)
συνιστάνω/-ιστάω (by-form of συνίστημι) to commend (v.)
συνίστημι to stand with (v.)
συνίστωρ -ορ [LXX] privy (adj.)
συννοέω [LXX] to to meditate or reflect upon a thing (v.)
συνοδεύω to travel together (v.)
συνοδία, -ας, ἡ caravan (n.)
σύνοιδα to can testify (v.)
συνοικέω to live with (v.)
συνοικίζω [LXX] to to make to live with (v.)
συνοικοδομέω to build together (v.)
συνομιλέω to converse (v.)
συνομορέω to ??? (v.)
συνοράω a.k.a. συνεῖδον to comprehend (v.)
συνοχή, -ῆς, ἡ suppression (n.)
συντάσσω to arrange (v.)
συντέλεια, -ας, ἡ completion, end (n.)
συντελέω to finish/complete (v.)
συντέμνω to circumscribe (v.)
συντηρέω to save from destruction (v.)
συντίθημι to agree (v.)
συντόμως briefly (adv.)
συντρέχω to run with (v.)
συντρίβω to crush/shatter (v.)
σύντριμμα, -ατος, τό wound (n.)
σύντροφος -ον companion (adj.)
συντυγχάνω to meet (v.)
Συντύχη, -ης, ἡ Syntyche (n.)
συνυποκρίνομαι to be-hypocritical-with (v.)
συνυπουργέω to cooperate-with (v.)
συνυφαίνω [LXX] to ??? (v.)
συνωδίνω to travail together (v.)
συνωμοσία, -ας, ἡ conspiracy (n.)
Συράκουσαι, -ῶν, αἱ Syracuse (n.)
Συραφοινίκισσα, -ης, ἡ (s. Συρο-) Syrophoenician woman (n.)
Συρία, -ας, ἡ Syria (n.) [Place]
σύριγξ, -γγος, ἡ [LXX] pipe (n.)
συρίζω [LXX] to hiss (v.)
Σύρος, -ου, ὁ Syrian (n.)
Συροφοινίκισσα v.l. Συρα-, -ης, ἡ Syrophoenician woman (n.)
Συροφοίνιξ, -ικος, ὁ [EXTRA] Syrophoenician man (n.)
Σύρτις, -εως, ἡ Syrtis (n.)
σύρω to drag (v.)
συσπαράσσω to convulse (v.)
συσπάω [LXX] to contract (v.)
συσσείω [LXX] to ??? (v.)
σύσσημον, -ου, τό signal (n.)
συσσύρω [LXX] to ??? (v.)
σύσσωμος -ον belonging to the same body (adj.)
συστασιαστής, -οῦ, ὁ co-insurrectionist (n.)
σύστασις, -εως, ἡ [LXX] bring/stand,together (n.)
συστατικός -ή -όν of or for putting together, component (adj.)
συσταυρόω to crucified together with (v.)
συστέλλω to retract (v.)
συστενάζω to groan together (v.)
συστοιχέω to correspond to (v.)
συστρατιώτης, -ου, ὁ co-soldier (n.)
συστρέφω to gathered together (v.)
συστροφή, -ῆς, ἡ collection (n.)
συσχηματίζω to conform (v.)
Συχάρ, ἡ Sychar (n.)
Συχέμ, ὁ and ἡ Shechem (n.)
σφαγή, -ῆς, ἡ slaughter (n.)
σφάγιον, -ου, τό sacrifice (n.)
* σφάζω to slay (v.)
σφαιρωτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] ??? (n.)
σφήξ, -ηκός, ὁ [LXX] wasp (n.)
σφόδρα exceedingly (adv.)
σφοδρῶς excessively (adv.)
σφραγίζω to seal (v.)
σφραγίς, -ίδος, ἡ seal (n.)
σφυδρόν, -ου, τό ankle (n.)
σφυρόν, -οῦ, τό heal (n.)
σχεδόν nearly/well-nigh (adv.)
σχῆμα, -ατος, τό form (n.)
σχίδαξ, -ακος, ἡ [LXX] ??? (n.)
σχίζω to tear/torn (v.)
σχίσμα, -ατος, τό rift (n.)
σχοινίον, -ου, τό cordage (n.)
σχολάζω to have leisure (v.)
σχολή, -ῆς, ἡ lecture hall (n.)
σῴζω to deliver/save (v.)
σῶμα, -ατος, τό body (n.)
σωματικός -ή -όν corporeal (adj.)
σωματικῶς corporeally (adv.)
σωματοφύλαξ, -ακος, ὁ [LXX] body guard (n.)
Σώπατρος, -ου, ὁ Sopater (n.)
σωρεύω to heap (v.)
Σωρηχ [LXX] Sorek (Heb./Aram.)
σωρηχ [LXX] choicest vine (Heb./Aram.)
σωρηχ[1] [LXX] choicest vine (Heb./Aram.)
Σωρηχ[2] [LXX] Sorek (Heb./Aram.)
Σωσθένης, -ους, ὁ Sosthenes (n.) [Person]
Σωσίπατρος, -ου, ὁ Sosipater (n.)
σωτήρ, -ῆρος, ὁ Savior (n.)
σωτηρία, -ας, ἡ salvation/deliverance (n.)
σωτήριος -ον saving (adj.)
σωφρονέω to be-sensible (v.)
σωφρονίζω to sensitize (v.)
σωφρονισμός, -οῦ, ὁ bringing/making come to their senses (n.)
σωφρόνως sensibly (adv.)
σωφροσύνη, -ης, ἡ good sense (n.)
σώφρων -ον sensible (adj.)
σαβαχθάνι you have forsaken me (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
* Σαβαώθ Sabaoth (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
σαββατισμός, -οῦ, ὁ sabbath observance (n.)
σάββατον, -ου, τό Sabbath (n.)
Σαβηβα [LXX] Sabatha (n.)
σαγήνη, -ης, ἡ dragnet (n.)
Σαδδουκαῖος, -ου, ὁ Sadducee (n.)
σαδη [LXX] sadhe (Heb.) [Hebrew-Aramaic]
Σαδώκ, ὁ Zadok (n.) [Person]
σαίνω to flatter (v.)
σάκκος, -ου, ὁ sackcloth (n.)
Σαλά, ὁ Shelah (n.)
Σαλαθιήλ, ὁ Shealtiel/Salathiel (n.) [Person]
Σαλαμίς, -ῖνος, ἡ Salamis (n.)
Σαλείμ, ὁ Salim (n.)
σαλεύω to shake (v.)
Σαλήμ, ὁ Salem (n.)
Σαλμαα, ὁ [LXX] Salmaa (n.)
Σαλμάν, ὁ (s. Σαλμών) Salmon (n.) [Person]
Σαλμανα, ὁ [LXX] Salmana/Zalmunna (n.)
Σαλμών/Σαλμάν, ὁ Salmon (n.) [Person]
Σαλμώνη, -ης, ἡ Salmone (n.) [Person]
σάλος, -ου, ὁ surge (n.)
σάλπιγξ, -ιγγός, ἡ trumpet (n.)
σαλπίζω to blow (v.)
σαλπιστής, -οῦ, ὁ trumpeter (n.)
Σαλωμ, ὁ [LXX] Salom/Shallum (n.)
Σαλώμη, -ης, ἡ Salome (n.)
Σαλωμιθ[1], ἡ [LXX] Salomith/Shelomith (n.)
Σαλωμιθ[2], ὁ [LXX] Salomith/Shelomith (n.)
Σαλωμωθ, ὁ [LXX] Salomoth/Shelomoth (n.)
* Σαλωμών[1], ὁ (s. Σολομών[1]) Solomon (n.)
* Σαλωμῶν[2] (s. Σολομών[1]) Solomon (n.)
Σαμάρεια, -ας, ἡ Samaria (n.) [Place]
Σαμαρείτης, -ου, ὁ (s. -ρίτης) Samaritan (n.)
* Σαμαρεῖτις, -ιδος, ἡ (s. -ρῖτις) Samaritan (n.)
Σαμαρίτης v.l. -ρείτης, -ου, ὁ Samaritan (n.)
* Σαμαρῖτις v.l. -ρεῖτις, -ιδος, ἡ Samaritan (n.)
Σαμοθρᾴκη, -ης, ἡ Samothrace (n.)
Σάμος, -ου, ἡ Samos (n.)
Σαμουήλ, ὁ Samuel 2 (n.)
σαμχ [LXX] samekh (Heb.) [Hebrew-Aramaic]
Σαμψών, ὁ Samson (n.) [Person]
* σανδάλιον, -ου, τό sandal (n.)
σανίς, -ίδος, ἡ board/plank (n.)
Σαούλ, ὁ Saul (n.)
Σαουρ [LXX] Asur (n.)
σαπρός -ά -όν bad, rotten, putrid (adj.)
Σάπφειρα, -ης, ἡ (s. -φιρα) Sapphira (n.) [Person]
σάπφειρος, -ου, ἡ (s. -φιρος) sapphire (n.)
Σάπφιρα v.l. -φειρα, -ης, ἡ Sapphira (n.) [Person]
σάπφιρος v.l. sapphire (n.)
Σαραθι [LXX] Arathites (n.)
σαργάνη, -ης, ἡ basket (n.)
Σάρδεις, -εων, αἱ Sardis (n.)
σάρδιον, -ου, τό sardonyx (n.)
σαρδόνυξ, -υκος, ὁ sardonyx (n.)
Σαρεθ [LXX] Sereth (n.)
Σάρεπτα, -ων, τά Zarephath (n.) [Place]
σαρκικός -ή -όν carnal (adj.)
σάρκινος -η -ον carnal (adj.)
σάρξ, -αρκός, ἡ flesh (n.)
σαρόω to sweep (v.)
Σάρρα, -ας, ἡ Sarah (n.) [Person]
Σαρ(ρ)ων v.l. Ἀσσάρων, -ῶνος, ὁ Sharon (n.) [Place]
* Σατάν, ὁ (s. σατανᾶς) adversary, opponent (n.) [Person]
* σατανᾶς, -ᾶ, ὁ vv.ll. Σατανᾶς, -ᾶ, ὁ and Σατάν, ὁ indecl. adversary, opponent (n.) [Person]
σάτον, -ου, τό seah (n.)
Σαῦλος, -ου, ὁ Saul (n.) [Person]
σαύρα, -ας, ἡ [LXX] lizard (n.)
σαυτοῦ (s. σεαυτοῦ) -ῆς -οῦ yourself (pron.) [Pronoun]
σβέννυμι to extinguish (v.)
σεαυτοῦ/σαυτοῦ -ῆς -οῦ yourself (pron.) [Pronoun]
σεβάζομαι to worship (v.)
σέβασμα, -ατος, τό devotional object (n.)
σεβαστός -ή -όν August (adj.)
σέβω to revere (v.)
σειρά, -ᾶς, ἡ cord (n.)
σειρήν, -ῆνος, ἡ [LXX] Siren (n.)
σειρήνιος -ον [LXX] bewitching (adj.)
σεισμός, -οῦ, ὁ earthquake (n.)
σείω to shake (v.)
Σεκοῦνδος, -ου, ὁ Secundus (n.)
Σελεύκεια, -ας, ἡ Seleucia (n.)
σελήνη, -ης, ἡ moon (n.)
σεληνιάζομαι to be epileptic (moonstruck) (v.)
Σεμεΐ, ὁ (s. -μεΐν) Semein (n.)
Σεμεΐν v.l. -μεΐ, ὁ Semein (n.)
σεμίδαλις, -εως, ἡ best quality flour (n.)
σεμνός -ή -όν respectable (adj.)
σεμνότατος -η -ον [LXX] most respectful (adj.)
σεμνότης, -ητος, ἡ respectfulness (n.)
σεν [LXX] sin/shin (Heb.) [Hebrew-Aramaic]
Σέργιος, -ου, ὁ Sergius (n.)
Σερούχ, ὁ Serug (n.)
Σήθ, ὁ Seth (n.)
Σήμ, ὁ Shem (n.)
σημαίνω to indicate (v.)
σημέα, -ᾶς, ἡ (s. σημέα) [LXX] sign (n.)
σημεία/σημέα, -ᾶς, ἡ [LXX] sign (n.)
σημεῖον, -ου, τό sign (n.)
σημειόω to signify (v.)
σήμερον today (adv.)
σήπω to rot (v.)
σηρικός -ή -όν (s. σιρι-) silk/silken (adj.)
σής, -ητός, ὁ moth (n.)
σητόβρωτος -ον moth-eaten (adj.)
σθενόω to strengthen (v.)
σιαγών, -όνος, ἡ cheek (n.)
σιγάω to to have no sound (v.)
σιγή, -ῆς, ἡ silence (n.)
σιδήρεος -έα -ον (s. σιδηροῦς) iron (adj.)
σίδηρος, -ου, ὁ iron (n.)
σιδηροῦς -ᾶ -οῦν a.k.a. σιδήρεος iron (adj.)
Σιδών, -ῶνος, ἡ Sidon (n.) [Place]
Σιδώνιος -ία -ον Sidonian (adj.)
σικάριος, -ου, ὁ assassin (n.)
σίκερα, -ας, ἡ Barley Wine (n.)
Σιλᾶς, -ᾶ, ὁ Silas (n.) [Person]
Σιλουανός, -οῦ, ὁ Silvanus (n.) [Person]
Σιλωάμ, ὁ Siloam (n.)
σιμικίνθιον, -ου, τό apron (n.)
Σίμων, -ωνος, ὁ Simon (n.) [Person]
Σινᾶ Sinai (n.)
* σίναπι, -εως, τό mustard plant (n.)
* σινδών, -όνος, ἡ sheet (n.)
σινιάζω to sieve (v.)
σιρικός v.l. σηρι- -ή -όν silk/silken (adj.)
σιτευτός -ή -όν fattened (adj.)
σιτίον, -ου, τό food (n.)
σιτιστός -ή -όν fattened (adj.)
σιτομέτριον, -ου, τό ration (n.)
σῖτος, -ου, ὁ and σῖτα, -ων, τά wheat/grain (n.)
* Σιών, ἡ Zion (n.) [Place]
σιωπάω to be-silent (v.)
σκανδαλίζω to cause to stumble (v.)
σκάνδαλον, -ου, τό snare (n.)
σκάπτω to dig (v.)
σκάφη, -ης, ἡ skiff/bowl (n.)
σκέλος, -ους, τό leg (n.)
σκεπάζω [LXX] to shelter (v.)
σκέπασις, -εως, ἡ [LXX] protection (n.)
σκέπασμα, -ατος, τό covering (n.)
σκεπαστής, -οῦ, ὁ [LXX] protector (n.)
σκέπη, -ῆς, ἡ [LXX] shelter (n.)
σκέπτομαι [LXX] to to look about look carefully followed by prep. εἰς (v.)
σκευάζω [LXX] to prepare (v.)
Σκευᾶς, -ᾶ, ὁ Sceva (n.) [Person]
σκευή, -ῆς, ἡ vessel (n.)
σκεῦος, -ους, τό vessel (n.)
σκηνή, -ῆς, ἡ tent (n.)
σκηνοπηγία, -ας, ἡ tent-pitching (n.)
σκηνοποιός, -οῦ, ὁ tentmaker (n.)
σκῆνος, -ους, τό tent (n.)
* σκηνόω to settle (v.)
σκήνωμα, -ατος, τό habitation (n.)
σκιά, -ᾶς, ἡ shadow (n.)
* σκιρτάω to gambol (v.)
σκληροκαρδία, -ας, ἡ hardness of heart (n.)
σκληρός -ά -όν hard (adj.)
σκληρότερος -α -ον [LXX] harder (adj.)
σκληρότης, -ητος, ἡ hardness (n.)
σκληροτράχηλος -ον stiff-necked (adj.)
σκληρύνω to harden (v.)
σκνίψ, -ιπός and -ιφός, ὁ [LXX] biting insect (n.)
σκολιός -ά -όν crooked (adj.)
σκόλοψ, -οπος, ὁ thorn (n.)
σκοπεύω [LXX] to examine (v.)
σκοπέω to contemplate/examine (v.)
σκοπός, -οῦ, ὁ watchman/goal (n.)
σκορπίζω to scatter (v.)
σκορπίος, -ου, ὁ scorpion (n.)
σκοτάζω [LXX] to grow dark (v.)
σκοτεινός -ή -όν dark (adj.)
σκοτία, -ας, ἡ darkness (n.)
σκοτίζω to darken (v.)
σκότος, -ους, τό darkness (n.)
σκοτόω to darken/stupefy (v.)
* σκύβαλον, -ου, τό dung (n.)
Σκύθης, -ου, ὁ Scythian (n.)
σκυθρωπός (-ή) -όν gloomy (adj.)
σκύλλω to annoy/trouble (v.)
σκῦλον, -ου, τό spoil (n.)
σκύμνος, -ου, ὁ [LXX] cub (n.)
σκωληκόβρωτος -ον eaten by worms (adj.)
σκώληξ, -ηκος, ὁ larva (n.)
σμαράγδινος -η -ον emerald (adj.)
σμάραγδος, -ου, ὁ emerald (n.)
σμῖλαξ, -ακος, ἡ [LXX] milax/oak (n.)
σμύρνα[1], -ης, ἡ myrrh (n.)
Σμύρνα[2], -ης, ἡ Smyrna (n.) [Place]
Σμυρναῖος -α -ον Smyrnaean (adj.)
σμυρνίζω to infuse with myrrh (v.)
Σόδομα, -ων, τά Sodom (n.) [Place]
* Σολομών[1], -ῶνος, ὁ and Σολομῶν[2], -ῶντος, ὁ and Σαλωμῶν[1], ὁ indecl. and Σαλωμῶν[2], -ῶντος, ὁ Solomon (n.)
σοομ [LXX] onyx (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
σορός, -οῦ, ἡ coffin (n.)
σός -ή -όν your/yours(sg) (pron.) [Pronoun]
Σουβαλ [LXX] Subal (n.)
σουδάριον, -ου, τό kerchief (n.)
Σουσάννα, -ης, ἡ Susanna (n.) [Person]
σοφία, -ας, ἡ wisdom (n.)
σοφίζω to instruct make wise (v.)
σοφός -ή -όν wise (adj.)
σοφώτερος -α -ον wiser (adj.)
Σπανία, -ας, ἡ Spain (n.)
σπανίζω [LXX] to be/make-scarce (v.)
σπαράσσω to convulse (v.)
σπαργανόω to swaddle (v.)
Σπαρτιάτης, -ου, ὁ [LXX] Spartan (n.)
σπαρτίον, -ου, τό [LXX] small cord (n.)
σπαταλάω to live comfortably/extravagently (v.)
σπάω to draw (v.)
σπεῖρα, -ης, ἡ cohort (n.)
σπείρω to sow (v.)
σπεκουλάτωρ, -ορος, ὁ attendant (n.)
σπένδω to pour (v.)
σπέρμα, -ατος, τό seed (n.)
σπερματίζω [LXX] to sow (v.)
σπερματισμός, -οῦ, ὁ [LXX] copulation (n.)
σπερμολόγος -ον προαγω (adj.)
σπεύδω to hasten (v.)
σπήλαιον, -ου, τό hideout (n.)
σπιλάς, -άδος, ἡ reef (n.)
σπίλος, -ου, ὁ spot (n.)
σπιλόω to stain (v.)
σπινθήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] spark (n.)
σπλαγχνίζομαι to move with compassion (v.)
* σπλάγχνον, -ου, τό viscus (n.)
σπόγγος, -ου, ὁ sponge (n.)
σποδός, -οῦ, ἡ ashes (n.)
σπορά, -ᾶς, ἡ spore (n.)
σπόριμος -ον sown (adj.)
σπόρος, -ου, ὁ seed (n.)
σπουδάζω to endeavour (v.)
σπουδαῖος -α -ον diligent (adj.)
σπουδαιότερον more eagerly (adv.)
σπουδαιότερος -α -ον ??? (adj.)
σπουδαιοτέρως more eagerly (adv.)
σπουδαίως haste (adv.)
σπουδή, -ῆς, ἡ diligence/haste (n.)
σπυρίς, -ίδος, ἡ basket (n.)
στάδιοι, -ων, οἱ (s. στάδιον ) 600 ft. or 1/8 Mile (n.)
στάδιον, -ου, τό and στάδιοι, -ων, οἱ 600 ft. or 1/8 Mile (n.)
στάζω [LXX] to drip (v.)
στακτή, -ῆς, ἡ [LXX] stacte (n.)
στάμνος, -ου, ἡ jar (n.)
στασιαστής, -οῦ, ὁ insurgent (n.)
* στάσις, -εως, ἡ uprising (n.)
* στατήρ, -ῆρος, ὁ stater (n.)
σταυρός, -οῦ, ὁ cross (n.)
σταυρόω to crucify (v.)
σταφυλή, -ῆς, ἡ grape cluster (n.)
στάχυς[1], -υος, ὁ ear (n.)
Στάχυς[2], -υος, ὁ Stachys (n.)
στέαρ, στέατος, τό [LXX] suet (n.)
στεγάζω [LXX] to ??? (v.)
στέγη, -ης, ἡ roof (n.)
στεγνός -ή -όν [LXX] ??? (adj.)
* στέγω to bear (v.)
στεῖρα, -ας, ἡ barren one (n.)
στέλλω to withdraw/send (v.)
στέμμα, -ατος, τό garland (n.)
στεναγμός, -οῦ, ὁ groan (n.)
στενάζω to sigh/groan (v.)
στενός -ή -όν narrow (adj.)
στενοχωρέω to restrict (v.)
στενοχωρία, -ας, ἡ strait (n.)
στερεός -ά -όν solid (adj.)
στερεόω to solidify (v.)
στερέωμα, -ατος, τό firmament (n.)
στερεώτερος -α -ον [LXX] more solid (adj.)
Στεφανᾶς, -ᾶ, ὁ Stephanas (n.) [Person]
στέφανος[1], -ου, ὁ wreath (n.)
Στέφανος[2], -ου, ὁ wreath (n.) [Person]
στεφανόω to crown (v.)
στῆθος, -ους, τό chest (n.)
στήκω (derivation of ἵστημι) to stand (v.)
στηλόω [LXX] to set up as a monument (v.)
στηριγμός, -οῦ, ὁ fixedness (n.)
στηρίζω to support (v.)
στιβάς v.l. στοιβ-, -άδος, ἡ layer (n.)
στίγμα, -ατος, τό stigma (n.)
στιγμή, -ῆς, ἡ instant (n.)
στίλβω to gleam (v.)
στιχίζω [LXX] to ??? (v.)
στίχος, -ου, ὁ [LXX] ??? (n.)
στοά, -ᾶς, ἡ colonnade (n.)
στοιβάζω [LXX] to ??? (v.)
στοιβάς, -άδος, ἡ (s. στιβ-) layer (n.)
Στοϊκός -ή -όν Stoic (adj.)
* στοιχεῖον, -ου, τό principle (n.)
στοιχέω to conform (v.)
στολή, -ῆς, ἡ robe (n.)
στολίζω [LXX] to ??? (v.)
στόμα, -ατος, τό mouth/maw (n.)
στόμαχος, -ου, ὁ stomach (n.)
στρατεία, -ας, ἡ strategy (n.)
στράτευμα, -ατος, τό soldier (n.)
στρατεύω to campaign/go into battle (v.)
στρατηγός, -οῦ, ὁ commander (n.)
στρατιά, -ᾶς, ἡ army (n.)
στρατιώτης, -ου, ὁ soldier (n.)
στρατοκῆρυξ, -υκος, ὁ [LXX] ??? (n.)
στρατολογέω to recruit (v.)
στρατοπεδάρχης, -ου, ὁ military commander (n.)
στρατόπεδον, -ου, τό military camp (n.)
στρεβλόω to twist (v.)
στρέφω to turn (v.)
στρηνιάω to live in luxury (v.)
στρῆνος, -ους, τό luxury (n.)
στρουθίον, -ου, τό sparrow (n.)
στρουθός, -ου, ὁ [LXX] sparrow (n.)
στροφή, -ῆς, ἡ [LXX] twist (n.)
στρόφιγξ, -γγος, ὁ [LXX] axle/pin (n.)
στρώννυμι (s. στρωννύω) to spread out (v.)
στρωννύω/στρώννυμι to spread out (v.)
* στυγητός -όν hated (adj.)
στυγνάζω to be gloomy (v.)
στῦλος, -ου, ὁ pillar (n.)
σύ, σοῦ (σου), σοί (σοι), σέ (σε), pl. ὑμεῖς, ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμᾶς you (pron.) [Pronoun]
συγγένεια, -ας, ἡ relative (n.)
* συγγενής -ές relative (adj.)
συγγενίς, -ίδος, ἡ cousin (n.)
συγγίνομαι [LXX] to to be with any one hold converse or communication with associate or keep (v.)
συγγνώμη, -ης, ἡ permission (n.)
συγκάθημαι to sit together (v.)
συγκαθίζω to sit down together (v.)
συγκαθυφαίνω [LXX] to ??? (v.)
συγκακοπαθέω to suffer hardship together with (v.)
συγκακουχέομαι to maltreat together with (v.)
συγκαλέω to call together (v.)
συγκαλύπτω to disguise/ conceal (v.)
συγκάμπτω to bend (v.)
συγκαταβαίνω to go down with (v.)
συγκατάθεσις, -εως, ἡ union (n.)
συγκατατίθημι to partake with (v.)
συγκαταψηφίζομαι to numbered with (v.)
συγκεράννυμι to mix together (v.)
συγκινέω to stir up (v.)
συγκλάω [LXX] to break off (v.)
συγκλείω to shut/coop up (v.)
συγκληρονόμος -ον co-heir (adj.)
συγκοινωνέω to share together (v.)
συγκοινωνός, -οῦ, ὁ co-sharer (n.)
συγκομίζω to collect (v.)
συγκρίνω to compare (v.)
συγκρύπτω [LXX] to to cover up or completely (v.)
συγκύπτω to bend forward (v.)
συγκυρία, -ας, ἡ chance (n.)
συγχαίρω to rejoice with (v.)
συγχέω/-χύν(ν)ω to confuse/confound (v.)
συγχράομαι to utilize (v.)
συγχύννω (s. -χέω) to confuse/confound (v.)
συγχύνω (s. -χέω) to confuse/confound (v.)
σύγχυσις, -εως, ἡ confusion (n.)
συζάω to live together (v.)
συζεύγνυμι to join together (v.)
συζητέω to reasoned together (v.)
συζήτησις, -εως, ἡ debate (n.)
συζητητής, -οῦ, ὁ debater (n.)
* σύζυγος, -ου, ὁ companion (n.)
συζωοποιέω v.l. -ζῳο- to bring to life with (v.)
* συκάμινος, -ου, ἡ mulberry (sycamine) tree (n.)
συκῆ, -ῆς, ἡ fig tree (n.)
συκομορέα v.l. -μωραία, -ας, ἡ sycamore fig tree (n.)
συκομωραία, -ας, ἡ (s. -μορέα) sycamore fig tree (n.)
σῦκον, -ου, τό fig (n.)
συκοφαντέω to defraud/extort (v.)
συκοφάντης, -ου, ὁ [LXX] abuser of power (n.)
συκοφαντία, -ας, ἡ [LXX] abuse of power (n.)
συκών, -ῶνος, ὁ fig grove (n.)
* συλαγωγέω (σύλη, not συν-) to take captive (v.)
συλάω to loot (v.)
συλλαλέω to converse (v.)
* συλλαμβάνω to seizing (v.)
συλλέγω to gather (v.)
συλλογίζομαι to conclude (v.)
συλλυπέω to share in grief (v.)
συμβαίνω to happen (v.)
συμβάλλω to concur together (v.)
συμβασιλεύω to co-rule (v.)
συμβιβάζω to piece together (v.)
συμβουλεύω to council (v.)
συμβούλιον, -ου, τό council (n.)
σύμβουλος, -ου, ὁ counselor (n.)
Συμεών, ὁ Symeon/Simeon (n.) [Person]
συμμαθητής, -οῦ, ὁ co-disciple (n.)
συμμαρτυρέω to testify with (v.)
συμμερίζω to division-of-shares (v.)
συμμέτοχος -ον co-partaker (adj.)
σύμμικτος -ον [LXX] ??? (adj.)
συμμιμητής, -οῦ, ὁ co-imitator (n.)
συμμορφίζω to cause to be similar in form (v.)
σύμμορφος -ον similar in form (adj.)
συμμορφόω to take on same form (v.)
συμπαθέστερος -α -ον [LXX] more sympathetic (adj.)
συμπαθέω to sympathize (v.)
συμπαθής -ές sympathetic (adj.)
συμπαραγίνομαι to stand with/by (v.)
συμπαρακαλέω to mutually encourage (v.)
συμπαραλαμβάνω to take along/ get involved with (v.)
συμπαραμένω to stay with to help (v.)
συμπάρειμι[1] fr. εἰμί[1] to stand by (v.)
συμπαρίστημι [LXX] to stand beside (v.)
συμπάσχω to suffer likewise (v.)
συμπατέω [LXX] to to tread together trample under foot (v.)
συμπέμπω to send together with (v.)
συμπεραίνω [LXX] to to accomplish jointly (v.)
συμπεριλαμβάνω to gather together (v.)
συμπίνω to drink with (v.)
συμπίπτω to collapse (v.)
συμπλέκω [LXX] to ??? (v.)
συμπληρόω to to fill up (v.)
συμπνίγω to smother (v.)
συμπολίτης, -ου, ὁ fellow-citizen (n.)
συμπορεύομαι to come together (v.)
συμπόσιον, -ου, τό feast (n.)
συμπρεσβύτερος, -ου, ὁ co-elder (n.)
συμφέρω to be advantageous (v.)
σύμφημι to concede (v.)
σύμφορος -ον expedient (adj.)
συμφυλέτης, -ου, ὁ co-tribesman (n.)
σύμφυτος -ον planted together (adj.)
συμφύω to grow together (v.)
συμφωνέω to agree (v.)
συμφώνησις, -εως, ἡ agreement (n.)
συμφωνία, -ας, ἡ music (n.)
σύμφωνος -ον harmonious (adj.)
συμψηφίζω to add (v.)
σύμψυχος -ον united in soul (adj.)
σύν together with/including (+dat) (prep.)
συνάγω to gather/assemble (v.)
συναγωγή, -ῆς, ἡ gathering (n.)
συναγωνίζομαι to struggle together (v.)
συναθλέω to struggle alongside (v.)
συναθροίζω to gather together (v.)
συναινέω [LXX] to to join in praising; to consent (v.)
συναίρω to to raise up (v.)
συναιχμάλωτος, -ου, ὁ co-prisoner (n.)
συνακολουθέω to follow with (v.)
συναλίζω to ??? (v.)
συναλλάσσω to accomodate (v.)
συναναβαίνω to came up with (v.)
συνανάκειμαι to sit-together (v.)
συναναμείγνυμι (s. -μίγνυμι) to mix/associate (v.)
συναναμίγνυμι/-μείγνυμι to mix/associate (v.)
συναναπαύομαι to rest together (v.)
συναντάω to meet (v.)
συναντή, -ῆς, ἡ [LXX] meeting (n.)
συνάντημα, -ατος, τό [LXX] thing that happens (n.)
συνάντησις, -εως, ἡ meeting (n.)
συναντιλαμβάνομαι to assist (v.)
συναπάγω to to lead-away-together (v.)
συναποθνῄσκω to die together (v.)
συναποκρύπτω [LXX] to join in concealing conceal together (v.)
συναπόλλυμι to annihilate with (v.)
συναποστέλλω to to despatch together with (v.)
συναρμολογέω to fit together (v.)
συναρπάζω to seize/carry away (v.)
συναυξάνω to grow together (v.)
σύνδεσμον, -ου, τό (s. -μος) bond (n.)
σύνδεσμος, -ου, ὁ and -μον, -ου, τό bond (n.)
συνδέω to bound with (v.)
συνδοξάζω to glorify together (v.)
σύνδουλος, -ου, ὁ co-slave (n.)
συνδρομή, -ῆς, ἡ running together (n.)
συνεγείρω to rise together (v.)
συνέδριον, -ου, τό sanhedrin (n.)
συνείδησις, -εως, ἡ conscience (n.)
συνεῖδον (s. συνοράω) to comprehend (v.)
συνείδω (s. συνοράω and σύνοιδα) to comprehend (v.)
σύνειμι[1] fr. εἰμί[1] to be together with (v.)
σύνειμι[2] fr. εἶμι[2] to be together (v.)
συνεισέρχομαι to enter (v.)
συνέκδημος, -ου, ὁ travel companion (n.)
συνεκλεκτός -ή -όν together,chosen (adj.)
συνεκτρίβω [LXX] to destroy utterly together (v.)
συνελαύνω to force (v.)
συνεπιμαρτυρέω to testify together (v.)
συνεπιτίθημι to attack together (v.)
συνέπομαι to ??? (v.)
συνεργέω to assist (v.)
συνεργός -όν coworker (adj.)
συνέρχομαι to come together (v.)
συνεσθίω to eat together (v.)
* σύνεσις, -εως, ἡ insight/discernment (n.)
συνετίζω [LXX] to bring-to-awareness (v.)
συνετός -ή -όν insightful/discerning (adj.)
συνετώτερος -α -ον [LXX] more insightful/discerning (adj.)
συνευδοκέω to concur with (v.)
συνευωχέομαι to feast together (v.)
συνεφίστημι to to set on the watch together make attentive (v.)
συνέχω to constrain (v.)
συνήδομαι to rejoice with/sympathize (v.)
συνήθεια, -ας, ἡ compatibility (n.)
συνηλικιώτης, -ου, ὁ contemporary (n.)
συνθάπτω to buried together (v.)
συνθλάω to crush (v.)
συνθλίβω to press upon (v.)
συνθρύπτω to ??? (v.)
συνίημι to understand (v.)
συνιστάνω/-ιστάω (by-form of συνίστημι) to commend (v.)
συνίστημι to stand with (v.)
συνίστωρ -ορ [LXX] privy (adj.)
συννοέω [LXX] to to meditate or reflect upon a thing (v.)
συνοδεύω to travel together (v.)
συνοδία, -ας, ἡ caravan (n.)
σύνοιδα to can testify (v.)
συνοικέω to live with (v.)
συνοικίζω [LXX] to to make to live with (v.)
συνοικοδομέω to build together (v.)
συνομιλέω to converse (v.)
συνομορέω to ??? (v.)
συνοράω a.k.a. συνεῖδον to comprehend (v.)
συνοχή, -ῆς, ἡ suppression (n.)
συντάσσω to arrange (v.)
συντέλεια, -ας, ἡ completion, end (n.)
συντελέω to finish/complete (v.)
συντέμνω to circumscribe (v.)
συντηρέω to save from destruction (v.)
συντίθημι to agree (v.)
συντόμως briefly (adv.)
συντρέχω to run with (v.)
συντρίβω to crush/shatter (v.)
σύντριμμα, -ατος, τό wound (n.)
σύντροφος -ον companion (adj.)
συντυγχάνω to meet (v.)
Συντύχη, -ης, ἡ Syntyche (n.)
συνυποκρίνομαι to be-hypocritical-with (v.)
συνυπουργέω to cooperate-with (v.)
συνυφαίνω [LXX] to ??? (v.)
συνωδίνω to travail together (v.)
συνωμοσία, -ας, ἡ conspiracy (n.)
Συράκουσαι, -ῶν, αἱ Syracuse (n.)
Συραφοινίκισσα, -ης, ἡ (s. Συρο-) Syrophoenician woman (n.)
Συρία, -ας, ἡ Syria (n.) [Place]
σύριγξ, -γγος, ἡ [LXX] pipe (n.)
συρίζω [LXX] to hiss (v.)
Σύρος, -ου, ὁ Syrian (n.)
Συροφοινίκισσα v.l. Συρα-, -ης, ἡ Syrophoenician woman (n.)
Συροφοίνιξ, -ικος, ὁ [EXTRA] Syrophoenician man (n.)
Σύρτις, -εως, ἡ Syrtis (n.)
σύρω to drag (v.)
συσπαράσσω to convulse (v.)
συσπάω [LXX] to contract (v.)
συσσείω [LXX] to ??? (v.)
σύσσημον, -ου, τό signal (n.)
συσσύρω [LXX] to ??? (v.)
σύσσωμος -ον belonging to the same body (adj.)
συστασιαστής, -οῦ, ὁ co-insurrectionist (n.)
σύστασις, -εως, ἡ [LXX] bring/stand,together (n.)
συστατικός -ή -όν of or for putting together, component (adj.)
συσταυρόω to crucified together with (v.)
συστέλλω to retract (v.)
συστενάζω to groan together (v.)
συστοιχέω to correspond to (v.)
συστρατιώτης, -ου, ὁ co-soldier (n.)
συστρέφω to gathered together (v.)
συστροφή, -ῆς, ἡ collection (n.)
συσχηματίζω to conform (v.)
Συχάρ, ἡ Sychar (n.)
Συχέμ, ὁ and ἡ Shechem (n.)
σφαγή, -ῆς, ἡ slaughter (n.)
σφάγιον, -ου, τό sacrifice (n.)
* σφάζω to slay (v.)
σφαιρωτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] ??? (n.)
σφήξ, -ηκός, ὁ [LXX] wasp (n.)
σφόδρα exceedingly (adv.)
σφοδρῶς excessively (adv.)
σφραγίζω to seal (v.)
σφραγίς, -ίδος, ἡ seal (n.)
σφυδρόν, -ου, τό ankle (n.)
σφυρόν, -οῦ, τό heal (n.)
σχεδόν nearly/well-nigh (adv.)
σχῆμα, -ατος, τό form (n.)
σχίδαξ, -ακος, ἡ [LXX] ??? (n.)
σχίζω to tear/torn (v.)
σχίσμα, -ατος, τό rift (n.)
σχοινίον, -ου, τό cordage (n.)
σχολάζω to have leisure (v.)
σχολή, -ῆς, ἡ lecture hall (n.)
σῴζω to deliver/save (v.)
σῶμα, -ατος, τό body (n.)
σωματικός -ή -όν corporeal (adj.)
σωματικῶς corporeally (adv.)
σωματοφύλαξ, -ακος, ὁ [LXX] body guard (n.)
Σώπατρος, -ου, ὁ Sopater (n.)
σωρεύω to heap (v.)
Σωρηχ [LXX] Sorek (Heb./Aram.)
σωρηχ [LXX] choicest vine (Heb./Aram.)
σωρηχ[1] [LXX] choicest vine (Heb./Aram.)
Σωρηχ[2] [LXX] Sorek (Heb./Aram.)
Σωσθένης, -ους, ὁ Sosthenes (n.) [Person]
Σωσίπατρος, -ου, ὁ Sosipater (n.)
σωτήρ, -ῆρος, ὁ Savior (n.)
σωτηρία, -ας, ἡ salvation/deliverance (n.)
σωτήριος -ον saving (adj.)
σωφρονέω to be-sensible (v.)
σωφρονίζω to sensitize (v.)
σωφρονισμός, -οῦ, ὁ bringing/making come to their senses (n.)
σωφρόνως sensibly (adv.)
σωφροσύνη, -ης, ἡ good sense (n.)
σώφρων -ον sensible (adj.)