Ψ ψ
ψα- ψβ- ψγ- ψδ- ψε- ψζ- ψη- ψθ- ψι- ψκ- ψλ- ψμ- ψν- ψξ- ψο- ψπ- ψρ- ψς- ψτ- ψυ- ψφ- ψχ- ψψ- ψω-
Annotated entries are asterisked.
* ψάλλω
to make music (v.)
ψαλμός, -οῦ, ὁ psalm (n.)
ψευδάδελφος, -ου, ὁ false brother (n.)
ψευδαπόστολος, -ου, ὁ false apostle (n.)
ψευδής -ές false (adj.)
ψευδοδιδάσκαλος, -ου, ὁ false teacher (n.)
ψευδολογέω [LXX] to speak falsely (v.)
ψευδολόγος -ον false-worded/mendacious (adj.)
ψεύδομαι to lie (v.)
ψευδομαρτυρέω to bear false-witness (v.)
ψευδομαρτυρία, -ας, ἡ false witness (n.)
ψευδόμαρτυς, -υρος, ὁ false witness (n.)
ψευδοπροφήτης, -ου, ὁ false prophet (n.)
ψεῦδος, -ους, τό lie (n.)
ψευδόχριστος, -ου, ὁ false christ (n.)
ψευδώνυμος -ον pseudonymous (adj.)
ψεῦσμα, -ατος, τό falseness/errancy/lying (n.)
ψεύστης, -ου, ὁ liar (n.)
ψηλαφάω to feel (v.)
ψηφίζω to tally (v.)
ψῆφος, -ου, ἡ ballot (n.)
ψιθυρισμός, -οῦ, ὁ whisper (n.)
ψιθυριστής, -οῦ, ὁ whisperer (n.)
ψιχίον, -ου, τό crumb (n.)
ψυκτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] wine-cooler (n.)
ψυχή, -ῆς, ἡ soul-life (n.)
ψυχικός -ή -όν breath of life; psychical (adj.)
ψῦχος, -ους, τό cold weather (n.)
ψυχρός -ά -όν cool (adj.)
ψύχω to cool/chill (v.)
ψωμίζω to feed (v.)
ψωμίον, -ου, τό bread (n.)
ψώρα, -ας ἡ [LXX] itch (n.)
ψώχω to rubbing (v.)
ψαλμός, -οῦ, ὁ psalm (n.)
ψευδάδελφος, -ου, ὁ false brother (n.)
ψευδαπόστολος, -ου, ὁ false apostle (n.)
ψευδής -ές false (adj.)
ψευδοδιδάσκαλος, -ου, ὁ false teacher (n.)
ψευδολογέω [LXX] to speak falsely (v.)
ψευδολόγος -ον false-worded/mendacious (adj.)
ψεύδομαι to lie (v.)
ψευδομαρτυρέω to bear false-witness (v.)
ψευδομαρτυρία, -ας, ἡ false witness (n.)
ψευδόμαρτυς, -υρος, ὁ false witness (n.)
ψευδοπροφήτης, -ου, ὁ false prophet (n.)
ψεῦδος, -ους, τό lie (n.)
ψευδόχριστος, -ου, ὁ false christ (n.)
ψευδώνυμος -ον pseudonymous (adj.)
ψεῦσμα, -ατος, τό falseness/errancy/lying (n.)
ψεύστης, -ου, ὁ liar (n.)
ψηλαφάω to feel (v.)
ψηφίζω to tally (v.)
ψῆφος, -ου, ἡ ballot (n.)
ψιθυρισμός, -οῦ, ὁ whisper (n.)
ψιθυριστής, -οῦ, ὁ whisperer (n.)
ψιχίον, -ου, τό crumb (n.)
ψυκτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] wine-cooler (n.)
ψυχή, -ῆς, ἡ soul-life (n.)
ψυχικός -ή -όν breath of life; psychical (adj.)
ψῦχος, -ους, τό cold weather (n.)
ψυχρός -ά -όν cool (adj.)
ψύχω to cool/chill (v.)
ψωμίζω to feed (v.)
ψωμίον, -ου, τό bread (n.)
ψώρα, -ας ἡ [LXX] itch (n.)
ψώχω to rubbing (v.)