Ω ω
ωα- ωβ- ωγ- ωδ- ωε- ωζ- ωη- ωθ- ωι- ωκ- ωλ- ωμ- ων- ωξ- ωο- ωπ- ωρ- ως- ωτ- ωυ- ωφ- ωχ- ωψ- ωω-
Annotated entries are asterisked.
ὦ (s. εἰμί[1])
to be (v.)
ὦ[1], τό omega (n.)
ὦ[2] O! (interj.)
Ὠβήδ, ὁ (s. Ἰωβήδ) Obed (n.) [Person]
ὧδε here (adv.)
ᾠδή, -ῆς, ἡ ode (n.)
ὠδίν, -ῖνος, ἡ agony (n.)
ὠδίνω to travail (v.)
ὠθέω [LXX] to push (v.)
ὦμος, -ου, ὁ shoulder (n.)
Ων [LXX] On (n.)
ὤν (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ὠνέομαι to buy (v.)
ᾠόν, -οῦ, τό egg (n.)
Ωρ [LXX] Or (n.)
ὥρα, -ας, ἡ hour (n.)
ὡραῖος -α -ον beautiful (adj.)
ὠρύομαι to screaming (v.)
ὡς as/like (adv.)
Ωσαν [LXX] Osan (n.)
ὡσαννά Hosanna (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
ὡσαύτως likewise (adv.)
ὡσεί just-like
Ὡσηέ, ὁ Hosea (n.)
ὥσπερ just as
ὡσπερεί just as if
ὥστε so that (conj.)
ὠτάριον, -ου, τό ear (n.)
ὠτίον, -ου, τό ear (n.)
Ωφαζ [LXX] Uphaz (n.)
ὠφέλεια, -ας, ἡ benefit (n.)
ὠφελέω to profit (v.)
ὠφέλιμος -ον beneficial (adj.)
Ωφιρ [LXX] Ophir (n.)
Ωχαζαμ [LXX] Ochaia (n.)
ὤχρα, -ας ἡ [LXX] pale yellow (n.)
ὦ[1], τό omega (n.)
ὦ[2] O! (interj.)
Ὠβήδ, ὁ (s. Ἰωβήδ) Obed (n.) [Person]
ὧδε here (adv.)
ᾠδή, -ῆς, ἡ ode (n.)
ὠδίν, -ῖνος, ἡ agony (n.)
ὠδίνω to travail (v.)
ὠθέω [LXX] to push (v.)
ὦμος, -ου, ὁ shoulder (n.)
Ων [LXX] On (n.)
ὤν (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ὠνέομαι to buy (v.)
ᾠόν, -οῦ, τό egg (n.)
Ωρ [LXX] Or (n.)
ὥρα, -ας, ἡ hour (n.)
ὡραῖος -α -ον beautiful (adj.)
ὠρύομαι to screaming (v.)
ὡς as/like (adv.)
Ωσαν [LXX] Osan (n.)
ὡσαννά Hosanna (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
ὡσαύτως likewise (adv.)
ὡσεί just-like
Ὡσηέ, ὁ Hosea (n.)
ὥσπερ just as
ὡσπερεί just as if
ὥστε so that (conj.)
ὠτάριον, -ου, τό ear (n.)
ὠτίον, -ου, τό ear (n.)
Ωφαζ [LXX] Uphaz (n.)
ὠφέλεια, -ας, ἡ benefit (n.)
ὠφελέω to profit (v.)
ὠφέλιμος -ον beneficial (adj.)
Ωφιρ [LXX] Ophir (n.)
Ωχαζαμ [LXX] Ochaia (n.)
ὤχρα, -ας ἡ [LXX] pale yellow (n.)