Sign In | New Login | Edit Anonymously
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Γ γ

γα- γβ- γγ- γδ- γε- γζ- γη- γθ- γι- γκ- γλ- γμ- γν- γξ- γο- γπ- γρ- γς- γτ- γυ- γφ- γχ- γψ- γω-

Annotated entries are asterisked.

γʹ [LXX] 3 (Milesian Numeral) [Milesian Numeral]
Γαββαθά Gabbatha (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
Γαβριήλ, ὁ Gabriel (n.) [Person]
γάγγραινα, -ης, ἡ gangrene (n.)
Γάδ, ὁ Gad (n.) [Person]
Γαδαρηνός -ή -όν from Gadara (adj.)
γάζα[1], -ης, ἡ treasure (n.)
Γάζα[2], -ης, ἡ Gaza (n.) [Place]
γαζοφυλάκιον, -ου, τό treasury (n.)
γαζοφύλαξ, -ακος, ὁ [LXX] treasurer (n.)
Γάϊος, -ου, ὁ Gaius (n.) [Person]
γάλα, -ακτος, τό milk (n.)
Γαλάτης, -ου, ὁ Galatian (n.)
Γαλατία, -ας, ἡ Galatia (n.) [Place]
Γαλατικός -ή -όν Galatian (adj.)
γαλῆ, -ῆς, ἡ [LXX] weasel (n.)
γαλήνη, -ης, ἡ calm (n.)
Γαλιλαία, -ας, ἡ Galilee (n.) [Place]
Γαλιλαῖος -α -ον Galilean (adj.)
Γαλλίων, -ωνος, ὁ Gallio (n.) [Person]
Γαμαλιήλ, ὁ Gamaliel (n.) [Person]
γαμέω to marry (v.)
γαμίζω to marry off (v.)
γαμίσκω to ??? (v.)
γάμος, -ου, ὁ wedding celebration (n.)
γάρ for (conj.)
γαστήρ, -τρός, ἡ belly (n.)
γέ indeed
Γεδεών, ὁ Gideon (n.) [Person]
Γεδωρ [LXX] Gedor (n.)
γέεννα, -ης, ἡ Gehenna (n.) [Place]
Γεθσημανῆ (s. -νί) Gethsemane (n.) [Place]
Γεθσημανί v.l. -νῆ Gethsemane (n.) [Place]
γείτων, -ονος, ὁ and neighbor (n.)
γελάω to laugh (v.)
γέλως, -ωτος, ὁ laughter (n.)
γεμίζω to fill (v.)
γέμω to be full (v.)
γενεά, -ᾶς, ἡ generation (n.)
γενεαλογέω to genealogically trace (v.)
γενεαλογία, -ας, ἡ genealogy (n.)
γενέσια, -ίων, τά birthday (n.)
* γένεσις, -εως, ἡ γενεται (n.)
γενετή, -ῆς, ἡ birth (n.)
γένημα, -ατος, τό fruit (n.)
γεννάω to beget/birth (v.)
γέννημα, -ατος, τό progeny (n.)
Γεννησαρέτ, ἡ Gennesaret (n.) [Place]
γέννησις, -εως, ἡ birth (n.)
γεννητός -ή -όν born (adj.)
γένος, -ους, τό race (n.)
γέρας, -ως, τό [LXX] award (n.)
Γερασηνός -ή -όν from Gerasa (adj.)
Γεργεσηνός -ή -όν from Gergesa (adj.)
γερουσία, -ας, ἡ council of elders (n.)
γέρων, -οντος, ὁ old man (n.)
γεύομαι to taste (v.)
γεωμετρία, -ας ἡ [LXX] geometry (n.)
γεωμετρικός -ή -όν [LXX] geometrical (adj.)
γεωργέω to cultivate (v.)
γεώργιον, -ου, τό cultivated land (n.)
γεωργός, -οῦ, ὁ farmer (n.)
γῆ, -ῆς, ἡ earth/land (n.)
γῆρας, -ως and γῆρος, -ους, τό old age (n.)
γηράσκω to grow old (v.)
γῆρος, -ους, τό (s. γῆρας) old age (n.)
γίγνομαι (s. γίν-) [LXX] to become (v.)
γιγνώσκω (s. γιν-) [LXX] to know (v.)
γιμαλ [LXX] gimel (Heb.) [Hebrew-Aramaic]
γίνομαι/γίγν- to become (v.)
γινώσκω/γιγν- to know (v.)
γλαύξ, -αυκός, ἡ [LXX] little owl (n.)
γλεῦκος, -ους, τό sweet wine (n.)
γλυκύς -εῖα -ύ sweet (adj.)
γλυκύτερος -α -ον sweeter (adj.)
γλυφή, -ῆς, ἡ [LXX] ??? (n.)
γλῶσσα/γλῶττα, -ης, ἡ tongue (n.)
γλωσσόκομον, -ου, τό money box (n.)
γλῶττα, -ης, ἡ (s. γλῶσσα) [LXX] tongue (n.)
γναφεύς, -έως, ὁ cloth refiner (n.)
γνήσιος -α -ον legitimate (adj.)
γνησίως genuinely (adv.)
γνόφος, -ου, ὁ tempest/darkness (n.)
γνώμη, -ης, ἡ knowledge-based determination (n.)
γνωρίζω to make known (v.)
γνῶσις, -εως, ἡ knowledge (n.)
γνώστης, -ου, ὁ knower (n.)
γνωστός -ή -όν known (adj.)
γογγύζω to grumble (v.)
γογγυσμός, -οῦ, ὁ murmur (n.)
γογγυστής, -οῦ, ὁ grumbler (n.)
* γόης, -ητος, ὁ imposter (n.)
Γολγοθᾶ, ἡ Golgotha (n.) [Place]
* Γόμορρα, -ων, τά and -ας, ἡ Gomorrah (n.) [Place]
γόμος, -ου, ὁ freight (n.)
γονεύς, -έως, ὁ parent (n.)
γόνυ, γόνατος, τό knee (n.)
γονυπετέω to fall on knees (v.)
γράμμα, -ατος, τό letter (n.)
γραμματεύς, -έως, ὁ scribe (n.)
γραμματοεισαγωγεύς, -έως, ὁ [LXX] schoolmaster (n.)
γραπτός -ή -όν written (adj.)
γραφή, -ῆς, ἡ writing (n.)
γράφω to write (v.)
γραώδης -ες old-woman-like (adj.)
γρηγορέω to be vigilant (v.)
γρύψ, -υπός, ὁ [LXX] Vulture. (n.)
γυμνάζω to condition/train (v.)
γυμνασία, -ας, ἡ training (n.)
γυμνητεύω (s. γυμνι-) to be poorly clothed (v.)
γυμνιτεύω v.l. γυμνη- to be poorly clothed (v.)
γυμνός -ή -όν naked (adj.)
γυμνότερος -α -ον [LXX] more naked (adj.)
γυμνότης, -ητος, ἡ nakedness (n.)
γυναικάριον, -ου, τό foolish woman (n.)
γυναικεῖος -α -ον feminine (adj.)
γυνή, -αικος, ἡ woman/wife (n.)
γύψ, -υπός, ὁ [LXX] vulture (n.)
Γώγ, ὁ Gog (n.) [Place]
* γωνία, -ας, ἡ corner (n.)

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 03-Oct-2024 14:37:34 UTC

CATEGORIES

TEXTS

RESOURCES

ABOUT

The Kata Biblon Wiki Lexicon of the Greek New Testament is a publicly editable dictionary of the Greek New Testament and Septuagint.

www.katabiblon.com

OPTIONS



KEYMAP

abgdezhqiklm
αβγδεζηθικλμ
nxoprstufcyw
νξοπρστυφχψω
)(/\=|+'v@#*
᾿ ͺ¨ϝϛʹ%
Wildcard: %