Sign In | New Login | Edit Anonymously
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Π π

πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-

Annotated entries are asterisked.

παγιδεύω to entrap (v.)
παγίς, -ίδος, ἡ snare (n.)
πάγος, -ου, ὁ frost/rocky hill (n.)
πάθημα, -ατος, τό ordeal (n.)
παθητός -ή -όν one who has suffered: subject to passion (adj.)
πάθος, -ους, τό emotion, passion (n.)
παιδαγωγός, -οῦ, ὁ supervisor (n.)
παιδάριον, -ου, τό young-child/trainee (n.)
παιδεία, -ας, ἡ chastisement (n.)
παιδευτής, -οῦ, ὁ corrector (n.)
παιδεύω to chasten/correct/train (v.)
παιδιόθεν from childhood (adv.)
παιδίον, -ου, τό child (n.)
παιδίσκη, -ης, ἡ slave girl (n.)
παίζω to play (v.)
* παῖς, -αιδός, ὁ and child/servant (n.)
παίω to strike (v.)
πάλαι of old (adv.)
παλαιός -ά -όν old (adj.)
παλαιότερος -α -ον [LXX] older (adj.)
* παλαιότης, -ητος, ἡ oldness (n.)
παλαιόω to make old (v.)
πάλη, -ης, ἡ struggle (n.)
παλιγγενεσία, -ας, ἡ regeneration (n.)
πάλιν again (adv.)
παμπληθεί all at once (adv.)
πάμπολυς -πολλη -πολυ very large (adj.)
Παμφυλία, -ας, ἡ Pamphylia (n.) [Place]
πανδοχεῖον, -ου, τὁ inn (n.)
πανδοχεύς, -έως, ὁ innkeeper (n.)
πανήγυρις, -εως, ἡ festal gathering (n.)
πανθήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] panther (n.)
πανοικεί v.l. -κί with household/family (adv.)
πανοικί (s. -κεί) with household/family (adv.)
πανοπλία, -ας, ἡ panoply (n.)
πανουργία, -ας, ἡ sneakiness (n.)
πανοῦργος -ον sly (adj.)
πανουργότερος -α -ον [LXX] more sly (adj.)
πανταχῇ everywhere (adv.)
πανταχόθεν from everywhere (adv.)
πανταχοῦ everywhere (adv.)
παντελής -ές complete (adj.)
πάντῃ everywhere/in every way (adv.)
πάντοθεν from everywhere (adv.)
παντοκράτωρ, -ορος, ὁ All-Powerful (n.)
πάντοτε always (adv.)
πάντως absolutely (adv.)
παρά frοm beside (+acc,+gen,+dat) (prep.)
παραβαίνω to transgress (v.)
παραβάλλω to throw beside/by (v.)
παράβασις, -εως, ἡ transgression (n.)
παραβάτης, -ου, ὁ transgressor (n.)
παραβιάζομαι to constrain (v.)
παραβιβάζω [LXX] to put away (v.)
παραβολεύομαι to risk (v.)
παραβολή, -ῆς, ἡ parable (n.)
παραβουλεύομαι to be careless (v.)
παραγγελία, -ας, ἡ instruct (n.)
παραγγέλλω to charge (v.)
παραγίνομαι to become-present (v.)
παράγω to pass/lead-by (v.)
παραδειγματίζω to make an example of (v.)
παράδεισος, -ου, ὁ paradise (n.)
παραδέχομαι to accept (v.)
παραδιατριβή, -ῆς, ἡ (s. διαπαρα-) wrangling (n.)
παραδίδωμι to hand over (v.)
παράδοξος -ον incredible (adj.)
παράδοξότατος -η -ον [LXX] more paradoxical (adj.)
παράδοσις, -εως, ἡ tradition (n.)
παραζηλόω to provoke-to-jealousy (v.)
παραθαλάσσιος -ία -ον beside the sea (adj.)
παραθεωρέω to overlook (v.)
παραθήκη, -ης, ἡ deposit (n.)
παραινέω to urge (v.)
παραιτέομαι to reject (v.)
παρακαθέζομαι to seat oneself or sit down beside another (v.)
παρακαθεύδω [LXX] to sleep next to (v.)
παρακάθημαι [LXX] to to be seated beside or near τινι Ar. Ra. 1492 Th. 6.13: abs. Pl. Cri. 43 (v.)
παρακαθίζω to sit down beside (v.)
παρακαθίστημι [LXX] to set down beside station or establish beside (v.)
παρακαλέω to entreat/comfort (v.)
παρακαλύπτω to cover (v.)
παρακαταθήκη, -ης, ἡ deposit (n.)
παρακατατίθημι [LXX] to Mid. to deposit one's own property with another (v.)
παράκειμαι to present/ at hand (v.)
παρακλείω [LXX] to to shut out exclude (v.)
παράκλησις, -εως, ἡ comfort (n.)
* παράκλητος, -ου, ὁ intercessor (n.)
παρακλήτωρ, -ορος, ὁ [LXX] comforter (n.)
παρακοή, -ῆς, ἡ disobedience (n.)
παρακολουθέω to fully follow (v.)
παρακούω to ignore (v.)
παρακύπτω to stoop beside (v.)
παραλαμβάνω to take-close-beside/receive (v.)
παραλέγομαι to sail/coast-along (v.)
παράλιος (-α) -ον seacoast (adj.)
παραλλαγή, -ῆς, ἡ variation (n.)
παραλογίζομαι to delude (v.)
παραλυτικός -ή -όν paralytic (adj.)
* παραλύω to paralyze (v.)
παραμένω to stay (v.)
παραμυθέομαι to comfort (v.)
παραμυθία, -ας, ἡ encouragement, exhortation (n.)
παραμύθιον, -ου, τό incentive (n.)
παραναγινώσκω [LXX] to read beside compare collate one document with another (v.)
παραναλίσκω [LXX] to to spend amiss to waste squander (v.)
παρανομέω/παρανομέω to be outside the law (v.)
παρανομία, -ας, ἡ lawlessness (n.)
παραπικραίνω to embitter (v.)
παραπικρασμός, -οῦ, ὁ embitterment (n.)
παραπίπτω to fall-away (v.)
παραπλέω to to sail by or past (v.)
παραπλήσιος -ία -ον similar (adj.)
παραπλησίως similarly (adv.)
παραπορεύομαι to go beside/ pass by (v.)
παράπτωμα, -ατος, τό transgression/trespass (n.)
παραρρέω to Drift on by (v.)
παράσημον, -ου, τό insignia (n.)
παράσημος -ον marked (adj.)
παρασκευάζω to prepare (v.)
παρασκευή, -ῆς, ἡ preparation (n.)
παραστήκω (derivation of -ίστημι) [LXX] to stand-here/close arrive (v.)
παρασυμβάλλω [LXX] to to be compared/ like (v.)
παρατάσσω [LXX] to mobilize (v.)
παρατείνω to stretch beside (v.)
παρατηρέω to watch closely (v.)
παρατήρησις, -εως, ἡ observation (n.)
παρατίθημι to commit (v.)
παρατυγχάνω to happen to be nearby (v.)
παραυτίκα momentary (adv.)
παραφέρω to move about (v.)
παραφρονέω to be delirious (v.)
παραφρονία, -ας, ἡ derangement (n.)
παραχειμάζω to winter at (v.)
παραχειμασία, -ας, ἡ wintering (n.)
παραχρῆμα immediately (adv.)
πάρδαλις, -εως, ἡ leopard (n.)
παρεδρεύω to attend upon/wait (v.)
πάρειμι[1] fr. εἰμί[1] to be present/near (v.)
πάρειμι[2] fr. εἶμι[2] [LXX] to pass by (v.)
παρεισάγω to bring in cause (from outside) (v.)
παρείσακτος -ον sneak in (adj.)
παρεισδύ(ν)ω to slip in (v.)
παρεισδύω (s. -δύ(ν)ω) to slip in (v.)
παρεισέρχομαι to go in-beside (v.)
παρεισφέρω to apply (v.)
παρεκτός even (adv.)
παρεμβάλλω to encamp (v.)
παρεμβολή, -ῆς, ἡ camp (n.)
παρεμπίπτω [LXX] to to fall in by the way creep or steal in (v.)
παρενοχλέω to cause difficulty (v.)
παρεξίστημι [LXX] to undergo-change (v.)
παρεπίδημος -ον stranger/emigrant (adj.)
παρέρχομαι to come/pass-beside (v.)
πάρεσις, -εως, ἡ letting go unpunished (n.)
παρέχω to provide (v.)
παρηγορία, -ας, ἡ comfort (n.)
παρθενία, -ας, ἡ virginity (n.)
παρθένιος -ία -ον [LXX] virgin (adj.)
παρθένος, -ου, ἡ virgin (n.)
Πάρθοι, -ων, οἱ Parthians (n.)
παρίημι to have nothing to do with (v.)
παριστάνω/-ιστάω (by-form of παρίστημι) to stand/place by (v.)
παρίστημι to stand-with/beside (v.)
Παρμενᾶς, -ᾶ, ὁ Parmenas (n.) [Person]
πάροδος, -ου, ἡ passage (n.)
παροικέω to sojourn/dwell by (v.)
παροικία, -ας, ἡ sojourn (n.)
πάροικος -ον sojourner (adj.)
παροιμία, -ας, ἡ proverb (n.)
πάροινος -ον drunken (adj.)
παροίχομαι to gone by (v.)
παρομοιάζω to resemble (v.)
παρόμοιος (-α) -ον resembling (adj.)
παροξύνω to provoke (v.)
παροξυσμός, -οῦ, ὁ outburst (n.)
παροργίζω to provoke or anger. (v.)
παροργισμός, -οῦ, ὁ anger (n.)
παροτρύνω to incite (v.)
παρουσία, -ας, ἡ arrival (n.)
παροψίς, -ίδος, ἡ plate (n.)
παρρησία, -ας, ἡ boldness (n.)
παρρησιάζομαι to speak freely (v.)
πᾶς πᾶσα πᾶν each, every (adj.)
πάσσαλος, -ου, ὁ [LXX] pin (n.)
πάσσω [LXX] to sprinkle (v.)
πάσχα, τό passover (n.)
πάσχω to suffer (v.)
Πάταρα, -ων, τά Patara (n.) [Place]
πατάσσω to smite (v.)
πατέω to stomp/walk (v.)
πατήρ, -τρός, ὁ father (n.)
* Πάτμος, -ου, ὁ Patmos (n.)
πατριά, -ᾶς, ἡ patrilineage (n.)
πατριάρχης, -ου, ὁ patriarch (n.)
πατρικός -ή -όν paternal (adj.)
πατρίς, -ίδος, ἡ fatherland (n.)
Πατροβᾶς, -ᾶ, ὁ Patrobos (n.) [Person]
πατρολῴας, -ου, ὁ father-beater (n.)
πατροπαράδοτος -ον inherited (adj.)
πατρῷος -α -ον paternal (adj.)
Παῦλος, -ου, ὁ Paul (n.) [Person]
παύω to cease (v.)
Πάφος, -ου, ἡ Paphos (n.)
παχύνω to grow thick (v.)
παχύς -εῖα -ύ [LXX] stout (adj.)
παχύτερος -α -ον [LXX] stouter (adj.)
πέδη, -ης, ἡ shackle (n.)
πεδινός -ή -όν level (adj.)
πεδίον, -ου, τό [LXX] field (n.)
πεζεύω to travel by land (v.)
πεζῇ by land (adv.)
πεζός -ή -όν going by land (adj.)
πειθαρχέω to obey authority (v.)
πειθός -ή -όν persuasive (adj.)
πείθω to persuade/influence/convince (v.)
πεινάω to hunger (v.)
πεῖρα, -ας, ἡ trial/experience/ordeal (n.)
πειράζω to try (v.)
πειρασμός, -οῦ, ὁ test (n.)
πειράω to try/attempt (v.)
πεισμονή, -ῆς, ἡ persuasiveness (n.)
πέλαγος, -ους, τό depth (n.)
πελεκάν, -ᾶνος, ὁ [LXX] pelican (n.)
πελεκίζω to ??? (v.)
πέλυξ, -υκος, ὁ [LXX] axe (n.)
πέμπτος -η -ον fifth (adj.)
πέμπω to send (v.)
* πένης, -ητος, ὁ poor person (n.)
πενθερά, -ᾶς, ἡ mother-in-law (n.)
πενθερός, -οῦ, ὁ father-in-law (n.)
* πενθέω to grieve (v.)
* πένθος, -ους, τό grief (n.)
πενιχρός -ά -όν poor (adj.)
πεντάκις five times (adj.)
πεντακισχίλιοι -αι -α five thousand (adj.)
πεντακόσιοι -αι -α five hundred (adj.)
πενταπλασίως [LXX] fivefold-ly (adv.)
πενταπλόος -έα -ον (s.πενταπλοῦς) [LXX] fivefold (adj.)
πενταπλοῦς -ῆ -οῦν a.k.a. πενταπλόος [LXX] fivefold (adj.)
πέντε five (adj.)
πεντεκαίδεκα (s. δεκαπέντε) [LXX] fifteen (adj.)
πεντεκαιδέκατος -η -ον fifteenth (adj.)
πεντεκαιεικοσαετής -ές [LXX] of a twenty-five-year period (adj.)
πεντήκοντα fifty (adj.)
πεντηκοστή, -ῆς, ἡ Pentecost (n.)
πεντηκοστός -ή -όν fiftieth (adj.)
πεποίθησις, -εως, ἡ conviction (n.)
πέρα [LXX] beyond (adv.)
περαίνω [LXX] to reach the end (v.)
περαιτέρω further (adv.)
πέραν across (adv.)
πέρας, -ατος, τό boundary (n.)
Πέργαμον, -ου, τό (s. -μος) Pergamus/Pergamum (n.)
Πέργαμος, -ου, ἡ or -μον, -ου, τό Pergamus/Pergamum (n.)
Πέργη, -ης, ἡ Perga (n.)
πέρδιξ, -ικος, ἡ [LXX] partridge (n.)
περί about (+acc,+gen) (prep.)
περιάγω to lead around (v.)
περιαιρέω to taking off (v.)
περιάπτω to hung round one: as Subst. (v.)
περιαστράπτω to flash-around (v.)
περιβάλλω to adorn with (v.)
περιβλέπω to look around (v.)
περιβόλαιον, -ου, τό covering (n.)
περιγίνομαι [LXX] to to be superior to others to prevail over overcome excel c. gen. (v.)
περιδέω to bind around (v.)
περιδύω [LXX] to to pull off from round strip off (v.)
περιεκτικώτατος -η -ον [LXX] grasping; containing (adj.)
περιεργάζομαι to meddle (v.)
περίεργος -ον meddling (adj.)
περιέρχομαι to come-around (v.)
περιέχω to contained (v.)
περιζώννυμι/-ζωννύω to gird round (v.)
περιζωννύω (s. -ζώννυμι) to gird round (v.)
περίθεσις, -εως, ἡ putting on (n.)
περιΐστημι to stand around (v.)
περικάθαρμα, -ατος, τό dirt (n.)
περικαθίζω [LXX] to cause to sit over (v.)
περικαλύπτω to coat (v.)
περίκειμαι to encompass (v.)
περικεφαλαία, -ας, ἡ helmet (n.)
περικλάω [LXX] to bend (v.)
περικρατής -ές overpowering (adj.)
περικρύβω a.k.a. -κρύπτω to entirely conceal (v.)
περικρύπτω (s. -κρύβω) to entirely conceal (v.)
περικυκλόω to surround (v.)
περιλάμπω to shine around (v.)
περιλείπομαι to leave-behind-all-around (v.)
περίλυπος -ον dismayed (adj.)
περιμένω to await for (v.)
πέριξ all around (adv.)
περιξύω [LXX] to ??? (v.)
περιοικέω to dwell near (v.)
περιοικοδομέω [LXX] to ??? (v.)
περίοικος -ον dwelling round (adj.)
περιούσιος -ον possessed (adj.)
περιοχή, -ῆς, ἡ inclusion (n.)
περιπατέω to walk [carry/conduct yourself] (v.)
περίπατος, -ου, ὁ [LXX] walk (n.)
περιπείρω to entangled (v.)
περιπίπτω to encounter (v.)
περιπλέκω [LXX] to ??? (v.)
περιποιέω to procure (v.)
περιποίησις, -εως, ἡ possession (n.)
περιρήγνυμι (s. -ρρήγνυμι) to tear off (v.)
περιρρήγνυμι/-ρήγνυμι to tear off (v.)
περιρρήσσω (s. -ρρήγνυμι) to tear off (v.)
περισπάω to distract/divert (v.)
περισσεία, -ας, ἡ abundance (n.)
περίσσευμα, -ατος, τό superabundant (n.)
* περισσεύω to make abound (v.)
περισσός -ή -όν excessive (adj.)
περισσότερον much more (adv.)
περισσότερος -τέρα -ον more exceptional (adj.)
περισσοτέρως exceedingly (adv.)
περισσῶς all the more (adv.)
* περιστερά, -ας, ἡ pigeon (n.)
περισύρω [LXX] to drag about (v.)
περιτειχίζω [LXX] to fortify (v.)
περιτέμνω to circumcise (v.)
περιτίθημι to place around (v.)
περιτομή, -ῆς, ἡ circumcision (n.)
περιτρέπω to turn (v.)
περιτρέχω to run round (v.)
περιφέρω to carry about (v.)
περιφρονέω to contemn (v.)
περίφρων -ον [LXX] thoughtful (adj.)
περιχαλάω [LXX] to ??? (v.)
περιχαρακόω [LXX] to ??? (v.)
περιχέω [LXX] to to pour round (v.)
περίχωρος -ον neighboring (adj.)
περίψημα, -ατος, τό off-scouring (n.)
περπερεύομαι to brag (v.)
Περσίς, -ίδος, ἡ Persis (n.)
πέρυσι year ago (adv.)
πέταμαι (s. πέτομαι) to fly (v.)
πετάννυμι [LXX] to spread (v.)
πέταομαι (s. πέτομαι) to fly (v.)
πετεινόν, -οῦ, τό flying creature (n.)
πετεινός -ή -όν [LXX] flying (adj.)
πέτομαι/πέταμαι to fly (v.)
πέτρα, -ας, ἡ rock (n.)
Πέτρος, -ου, ὁ Peter (n.) [Person]
πετρώδης -ες rock-like (adj.)
πήγανον, -ου, τό rue (n.)
πηγή, -ῆς, ἡ spring (n.)
πήγνυμι to pitch (v.)
πηδάλιον, -ου, τό rudder (n.)
πηδαλιοῦχος, -ου, ὁ [LXX] steerman (n.)
πηδάω [LXX] to leap (v.)
πηλίκος -η -ον magnitude (pron.) [Pronoun]
πηλός, -οῦ, ὁ clay (n.)
πήρα, -ας, ἡ pouch (n.)
* πῆχυς, -εως and -εος, ὁ cubit (n.)
πιάζω to capture (v.)
πιέζω to squeeze (v.)
πιθανολογία, -ας, ἡ persuasive-speech (n.)
πίθηκος, -ου, ὁ [LXX] ape/monkey (n.)
πικραίνω to make bitter (v.)
πικρία, -ας, ἡ bitterness (n.)
πικρός -ά -όν bitter (adj.)
πικρότερος -α -ον [LXX] more bitter (adj.)
πικρῶς bitterly (adv.)
Πιλᾶτος, -ου, ὁ Pilate (n.) [Person]
πίμπλημι to fill to capacity (v.)
πίμπρημι to ??? (v.)
πινακίδιον, -ου, τό tablet (n.)
πίναξ, -ακος, ὁ board (n.)
πίνω to drink (v.)
πιότης, -ητος, ἡ fatness (n.)
πιπράσκω to sell (v.)
πίπτω to fall (v.)
Πισιδία, -ας, ἡ Pisidia (n.)
πιστεύω to believe (v.)
πιστικός -ή -όν genuine (adj.)
* πίστις, -εως, ἡ faith/faithfulness (n.)
πιστός -ή -όν faithful (adj.)
πιστότερος -α -ον [LXX] more believing (adj.)
πιστόω to act-with-faith/assurance (v.)
πίων -ον [LXX] fat (adj.)
πλανάω to wander/stray (v.)
πλάνη, -ης, ἡ misstep (n.)
πλανήτης, -ου, ὁ wanderer (n.)
πλάνος -ον leading astray/deceitful (adj.)
πλάξ, -ακός, ἡ slab (n.)
πλάσμα, -ατος, τό formed thing, image, figure (n.)
πλάσσω to mold (v.)
πλάστιγξ, -γγος, ἡ [LXX] ??? (n.)
πλαστός -ή -όν hypothetical (adj.)
πλατεῖα, -ας, ἡ street (n.)
πλάτος, -ους, τό width (n.)
πλατύνω to enlarge (v.)
πλατύς -εῖα -ύ wide (adj.)
πλέγμα, -ατος, τό braided hair (n.)
πλεῖστος -η -ον most (adj.)
πλείων -ον and πλέων -ον more (adj.)
πλέκω to braid (v.)
πλεονάζω to increase/make more (v.)
πλεονεκτέω to exploit (v.)
πλεονέκτης, -ου, ὁ exploiter (n.)
πλεονεξία, -ας, ἡ greed/covetousness (n.)
πλευρά, -ᾶς, ἡ rib (n.)
πλέω to sail (v.)
πλέων -ον a.k.a. πλέον (s. πλείων) more (adj.)
πληγή, -ῆς, ἡ stripe/ wound (n.)
πλῆθος, -ους, τό multitude (n.)
πληθύνω to increase/multiply (v.)
πληθύω [LXX] to to be or become full (v.)
πλήθω [LXX] to ??? (v.)
πλήκτης, -ου, ὁ violent (n.)
πλημμέλεια, -ας, ἡ [LXX] trespass (n.)
πλημμελέω [LXX] to trespass (v.)
πλημμέλημα, -ατος, τό [LXX] fault/trespass (n.)
πλημμελής -ές [LXX] off-key/out-of-tune (adj.)
πλημμέλησις, -εως, ἡ [LXX] trespassing, sinning (n.)
πλήμμυρα, -ης, ἡ flood (n.)
πλήν except/only (adv.)
πλήρης -ες full (adj.)
πληροφορέω to fully assured (v.)
πληροφορία, -ας, ἡ Assurance (n.)
πληρόω to fill (v.)
πλήρωμα, -ατος, τό fullness (n.)
πλησιάζω [LXX] to bring near (v.)
πλησιέστερον [LXX] more near (adv.)
πλησίον neighbor (adv.)
πλήσιος -α -ον [LXX] near (adj.)
πλησμονή, -ῆς, ἡ satiety (n.)
πλήσσω to strike (v.)
πλοιάριον, -ου, τό small boat (n.)
πλοῖον, -ου, τό ship (n.)
πλοῦς, πλοός, ὁ voyage (n.)
πλούσιος -ία -ον abundant (adj.)
πλουσίως abundant, wealthy (adv.)
πλουσιώτερος -α -ον [LXX] ??? (adj.)
πλουτέω to enrich (v.)
πλουτίζω to make abundant (v.)
πλοῦτος, -ου, ὁ and -ους, τό wealth/abundance (n.)
πλύνω to wash (v.)
πνεῦμα, -ατος, τό spirit (n.)
πνευματικός -ή -όν spiritual/incorporeal (adj.)
πνευματικῶς spiritually (adv.)
πνέω to blow (v.)
πνιγμός, -οῦ, ὁ [LXX] suffocation (n.)
* πνίγω to suffocate/choke/drown (v.)
* πνικτός -ή -όν smothered/suffocated (adj.)
πνοή, -ῆς, ἡ gust/breath (n.)
ποδήρης -ες reaching to the feet (adj.)
ποδιστήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] foot-bath (n.)
πόθεν whence (adv.)
ποιέω to do/make (v.)
ποίημα, -ατος, τό work (n.)
ποίησις, -εως, ἡ doing/making (n.)
ποιητής, -οῦ, ὁ doer/maker (n.)
ποικιλία, -ας ἡ [LXX] embroidery (n.)
ποίκιλμα, -ατος, τό [LXX] embroidery (n.)
ποικίλος -η -ον various (adj.)
ποικιλτής, -οῦ, ὁ [LXX] embroiderer (n.)
ποικιλτικός -ή -όν [LXX] skillful in embroidery (adj.)
ποικιλτός -ή -όν [LXX] embroidered (adj.)
ποικίλως [LXX] variously (adv.)
ποιμαίνω to shepherd (v.)
ποιμήν, -ένος, ὁ shepherd (n.)
ποίμνη, -ης, ἡ flock (n.)
ποίμνιον, -ου, τό flock (n.)
ποῖος -α -ον what-kind (pron.) [Pronoun]
πολεμέω to wage war (v.)
πόλεμος, -ου, ὁ war (n.)
πολεμόω [LXX] to provoke to war against (v.)
πόλις, -εως, ἡ city (n.)
πόλισ-ασεδεκ, ἡ [LXX] City of Asedec (n.)
πολιτάρχης, -ου, ὁ magistrate (n.)
πολιτεία, -ας, ἡ polity (n.)
πολίτευμα, -ατος, τό citizenship (n.)
πολιτεύομαι to conduct life live (v.)
πολίτης, -ου, ὁ citizen (n.)
πολλάκις many times (adj.)
πολλαπλάσιος -α -ον (s. πολυ-) [LXX] manifold (adj.)
πολλαπλασίων -ον manifold (adj.)
πολυλογία, -ας, ἡ wordiness (n.)
πολυμερῶς Fragmentarily (adv.)
πολυπλασιάζω [LXX] to ??? (v.)
πολυπλάσιος -α -ον [LXX] manifold (adj.)
πολυπληθέω [LXX] to abound with many (v.)
πολύπλοκος -ον [LXX] ??? (adj.)
πολυποίκιλος -ον manifold (adj.)
* πολύς πολλή πολύ much (adj.)
πολύσπλαγχνος -ον much-feeling (adj.)
πολυτελής -ές expensive (adj.)
πολύτιμος -ον very precious (adj.)
πολυτιμότερος -α -ον highly-priced (adj.)
πολυτρόπως variously (adv.)
πόμα, -ατος, τό drink (n.)
πονηρεύομαι [LXX] to do-evil (v.)
πονηρία, -ας, ἡ cunning (n.)
πονηρός -ά -όν evil, wicked (adj.)
πονηρότατος -η -ον [LXX] most wicked (adj.)
πονηρότερος -α -ον more artful (adj.)
πόνος, -ου, ὁ pain (n.)
Ποντικός -ή -όν from Pontus (adj.)
Πόντιος, -ου, ὁ Pontius (n.)
Πόντος, -ου, ὁ Pontus (n.) [Place]
Πόπλιος, -ου, ὁ Publius (n.) [Place]
πορεία, -ας, ἡ going (n.)
* πορεύω to go (v.)
πορθέω to destroy (v.)
πορισμός, -οῦ, ὁ means of gain (n.)
Πόρκιος, -ου, ὁ Porcius (n.)
πορνεία, -ας, ἡ promiscuity (n.)
πορνεύω to fornicate (v.)
πόρνη, -ης, ἡ prostitute (female) (n.)
* πόρνος, -ου, ὁ promiscuous person (n.)
πόρρω far off (adv.)
πόρρωθεν from afar (adv.)
πορρώτερον v.l. -τέρω farther (adv.)
πορρωτέρω s. -τερον farther (adv.)
πορφύρα, -ας, ἡ purple (n.)
πορφύρεος -έα -ον (s. πορφυροῦς) purple (adj.)
πορφυρίων, -ωνος, ὁ [LXX] purple swamp-hen (n.)
πορφυρόπωλις, -ιδος, ἡ purple-dealer (n.)
πορφυροῦς -ᾶ -οῦν a.k.a. πορφύρεος purple (adj.)
ποσάκις how many times (adj.)
πόσις, -εως, ἡ drink (n.)
πόσος -η -ον how much (pron.) [Pronoun]
ποταμός, -οῦ, ὁ river (n.)
ποταμοφόρητος -ον washed away (adj.)
ποταπός -ή -όν what kind (pron.) [Pronoun]
πότε[1] when? (adv.)
ποτέ[2] once/when
πότερος -α -ον whether (pron.) [Pronoun]
ποτήριον, -ου, τό cup (n.)
ποτίζω to water/give to drink (v.)
Ποτίολοι, -ων, οἱ Puteoli (n.) [Place]
ποτόν, -οῦ, τό [EXTRA] drinking-party (n.)
πότος, -ου, ὁ drinking party (n.)
ποῦ[1] where (adv.)
πού[2] somewhere (adv.)
Πούδης, -εντος, τό Pudens (n.) [Person]
πούς, ποδός, ὁ foot (n.)
πρᾶγμα, -ατος, τό matter (n.)
πραγματεία, -ας, ἡ practical matter (n.)
πραγματεύομαι to do business (v.)
πραιτώριον, -ου, τό praetorium (n.)
πράκτωρ, -ορος, ὁ punisher (n.)
πρᾶξις, -εως, ἡ doing (n.)
* πρᾶος v.l. πρᾷος -ον (s. πραΰς) meek/tame (adj.)
πραότης v.l. πρᾳότης, -ητος, ἡ (s. πραΰτης) gentleness (n.)
πρασιά, -ᾶς, ἡ group by group (n.)
πράσσω/πράττω to do (v.)
πράττω (s. πράσσω) to do (v.)
πραϋπαθία, -ας, ἡ gentleness (n.)
* πραΰς v.l. πρᾳΰς πραεῖα πραΰ, gen. sg. πραέος and πραέως, and πρᾶος v.l. πρᾷος -ον meek/tame (adj.)
πραΰτης v.l. πρᾳΰτης and πραότης v.l. πρᾳότης, -ητος, ἡ gentleness (n.)
πρέπω to befit (v.)
πρεσβεία, -ας, ἡ seniority/delegation (n.)
πρεσβεύω to to be an elder (v.)
πρεσβυτέριον, -ου, τό elders (n.)
πρεσβύτερος -α -ον elder (adj.)
πρεσβύτης, -ου, ὁ old/aged man (n.)
πρεσβῦτις, -ιδος, ἡ old/aged woman (n.)
πρήθω [LXX] to swell (v.)
πρηνής -ές prostrate? (adj.)
πρίζω to saw (v.)
πρίν before (adv.)
Πρίσκα, -ης, ἡ Prisca (n.) [Person]
Πρίσκιλλα, -ης, ἡ Priscilla (n.) [Person]
πρό before (+gen) (prep.)
προάγω to precede (v.)
προαιρέω to purpose (v.)
προαιτιάομαι to charge previously (v.)
προακούω to hear already (v.)
προαμαρτάνω to sin beforehand (v.)
προαύλιον, -ου, τό forecourt (n.)
προβαίνω to Advance (v.)
προβάλλω to put forth (v.)
προβατικός -ή -όν of sheep (adj.)
πρόβατον, -ου, τό sheep (n.)
προβιβάζω to indoctrinate (v.)
προβλέπω to foresee (v.)
προγίνομαι to happen earlier (v.)
προγινώσκω to know beforehand (v.)
πρόγνωσις, -εως, ἡ foreknowledge (n.)
πρόγονος -ον fore-born (adj.)
προγράφω to write-before (v.)
πρόδηλος -ον open beforehand (adj.)
προδίδωμι to give beforehand pay in advance (v.)
προδότης, -ου, ὁ traitor/betrayer/deserter (n.)
πρόδρομος -ον running ahead (adj.)
* προείδω (s. προοράω) to foresee (v.)
πρόειμι[1] fr. εἰμί[1] to ??? (v.)
πρόειμι[2] fr. εἶμι[2] [LXX] to ??? (v.)
προελπίζω to hope before (v.)
προενάρχομαι to begin-before (v.)
προεπαγγέλλω to fore-promise (v.)
προέρχομαι to come-forth/advance (v.)
προετοιμάζω to made-ready-in-advance (v.)
προευαγγελίζομαι to declare beforehand (v.)
προέχω to hold before/surpass (v.)
προηγέομαι to prefer (v.)
προθερίζω [LXX] to reap first (v.)
πρόθεσις, -εως, ἡ pre-arrangement (n.)
προθεσμία, -ας, ἡ preappointed (n.)
προθυμία, -ας, ἡ eagerness/propensity (n.)
πρόθυμος -ον dispositioned/predisposed (adj.)
προθυμότερος -α -ον [LXX] more eager (adj.)
προθύμως with propensity (adv.)
προΐημι to ??? (v.)
πρόϊμος v.l. πρώϊ- -ον early (adj.)
προΐστημι to preside/govern (v.)
προκαθίζω [LXX] to sit in public sit in state; set as guards (v.)
προκαλέω to challenge (v.)
προκαταγγέλλω to declare beforehand (v.)
προκαταρτίζω to prearrange (v.)
προκατασκευάζω [LXX] to prepare beforehand (v.)
πρόκειμαι to set-forth (v.)
προκηρύσσω to proclaim beforehand (v.)
προκοπή, -ῆς, ἡ progress (n.)
προκόπτω to advance (v.)
πρόκριμα, -ατος, τό prejudgement (n.)
προκυρόω to ratify beforehand (v.)
προλαμβάνω to take beforehand (v.)
προλέγω to proclaim (v.)
προμαρτύρομαι to testify beforehand (v.)
προμελετάω to prepare (v.)
προμεριμνάω to worry beforehand (v.)
προνοέω to provide (v.)
πρόνοια, -ας, ἡ provision (n.)
πρόοιδα to know beforehand (v.)
* προοράω to foresee (v.)
προορίζω to foreordain (v.)
προπάσχω to suffer previously (v.)
προπάτωρ, -ορος, ὁ forefather (n.)
προπέμπω to send (v.)
προπετής -ές falling forward (adj.)
προπίπτω [LXX] to throw oneself forward (v.)
προπορεύομαι to go before (v.)
πρός toward (+acc,+gen,+dat) (prep.)
προσάββατον, -ου, τό day before the Sabbath (n.)
προσαγορεύω to designate (v.)
προσάγω to bring (v.)
προσαγωγή, -ῆς, ἡ access (n.)
προσαιτέω to beg (v.)
προσαίτης, -ου, ὁ beggar (n.)
προσαναβαίνω to to go up (v.)
προσαναλίσκω to spend (v.)
προσαναπληρόω to replenish (v.)
προσανατίθημι to place on (v.)
προσανοικοδομέομαι [LXX] to ??? (v.)
προσαπειλέω to threaten further (v.)
προσαπόλλυμι [LXX] to destroy besides; lose besides (v.)
προσβαίνω [LXX] to to step upon (v.)
προσγίνομαι [LXX] to to come or go to to attach oneself to another (v.)
προσδαπανάω to spend in addition (v.)
προσδέομαι to to need (v.)
προσδέχομαι to expect (v.)
προσδέω [LXX] to bind on or to; c. acc. only attach (v.)
προσδίδωμι [LXX] to give to (v.)
προσδοκάω to expect (v.)
προσδοκία, -ας, ἡ expectation (n.)
προσεάω to allow (v.)
προσεγγίζω to come near (v.)
προσεδρεύω to wait upon (v.)
προσεργάζομαι to produce (v.)
προσέρχομαι to approach (v.)
προσευχή, -ῆς, ἡ prayer (n.)
προσεύχομαι to pray (v.)
προσέχω to pay/take-heed (v.)
προσηλόω to nail (v.)
προσήλυτος, -ου, ὁ proselyte (n.)
προσκαθίστημι [LXX] to to appoint besides Plut. (v.)
πρόσκαιρος -ον transitory (adj.)
* προσκαλέω to summon (v.)
* προσκαρτερέω to persist (v.)
προσκαρτέρησις, -εως, ἡ perseverance (n.)
προσκεφάλαιον, -ου, τό pillow (n.)
προσκληρόω to join (v.)
πρόσκλησις, -εως, ἡ summons (n.)
προσκλίνω to join with (v.)
πρόσκλισις, -εως, ἡ partiality (n.)
προσκολλάω to glue to (v.)
πρόσκομμα, -ατος, τό stumbling-block (n.)
προσκοπή, -ῆς, ἡ offense (n.)
προσκόπτω to stumble (v.)
προσκυλίω to roll up (v.)
προσκυνέω to prostrate (v.)
προσκυνητής, -οῦ, ὁ worshiper (n.)
προσλαλέω to address (v.)
προσλαμβάνω to grasp/take-toward (v.)
πρόσλη(μ)ψις, -εως, ἡ acceptance (n.)
προσμένω to continue in (v.)
προσνοέω [LXX] to pay attention/observe (v.)
προσορμίζω to anchor at (v.)
προσοφείλω to owe besides still owe (v.)
προσοχθίζω to be vexed (v.)
προσπαρακαλέω [LXX] to call in besides invite (v.)
προσπάσσω [LXX] to ??? (v.)
πρόσπεινος -ον hungry (adj.)
προσπήγνυμι to affix (v.)
προσπίπτω to prostrate/fall before (v.)
προσποιέω to pretend (v.)
προσπορεύομαι to approach (v.)
προσρήγνυμι (s. -ρρήσσω) to burst upon (v.)
προσρήσσω (s. -ρρήσσω) to burst upon (v.)
προσρρήσσω/-ρήσσω a.k.a. προσρήγνυμι to burst upon (v.)
προστάσσω/-τάττω to give a directive (v.)
προστάτης, -ου, ὁ [LXX] guardian (n.)
προστάτις, -ιδος, ἡ patroness (n.)
προστάττω (s. -τάσσω) to give a directive (v.)
προστίθημι to add (v.)
προστρέχω to run toward (v.)
προσυπομιμνῄσκω [LXX] to remember; mention (v.)
προσφάγιον, -ου, τό fish (n.)
προσφαίνω [LXX] to to appear besides (v.)
πρόσφατος -ον recent (adj.)
προσφάτως recently (adv.)
προσφέρω to present/offer (v.)
προσφιλής -ές lovely (adj.)
προσφορά, -ᾶς, ἡ offering (n.)
προσφωνέω to address (v.)
προσχέω [LXX] to pour-toward (v.)
πρόσχυσις, -εως, ἡ poured-toward (n.)
προσψαύω to touch (v.)
προσωπολη(μ)πτέω to be partial (v.)
προσωπολή(μ)πτης, -ου, ὁ one who shows partiality (n.)
προσωπολη(μ)ψία, -ας, ἡ partiality (n.)
πρόσωπον, -ου, τό face (n.)
προτείνω to stretch out (v.)
πρότερος -α -ον earlier (adj.)
προτίθημι to put forward (v.)
προτρέπω to encourage (v.)
προτρέχω to outrun (v.)
προϋπάρχω to go about before all this (v.)
προφαίνω [LXX] to manifest (v.)
πρόφασις, -εως, ἡ outward showing (n.)
προφέρω to bring forward (v.)
προφητεία, -ας, ἡ prophesy (n.)
προφητεύω to prophesy (v.)
προφήτης, -ου, ὁ prophet (n.)
προφητικός -ή -όν prophetic (adj.)
προφῆτις, -ιδος, ἡ prophetess (n.)
προφθάνω to anticipate (v.)
προφύλαξ, -ακος, ὁ [LXX] forward guard (n.)
προχαλάω [LXX] to ??? (v.)
προχειρίζω to choose (v.)
προχειροτονέω to appoint beforehand (v.)
Πρόχορος, -ου, ὁ Prochorus (n.)
πρύμνα, -ης, ἡ stern (n.)
πρωΐ early/in the morning (adv.)
πρωΐα, -ας, ἡ morning (n.)
πρώϊμος -ον (s. πρόϊ-) early (adj.)
πρωϊνός -ή -όν early (adj.)
πρῷρα, -ης, ἡ prow (n.)
πρωτεύω to be first (v.)
πρωτοκαθεδρία, -ας, ἡ first-seat (n.)
πρωτοκλισία, -ας, ἡ first-seat (n.)
πρώτον foremost (adv.)
πρῶτος -η -ον first (adj.)
πρωτοστάτης, -ου, ὁ leader (n.)
πρωτοτόκια, -ων, τά birthright (n.)
πρωτότοκος -ον first-brought-forth (adj.)
πρώτως firstly (adv.)
πταίω to stumble (v.)
πτέρνα, -ης, ἡ heel (n.)
πτερνίζω [LXX] to rob/supplant/grab (v.)
πτερύγιον, -ου, τό wing-like protuberance (n.)
πτέρυξ, -υγος, ἡ wing (n.)
πτερωτός -ή -όν [LXX] winged (adj.)
πτηνόν, -ου, τό [LXX] feathered creature (n.)
πτηνός (-ή) -όν feathered (adj.)
πτήσσω [LXX] to cower (v.)
πτοέω to terrify (v.)
πτόησις, -εως, ἡ intimidation (n.)
Πτολεμαΐς, -ΐδος, ἡ Ptolemais (n.)
πτύον, -ου, τό winnowing shovel or fan (n.)
πτύρω to be scared (v.)
πτύσμα, -ατος, τό spit (n.)
πτύσσω to fold-up (v.)
πτύω to spit (v.)
πτῶμα, -ατος, τό Corpse or fall. (n.)
πτῶσις, -εως, ἡ fall (n.)
πτωχεία, -ας, ἡ poverty (n.)
πτωχεύω to be poor (v.)
πτωχός -ή -όν beggarly-poor (adj.)
πύγαργος, -ου, ὁ [LXX] Some kind of antelope. (n.)
πυγμή, -ῆς, ἡ fist (n.)
πύθων, -ωνος, ὁ Python (n.)
πυκάζω [LXX] to hidden/covered (v.)
πυκνός -ή -όν frequent (adj.)
πυκνότατος -η -ον [LXX] most frequent (adj.)
πυκνότερον ??? (adv.)
πυκνότερος -α -ον [LXX] more frequent (adj.)
πυκτεύω to box (v.)
πύλη, -ης, ἡ gate (n.)
πυλών, -ῶνος, ὁ gate (n.)
πυνθάνομαι to inquire (v.)
πῦρ, -ρός, τό fire (n.)
πυρά, -ᾶς, ἡ fire (n.)
πύργος, -ου, ὁ tower (n.)
πυρέσσω to burn with-fever (v.)
πυρετός, -οῦ, ὁ fever (n.)
πύρινος -η -ον fiery (adj.)
πυρόω to burn (v.)
πυρράζω to redden (v.)
πυρρός[1] -ά -όν red (adj.)
Πύρρος[2], -ου, ὁ flame colored (n.) [Person]
πύρωσις, -εως, ἡ firing (n.)
πωλέω to sell (v.)
πῶλος, -ου, ὁ colt (n.)
πώποτε ever yet (adv.)
πωρόω to harden (v.)
πώρωσις, -εως, ἡ callousness (n.)
πῶς[1] how
πώς[2] somehow

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Saturday, 09-Nov-2024 07:25:55 UTC

CATEGORIES

TEXTS

RESOURCES

ABOUT

The Kata Biblon Wiki Lexicon of the Greek New Testament is a publicly editable dictionary of the Greek New Testament and Septuagint.

www.katabiblon.com

OPTIONS



KEYMAP

abgdezhqiklm
αβγδεζηθικλμ
nxoprstufcyw
νξοπρστυφχψω
)(/\=|+'v@#*
᾿ ͺ¨ϝϛʹ%
Wildcard: %