Α α
αμ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αμα- αμβ- αμγ- αμδ- αμε- αμζ- αμη- αμθ- αμι- αμκ- αμλ- αμμ- αμν- αμξ- αμο- αμπ- αμρ- αμς- αμτ- αμυ- αμφ- αμχ- αμψ- αμω-
Annotated entries are asterisked.
ἅμα
simultaneously (adv.)
ἀμαθής -ές unlearned (adj.)
ἀμαράντινος -η -ον unfading (adj.)
ἀμάραντος -ον unfading (adj.)
ἁμαρτάνω to sin (v.)
ἁμάρτημα, -ατος, τό sin (n.)
ἁμαρτία, -ίας, ἡ sin (n.)
ἀμάρτυρος -ον unwitnessed (adj.)
ἁμαρτωλός -όν sinful (adj.)
ἄμαχος -ον peaceable (adj.)
ἀμάω to reap (v.)
ἀμέθυσος, -ου, ἡ (s. -στος) amethyst (n.)
ἀμέθυστος v.l. -σος, -ου, ἡ amethyst (n.)
ἀμέλγω [LXX] to churn (v.)
ἀμελέω to neglect (v.)
ἄμελξις, -εως, ἡ [LXX] milking (n.)
ἀμελῶς [LXX] negligently (adv.)
ἄμεμπτος -ον blameless (adj.)
ἀμέμπτως blamelessly (adv.)
ἀμέριμνος -ον free from worry (adj.)
ἀμετάθετος -ον unalterable (adj.)
ἀμετακίνητος -ον immovable (adj.)
ἀμεταμέλητος -ον unrepentant (adj.)
ἀμετανόητος -ον unrepentant (adj.)
ἄμετρος -ον immeasurable (adj.)
ἀμήν amen (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
ἀμήτωρ -ορ motherless/one without a mother (adj.)
ἀμίαντος -ον undefiled (adj.)
Ἀμιναδάβ, ὁ Amminadab (n.) [Person]
ἄμμος, -ου, ἡ sand (n.)
ἀμνάς, -άδος, ἡ [LXX] ??? (n.)
ἀμνός, -οῦ, ὁ lamb (n.)
ἀμοιβή, -ῆς, ἡ recompense (n.)
ἄμπελος, -ου, ἡ grapevine (n.)
ἀμπελουργός, -οῦ, ὁ vinedresser (n.)
ἀμπελών, -ῶνος, ὁ vineyard (n.)
Ἀμπλίας, -ου, ὁ (s. -λιᾶτος) Ampliatus (n.) [Person]
Ἀμπλιᾶτος v.l. -λίας, -ου, ὁ Ampliatus (n.) [Person]
ἀμύνομαι to aid (v.)
ἀμφιάζω [LXX] to clothe (v.)
ἀμφίασις, -εως, ἡ [LXX] garment (n.)
ἀμφιβάλλω to casting a net (v.)
ἀμφίβληστρον, -ου, τό casting-net (n.)
ἀμφιέζω to ??? (v.)
ἀμφιέννυμι to clothe (v.)
Ἀμφίπολις, -εως, ἡ Amphipolis (n.) [Place]
ἄμφοδον, -ου, τό street (n.)
ἀμφότεροι -αι -α both (adj.)
ἀμώμητος -ον unblemished (adj.)
ἄμωμον, -ου, τό amomum (n.)
ἄμωμος -ον unblemished (adj.)
Ἀμών, ὁ Amon (n.) [Person]
Ἀμώς, ὁ Amos (n.) [Person]
ἀμαθής -ές unlearned (adj.)
ἀμαράντινος -η -ον unfading (adj.)
ἀμάραντος -ον unfading (adj.)
ἁμαρτάνω to sin (v.)
ἁμάρτημα, -ατος, τό sin (n.)
ἁμαρτία, -ίας, ἡ sin (n.)
ἀμάρτυρος -ον unwitnessed (adj.)
ἁμαρτωλός -όν sinful (adj.)
ἄμαχος -ον peaceable (adj.)
ἀμάω to reap (v.)
ἀμέθυσος, -ου, ἡ (s. -στος) amethyst (n.)
ἀμέθυστος v.l. -σος, -ου, ἡ amethyst (n.)
ἀμέλγω [LXX] to churn (v.)
ἀμελέω to neglect (v.)
ἄμελξις, -εως, ἡ [LXX] milking (n.)
ἀμελῶς [LXX] negligently (adv.)
ἄμεμπτος -ον blameless (adj.)
ἀμέμπτως blamelessly (adv.)
ἀμέριμνος -ον free from worry (adj.)
ἀμετάθετος -ον unalterable (adj.)
ἀμετακίνητος -ον immovable (adj.)
ἀμεταμέλητος -ον unrepentant (adj.)
ἀμετανόητος -ον unrepentant (adj.)
ἄμετρος -ον immeasurable (adj.)
ἀμήν amen (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
ἀμήτωρ -ορ motherless/one without a mother (adj.)
ἀμίαντος -ον undefiled (adj.)
Ἀμιναδάβ, ὁ Amminadab (n.) [Person]
ἄμμος, -ου, ἡ sand (n.)
ἀμνάς, -άδος, ἡ [LXX] ??? (n.)
ἀμνός, -οῦ, ὁ lamb (n.)
ἀμοιβή, -ῆς, ἡ recompense (n.)
ἄμπελος, -ου, ἡ grapevine (n.)
ἀμπελουργός, -οῦ, ὁ vinedresser (n.)
ἀμπελών, -ῶνος, ὁ vineyard (n.)
Ἀμπλίας, -ου, ὁ (s. -λιᾶτος) Ampliatus (n.) [Person]
Ἀμπλιᾶτος v.l. -λίας, -ου, ὁ Ampliatus (n.) [Person]
ἀμύνομαι to aid (v.)
ἀμφιάζω [LXX] to clothe (v.)
ἀμφίασις, -εως, ἡ [LXX] garment (n.)
ἀμφιβάλλω to casting a net (v.)
ἀμφίβληστρον, -ου, τό casting-net (n.)
ἀμφιέζω to ??? (v.)
ἀμφιέννυμι to clothe (v.)
Ἀμφίπολις, -εως, ἡ Amphipolis (n.) [Place]
ἄμφοδον, -ου, τό street (n.)
ἀμφότεροι -αι -α both (adj.)
ἀμώμητος -ον unblemished (adj.)
ἄμωμον, -ου, τό amomum (n.)
ἄμωμος -ον unblemished (adj.)
Ἀμών, ὁ Amon (n.) [Person]
Ἀμώς, ὁ Amos (n.) [Person]