Α α
αναγ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
ανα- ανβ- ανγ- ανδ- ανε- ανζ- ανη- ανθ- ανι- ανκ- ανλ- ανμ- ανν- ανξ- ανο- ανπ- ανρ- ανς- αντ- ανυ- ανφ- ανχ- ανψ- ανω-
αναα- αναβ- αναγ- αναδ- αναε- αναζ- αναη- αναθ- αναι- ανακ- αναλ- αναμ- αναν- αναξ- αναο- αναπ- αναρ- ανας- ανατ- αναυ- αναφ- αναχ- αναψ- αναω-
Annotated entries are asterisked.
ἀναγγέλλω to proclaim (v.)
ἀναγεννάω to regenerate/rebirth (v.)
ἀναγιγνώσκω (s. -γιν-) [LXX] to re-read (v.)
ἀναγινώσκω/-γιγν- to re-read (v.)
ἀναγκάζω to compel (v.)
ἀναγκαῖος -α -ον necessary (adj.)
ἀναγκαιότατος -η -ον [LXX] most necessary (adj.)
ἀναγκαιότερος -α -ον more necessary (adj.)
ἀναγκαστῶς compulsorily (adv.)
ἀνάγκη, -ης, ἡ necessity (n.)
ἀναγνωρίζω to to recognize (v.)
ἀνάγνωσις, -εως, ἡ reading (n.)
ἀναγορεύω [LXX] to proclaim publicly (v.)
ἀνάγω to lead up (v.)