Α α
ανακ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
ανα- ανβ- ανγ- ανδ- ανε- ανζ- ανη- ανθ- ανι- ανκ- ανλ- ανμ- ανν- ανξ- ανο- ανπ- ανρ- ανς- αντ- ανυ- ανφ- ανχ- ανψ- ανω-
αναα- αναβ- αναγ- αναδ- αναε- αναζ- αναη- αναθ- αναι- ανακ- αναλ- αναμ- αναν- αναξ- αναο- αναπ- αναρ- ανας- ανατ- αναυ- αναφ- αναχ- αναψ- αναω-
Annotated entries are asterisked.
ἀνακαινίζω to renew (v.)
ἀνακαινόω to renew (v.)
ἀνακαίνωσις, -εως, ἡ renewal (n.)
ἀνακαλέω [LXX] to summon (v.)
ἀνακαλύπτω to reveal (v.)
ἀνακάμπτω to return (v.)
ἀνάκειμαι to recline (v.)
ἀνακεφαλαιόω to sum up (v.)
ἀνακλάω [LXX] to bend backwards (v.)
ἀνακλίνω to recline (v.)
ἀνακόπτω [LXX] to intercept (v.)
ἀνακράζω to shout/holler (v.)
ἀνακρίνω to cross-examine (v.)
ἀνάκρισις, -εως, ἡ interrogation (n.)
ἀνακύπτω to un-bow (v.)