Λ λ
λο-
λα- λβ- λγ- λδ- λε- λζ- λη- λθ- λι- λκ- λλ- λμ- λν- λξ- λο- λπ- λρ- λς- λτ- λυ- λφ- λχ- λψ- λω-
λοα- λοβ- λογ- λοδ- λοε- λοζ- λοη- λοθ- λοι- λοκ- λολ- λομ- λον- λοξ- λοο- λοπ- λορ- λος- λοτ- λου- λοφ- λοχ- λοψ- λοω-
Annotated entries are asterisked.
λογεία v.l. -γία, -ας, ἡ
collection (n.)
λογία, -ας, ἡ (s. -γεία) collection (n.)
λογίζομαι to reckon (v.)
λογικός -ή -όν possessed of reason, intellectual (adj.)
λόγιον, -ου, τό utterance (n.)
λόγιος -α -ον eloquent (adj.)
λογισμός, -οῦ, ὁ logic (n.)
λογομαχέω to argue (v.)
λογομαχία, -ας, ἡ argument (n.)
* λόγος, -ου, ὁ word (n.)
λόγχη, -ης, ἡ spear (n.)
λοιδορέω to revile (v.)
λοιδορία, -ας, ἡ abuse (n.)
λοίδορος, -ου, ὁ reviler (n.)
λοιμός[1], -οῦ, ὁ pestilence (n.)
λοιμός[2] -ή -όν pestilential (adj.)
λοιπός -ή -όν remaining (adj.)
Λουκᾶς, -ᾶ, ὁ Luke (n.) [Person]
Λούκιος, -ου, ὁ Lucius (n.) [Person]
λουτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] basin (n.)
λουτρόν, -οῦ, τό bath (n.)
λούω to bathe (v.)
λογία, -ας, ἡ (s. -γεία) collection (n.)
λογίζομαι to reckon (v.)
λογικός -ή -όν possessed of reason, intellectual (adj.)
λόγιον, -ου, τό utterance (n.)
λόγιος -α -ον eloquent (adj.)
λογισμός, -οῦ, ὁ logic (n.)
λογομαχέω to argue (v.)
λογομαχία, -ας, ἡ argument (n.)
* λόγος, -ου, ὁ word (n.)
λόγχη, -ης, ἡ spear (n.)
λοιδορέω to revile (v.)
λοιδορία, -ας, ἡ abuse (n.)
λοίδορος, -ου, ὁ reviler (n.)
λοιμός[1], -οῦ, ὁ pestilence (n.)
λοιμός[2] -ή -όν pestilential (adj.)
λοιπός -ή -όν remaining (adj.)
Λουκᾶς, -ᾶ, ὁ Luke (n.) [Person]
Λούκιος, -ου, ὁ Lucius (n.) [Person]
λουτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] basin (n.)
λουτρόν, -οῦ, τό bath (n.)
λούω to bathe (v.)