Δ δ
δυ-
δα- δβ- δγ- δδ- δε- δζ- δη- δθ- δι- δκ- δλ- δμ- δν- δξ- δο- δπ- δρ- δς- δτ- δυ- δφ- δχ- δψ- δω-
δυα- δυβ- δυγ- δυδ- δυε- δυζ- δυη- δυθ- δυι- δυκ- δυλ- δυμ- δυν- δυξ- δυο- δυπ- δυρ- δυς- δυτ- δυυ- δυφ- δυχ- δυψ- δυω-
Annotated entries are asterisked.
δῦμι (s. δύνω)
to sink (v.)
δύναμαι to able (v.)
δύναμις, -εως, ἡ ability (n.)
δυναμόω to empower (v.)
δυνάστης, -ου, ὁ sovereign (n.)
δυνατέω to be-capable (v.)
δυνατός -ή -όν capable (adj.)
δυνατώτερος -α -ον [LXX] more powerful (adj.)
δύνω/δύω to sink (v.)
δύο, gen. δύο, dat. δυσί(ν), acc. δύο two (adj.)
δυσβάστακτος -ον hard to bear (adj.)
δυσεντερία, -ας, ἡ (s. -τέριον) dysentery (n.)
δυσεντέριον, -ου, τό v.l. -τερία, -ας, ἡ dysentery (n.)
δυσερμήνευτος -ον hard to explain (adj.)
δύσις, -εως, ἡ west (n.)
δύσκολος -ον difficult (adj.)
δυσκόλως with-difficulty (adv.)
δύσκωφος -ον [LXX] hard-of-hearing (adj.)
δυσμή, -ῆς, ἡ west (n.)
δυσνοέω [LXX] to to be ill-affected (v.)
δυσνόητος -ον hard to understand (adj.)
δυσφημέω to ??? (v.)
δυσφημία, -ας, ἡ ill-language (n.)
δύω (s. δύνω) to sink (v.)
δύναμαι to able (v.)
δύναμις, -εως, ἡ ability (n.)
δυναμόω to empower (v.)
δυνάστης, -ου, ὁ sovereign (n.)
δυνατέω to be-capable (v.)
δυνατός -ή -όν capable (adj.)
δυνατώτερος -α -ον [LXX] more powerful (adj.)
δύνω/δύω to sink (v.)
δύο, gen. δύο, dat. δυσί(ν), acc. δύο two (adj.)
δυσβάστακτος -ον hard to bear (adj.)
δυσεντερία, -ας, ἡ (s. -τέριον) dysentery (n.)
δυσεντέριον, -ου, τό v.l. -τερία, -ας, ἡ dysentery (n.)
δυσερμήνευτος -ον hard to explain (adj.)
δύσις, -εως, ἡ west (n.)
δύσκολος -ον difficult (adj.)
δυσκόλως with-difficulty (adv.)
δύσκωφος -ον [LXX] hard-of-hearing (adj.)
δυσμή, -ῆς, ἡ west (n.)
δυσνοέω [LXX] to to be ill-affected (v.)
δυσνόητος -ον hard to understand (adj.)
δυσφημέω to ??? (v.)
δυσφημία, -ας, ἡ ill-language (n.)
δύω (s. δύνω) to sink (v.)