Δ δ
δα-
δα- δβ- δγ- δδ- δε- δζ- δη- δθ- δι- δκ- δλ- δμ- δν- δξ- δο- δπ- δρ- δς- δτ- δυ- δφ- δχ- δψ- δω-
δαα- δαβ- δαγ- δαδ- δαε- δαζ- δαη- δαθ- δαι- δακ- δαλ- δαμ- δαν- δαξ- δαο- δαπ- δαρ- δας- δατ- δαυ- δαφ- δαχ- δαψ- δαω-
Annotated entries are asterisked.
Δαβίδ, ὁ (s. Δαυίδ)
David (n.) [Person]
ΔΑΔ David (Nomen Sacrum) [Nomen Sacrum]
δαιμονίζομαι to be demon possessed (v.)
δαιμόνιον, -ου, τό demon (n.)
δαιμονιώδης -ες demon-like (adj.)
δαίμων, -ονος, ὁ demon (n.)
δάκνω to bite (v.)
δάκρυον, -ου, τό tear (n.)
δακρύω to cry (v.)
δακτύλιος, -ου, ὁ ring (n.)
δάκτυλος, -ου, ὁ finger (n.)
Δαλιδα (s.Δαλιλα) [LXX] Delilah (n.)
Δαλιλα v.l. Δαλιδα [LXX] Delilah (n.)
Δαλμανουθά, ὁ Dalmanutha (n.) [Place]
Δαλματία, -ας, ἡ Dalmatia (n.) [Place]
δαμάζω to subdue (v.)
δάμαλις, -εως, ἡ heifer (n.)
Δάμαρις, -ιδος, ἡ Damaris (n.) [Person]
Δαμασκηνός -ή -όν from Damascus (adj.)
Δαμασκός, -οῦ, ὁ Damascus (n.) [Place]
δαν(ε)ίζω to lend (v.)
δάν(ε)ιον, -ου, τό loan (n.)
δαν(ε)ιστής, -οῦ, ὁ money lender (n.)
Δανιήλ, ὁ Daniel (n.) [Person]
δαπανάω to expend (v.)
δαπάνη, -ης, ἡ cost (n.)
δασέως [LXX] ??? (adv.)
δασύπους, -ποδος, ὁ [LXX] Hare. (n.)
δασύς -εῖα -ύ [LXX] Hairy or thick with leaves. (adj.)
Δαυίδ v.l. Δαβίδ, ὁ David (n.) [Person]
ΔΑΔ David (Nomen Sacrum) [Nomen Sacrum]
δαιμονίζομαι to be demon possessed (v.)
δαιμόνιον, -ου, τό demon (n.)
δαιμονιώδης -ες demon-like (adj.)
δαίμων, -ονος, ὁ demon (n.)
δάκνω to bite (v.)
δάκρυον, -ου, τό tear (n.)
δακρύω to cry (v.)
δακτύλιος, -ου, ὁ ring (n.)
δάκτυλος, -ου, ὁ finger (n.)
Δαλιδα (s.Δαλιλα) [LXX] Delilah (n.)
Δαλιλα v.l. Δαλιδα [LXX] Delilah (n.)
Δαλμανουθά, ὁ Dalmanutha (n.) [Place]
Δαλματία, -ας, ἡ Dalmatia (n.) [Place]
δαμάζω to subdue (v.)
δάμαλις, -εως, ἡ heifer (n.)
Δάμαρις, -ιδος, ἡ Damaris (n.) [Person]
Δαμασκηνός -ή -όν from Damascus (adj.)
Δαμασκός, -οῦ, ὁ Damascus (n.) [Place]
δαν(ε)ίζω to lend (v.)
δάν(ε)ιον, -ου, τό loan (n.)
δαν(ε)ιστής, -οῦ, ὁ money lender (n.)
Δανιήλ, ὁ Daniel (n.) [Person]
δαπανάω to expend (v.)
δαπάνη, -ης, ἡ cost (n.)
δασέως [LXX] ??? (adv.)
δασύπους, -ποδος, ὁ [LXX] Hare. (n.)
δασύς -εῖα -ύ [LXX] Hairy or thick with leaves. (adj.)
Δαυίδ v.l. Δαβίδ, ὁ David (n.) [Person]