Ο ο
οργ-
οα- οβ- ογ- οδ- οε- οζ- οη- οθ- οι- οκ- ολ- ομ- ον- οξ- οο- οπ- ορ- ος- οτ- ου- οφ- οχ- οψ- οω-
ορα- ορβ- οργ- ορδ- ορε- ορζ- ορη- ορθ- ορι- ορκ- ορλ- ορμ- ορν- ορξ- ορο- ορπ- ορρ- ορς- ορτ- ορυ- ορφ- ορχ- ορψ- ορω-
οργα- οργβ- οργγ- οργδ- οργε- οργζ- οργη- οργθ- οργι- οργκ- οργλ- οργμ- οργν- οργξ- οργο- οργπ- οργρ- οργς- οργτ- οργυ- οργφ- οργχ- οργψ- οργω-
Annotated entries are asterisked.
ὄργανος -η -ον [LXX] ??? (adj.)
* ὀργή, -ῆς, ἡ wrath/anger (n.)
ὀργίζω to be/make-angry (v.)
ὀργίλος -η -ον short-tempered (adj.)
ὀργυιά, -ᾶς, ἡ fathom (n.)