υπερπερισσευω • hUPERPERISSEUW • huperperisseuō

Search: υπερεπερισσευσεν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
υπερεπερισσευσενὑπερπερισσεύωυπερ·ε·περισσευ·σε(ν)1aor act ind 3rd sg

ὑπερ·περισσεύω (υπερ+περισσευ-, -, υπερ+περισσευ·σ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stυπερπερισσευωυπερ·περισσευ·ωυπερπερισσευομαι[GNT]υπερ·περισσευ·ομαι
2ndυπερπερισσευειςυπερ·περισσευ·ειςυπερπερισσευῃ, υπερπερισσευει, υπερπερισσευεσαιυπερ·περισσευ·ῃ, υπερ·περισσευ·ει classical, υπερ·περισσευ·εσαι alt
3rdυπερπερισσευειυπερ·περισσευ·ειυπερπερισσευεταιυπερ·περισσευ·εται
Pl1stυπερπερισσευομενυπερ·περισσευ·ομενυπερπερισσευομεθαυπερ·περισσευ·ομεθα
2ndυπερπερισσευετευπερ·περισσευ·ετευπερπερισσευεσθευπερ·περισσευ·εσθε
3rdυπερπερισσευουσιν, υπερπερισσευουσιυπερ·περισσευ·ουσι(ν)υπερπερισσευονταιυπερ·περισσευ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stυπερπερισσευωυπερ·περισσευ·ωυπερπερισσευωμαιυπερ·περισσευ·ωμαι
2ndυπερπερισσευῃςυπερ·περισσευ·ῃςυπερπερισσευῃυπερ·περισσευ·ῃ
3rdυπερπερισσευῃυπερ·περισσευ·ῃυπερπερισσευηταιυπερ·περισσευ·ηται
Pl1stυπερπερισσευωμενυπερ·περισσευ·ωμενυπερπερισσευωμεθαυπερ·περισσευ·ωμεθα
2ndυπερπερισσευητευπερ·περισσευ·ητευπερπερισσευησθευπερ·περισσευ·ησθε
3rdυπερπερισσευωσιν, υπερπερισσευωσιυπερ·περισσευ·ωσι(ν)υπερπερισσευωνταιυπερ·περισσευ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stυπερπερισσευοιμιυπερ·περισσευ·οιμιυπερπερισσευοιμηνυπερ·περισσευ·οιμην
2ndυπερπερισσευοιςυπερ·περισσευ·οιςυπερπερισσευοιουπερ·περισσευ·οιο
3rdυπερπερισσευοιυπερ·περισσευ·οιυπερπερισσευοιτουπερ·περισσευ·οιτο
Pl1stυπερπερισσευοιμενυπερ·περισσευ·οιμενυπερπερισσευοιμεθαυπερ·περισσευ·οιμεθα
2ndυπερπερισσευοιτευπερ·περισσευ·οιτευπερπερισσευοισθευπερ·περισσευ·οισθε
3rdυπερπερισσευοιεν, υπερπερισσευοισανυπερ·περισσευ·οιεν, υπερ·περισσευ·οισαν altυπερπερισσευοιντουπερ·περισσευ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndυπερπερισσευευπερ·περισσευ·ευπερπερισσευουυπερ·περισσευ·ου
3rdυπερπερισσευετωυπερ·περισσευ·ετωυπερπερισσευεσθωυπερ·περισσευ·εσθω
Pl1st
2ndυπερπερισσευετευπερ·περισσευ·ετευπερπερισσευεσθευπερ·περισσευ·εσθε
3rdυπερπερισσευετωσαν, υπερπερισσευοντωνυπερ·περισσευ·ετωσαν, υπερ·περισσευ·οντων classicalυπερπερισσευεσθωσαν, υπερπερισσευεσθωνυπερ·περισσευ·εσθωσαν, υπερ·περισσευ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
υπερπερισσευειν​υπερ·περισσευ·ειν​υπερπερισσευεσθαι​υπερ·περισσευ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocυπερπερισσευουσαυπερπερισσευονυπερ·περισσευ·ουσ·αυπερ·περισσευ·ο[υ]ν[τ]
Nomυπερπερισσευωνυπερ·περισσευ·ο[υ]ν[τ]·^
Accυπερπερισσευουσανυπερπερισσευονταυπερ·περισσευ·ουσ·ανυπερ·περισσευ·ο[υ]ντ·α
Datυπερπερισσευουσῃυπερπερισσευοντιυπερ·περισσευ·ουσ·ῃυπερ·περισσευ·ο[υ]ντ·ι
Genυπερπερισσευουσηςυπερπερισσευοντοςυπερ·περισσευ·ουσ·ηςυπερ·περισσευ·ο[υ]ντ·ος
PlVocυπερπερισσευουσαιυπερπερισσευοντεςυπερπερισσευονταυπερ·περισσευ·ουσ·αιυπερ·περισσευ·ο[υ]ντ·εςυπερ·περισσευ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accυπερπερισσευουσαςυπερπερισσευονταςυπερ·περισσευ·ουσ·αςυπερ·περισσευ·ο[υ]ντ·ας
Datυπερπερισσευουσαιςυπερπερισσευουσι, υπερπερισσευουσινυπερ·περισσευ·ουσ·αιςυπερ·περισσευ·ου[ντ]·σι(ν)
Genυπερπερισσευουσωνυπερπερισσευοντωνυπερ·περισσευ·ουσ·ωνυπερ·περισσευ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocυπερπερισσευομενηυπερπερισσευομενευπερ·περισσευ·ομεν·ηυπερ·περισσευ·ομεν·ε
Nomυπερπερισσευομενοςυπερ·περισσευ·ομεν·ος
Accυπερπερισσευομενηνυπερπερισσευομενονυπερ·περισσευ·ομεν·ηνυπερ·περισσευ·ομεν·ον
Datυπερπερισσευομενῃυπερπερισσευομενῳυπερ·περισσευ·ομεν·ῃυπερ·περισσευ·ομεν·ῳ
Genυπερπερισσευομενηςυπερπερισσευομενουυπερ·περισσευ·ομεν·ηςυπερ·περισσευ·ομεν·ου
PlVocυπερπερισσευομεναιυπερπερισσευομενοιυπερπερισσευομεναυπερ·περισσευ·ομεν·αιυπερ·περισσευ·ομεν·οιυπερ·περισσευ·ομεν·α
Nom
Accυπερπερισσευομεναςυπερπερισσευομενουςυπερ·περισσευ·ομεν·αςυπερ·περισσευ·ομεν·ους
Datυπερπερισσευομεναιςυπερπερισσευομενοιςυπερ·περισσευ·ομεν·αιςυπερ·περισσευ·ομεν·οις
Genυπερπερισσευομενωνυπερπερισσευομενωνυπερ·περισσευ·ομεν·ωνυπερ·περισσευ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stυπερεπερισσευονυπερ·ε·περισσευ·ονυπερεπερισσευομηνυπερ·ε·περισσευ·ομην
2ndυπερεπερισσευεςυπερ·ε·περισσευ·εςυπερεπερισσευουυπερ·ε·περισσευ·ου
3rdυπερεπερισσευεν, υπερεπερισσευευπερ·ε·περισσευ·ε(ν)υπερεπερισσευετουπερ·ε·περισσευ·ετο
Pl1stυπερεπερισσευομενυπερ·ε·περισσευ·ομενυπερεπερισσευομεθαυπερ·ε·περισσευ·ομεθα
2ndυπερεπερισσευετευπερ·ε·περισσευ·ετευπερεπερισσευεσθευπερ·ε·περισσευ·εσθε
3rdυπερεπερισσευον, υπερεπερισσευοσανυπερ·ε·περισσευ·ον, υπερ·ε·περισσευ·οσαν altυπερεπερισσευοντουπερ·ε·περισσευ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stυπερεπερισσευσαυπερ·ε·περισσευ·σαυπερεπερισσευσαμηνυπερ·ε·περισσευ·σαμην
2ndυπερεπερισσευσαςυπερ·ε·περισσευ·σαςυπερεπερισσευσωυπερ·ε·περισσευ·σω
3rdυπερεπερισσευσεν[GNT], υπερεπερισσευσευπερ·ε·περισσευ·σε(ν), υπερ·ε·περισσευ·σε(ν)υπερεπερισσευσατουπερ·ε·περισσευ·σατο
Pl1stυπερεπερισσευσαμενυπερ·ε·περισσευ·σαμενυπερεπερισσευσαμεθαυπερ·ε·περισσευ·σαμεθα
2ndυπερεπερισσευσατευπερ·ε·περισσευ·σατευπερεπερισσευσασθευπερ·ε·περισσευ·σασθε
3rdυπερεπερισσευσανυπερ·ε·περισσευ·σανυπερεπερισσευσαντουπερ·ε·περισσευ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stυπερπερισσευσωυπερ·περισσευ·σωυπερπερισσευσωμαιυπερ·περισσευ·σωμαι
2ndυπερπερισσευσῃςυπερ·περισσευ·σῃςυπερπερισσευσῃυπερ·περισσευ·σῃ
3rdυπερπερισσευσῃυπερ·περισσευ·σῃυπερπερισσευσηταιυπερ·περισσευ·σηται
Pl1stυπερπερισσευσωμενυπερ·περισσευ·σωμενυπερπερισσευσωμεθαυπερ·περισσευ·σωμεθα
2ndυπερπερισσευσητευπερ·περισσευ·σητευπερπερισσευσησθευπερ·περισσευ·σησθε
3rdυπερπερισσευσωσιν, υπερπερισσευσωσιυπερ·περισσευ·σωσι(ν)υπερπερισσευσωνταιυπερ·περισσευ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stυπερπερισσευσαιμιυπερ·περισσευ·σαιμιυπερπερισσευσαιμηνυπερ·περισσευ·σαιμην
2ndυπερπερισσευσαις, υπερπερισσευσειαςυπερ·περισσευ·σαις, υπερ·περισσευ·σειας classicalυπερπερισσευσαιουπερ·περισσευ·σαιο
3rdυπερπερισσευσαι, υπερπερισσευσειευπερ·περισσευ·σαι, υπερ·περισσευ·σειε classicalυπερπερισσευσαιτουπερ·περισσευ·σαιτο
Pl1stυπερπερισσευσαιμενυπερ·περισσευ·σαιμενυπερπερισσευσαιμεθαυπερ·περισσευ·σαιμεθα
2ndυπερπερισσευσαιτευπερ·περισσευ·σαιτευπερπερισσευσαισθευπερ·περισσευ·σαισθε
3rdυπερπερισσευσαιεν, υπερπερισσευσαισαν, υπερπερισσευσειαν, υπερπερισσευσειενυπερ·περισσευ·σαιεν, υπερ·περισσευ·σαισαν alt, υπερ·περισσευ·σειαν classical, υπερ·περισσευ·σειεν classicalυπερπερισσευσαιντουπερ·περισσευ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndυπερπερισσευσονυπερ·περισσευ·σονυπερπερισσευσαιυπερ·περισσευ·σαι
3rdυπερπερισσευσατωυπερ·περισσευ·σατωυπερπερισσευσασθωυπερ·περισσευ·σασθω
Pl1st
2ndυπερπερισσευσατευπερ·περισσευ·σατευπερπερισσευσασθευπερ·περισσευ·σασθε
3rdυπερπερισσευσατωσαν, υπερπερισσευσαντωνυπερ·περισσευ·σατωσαν, υπερ·περισσευ·σαντων classicalυπερπερισσευσασθωσαν, υπερπερισσευσασθωνυπερ·περισσευ·σασθωσαν, υπερ·περισσευ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
υπερπερισσευσαι​υπερ·περισσευ·σαι​υπερπερισσευσασθαι​υπερ·περισσευ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocυπερπερισσευσασαυπερπερισσευσαςυπερπερισσευσανυπερ·περισσευ·σασ·αυπερ·περισσευ·σα[ντ]·ςυπερ·περισσευ·σαν[τ]
Nom
Accυπερπερισσευσασανυπερπερισσευσανταυπερ·περισσευ·σασ·ανυπερ·περισσευ·σαντ·α
Datυπερπερισσευσασῃυπερπερισσευσαντιυπερ·περισσευ·σασ·ῃυπερ·περισσευ·σαντ·ι
Genυπερπερισσευσασηςυπερπερισσευσαντοςυπερ·περισσευ·σασ·ηςυπερ·περισσευ·σαντ·ος
PlVocυπερπερισσευσασαιυπερπερισσευσαντεςυπερπερισσευσανταυπερ·περισσευ·σασ·αιυπερ·περισσευ·σαντ·εςυπερ·περισσευ·σαντ·α
Nom
Accυπερπερισσευσασαςυπερπερισσευσανταςυπερ·περισσευ·σασ·αςυπερ·περισσευ·σαντ·ας
Datυπερπερισσευσασαιςυπερπερισσευσασι, υπερπερισσευσασινυπερ·περισσευ·σασ·αιςυπερ·περισσευ·σα[ντ]·σι(ν)
Genυπερπερισσευσασωνυπερπερισσευσαντωνυπερ·περισσευ·σασ·ωνυπερ·περισσευ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocυπερπερισσευσαμενηυπερπερισσευσαμενευπερ·περισσευ·σαμεν·ηυπερ·περισσευ·σαμεν·ε
Nomυπερπερισσευσαμενοςυπερ·περισσευ·σαμεν·ος
Accυπερπερισσευσαμενηνυπερπερισσευσαμενονυπερ·περισσευ·σαμεν·ηνυπερ·περισσευ·σαμεν·ον
Datυπερπερισσευσαμενῃυπερπερισσευσαμενῳυπερ·περισσευ·σαμεν·ῃυπερ·περισσευ·σαμεν·ῳ
Genυπερπερισσευσαμενηςυπερπερισσευσαμενουυπερ·περισσευ·σαμεν·ηςυπερ·περισσευ·σαμεν·ου
PlVocυπερπερισσευσαμεναιυπερπερισσευσαμενοιυπερπερισσευσαμεναυπερ·περισσευ·σαμεν·αιυπερ·περισσευ·σαμεν·οιυπερ·περισσευ·σαμεν·α
Nom
Accυπερπερισσευσαμεναςυπερπερισσευσαμενουςυπερ·περισσευ·σαμεν·αςυπερ·περισσευ·σαμεν·ους
Datυπερπερισσευσαμεναιςυπερπερισσευσαμενοιςυπερ·περισσευ·σαμεν·αιςυπερ·περισσευ·σαμεν·οις
Genυπερπερισσευσαμενωνυπερπερισσευσαμενωνυπερ·περισσευ·σαμεν·ωνυπερ·περισσευ·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 04:07:22 EDT