ασφαλιζω • ASFALIZW • asphalizō

Search: ησφαλισατο

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
ησφαλισατοἀσφαλίζωε·ασφαλι·σατο1aor mp ind 3rd sg

ἀ·σφαλίζω (-, -, ασφαλι·σ-, -, -, ασφαλισ·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stησφαλισαε·ασφαλι·σαησφαλισαμην[LXX]ε·ασφαλι·σαμην
2ndησφαλισαςε·ασφαλι·σαςησφαλισωε·ασφαλι·σω
3rdησφαλισεν, ησφαλισεε·ασφαλι·σε(ν)ησφαλισατο[GNT][LXX]ε·ασφαλι·σατο
Pl1stησφαλισαμενε·ασφαλι·σαμενησφαλισαμεθαε·ασφαλι·σαμεθα
2ndησφαλισατεε·ασφαλι·σατεησφαλισασθεε·ασφαλι·σασθε
3rdησφαλισανε·ασφαλι·σανησφαλισαντο[GNT]ε·ασφαλι·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stασφαλισωασφαλι·σωασφαλισωμαιασφαλι·σωμαι
2ndασφαλισῃςασφαλι·σῃςασφαλισῃασφαλι·σῃ
3rdασφαλισῃασφαλι·σῃασφαλισηταιασφαλι·σηται
Pl1stασφαλισωμενασφαλι·σωμενασφαλισωμεθαασφαλι·σωμεθα
2ndασφαλισητεασφαλι·σητεασφαλισησθεασφαλι·σησθε
3rdασφαλισωσιν, ασφαλισωσιασφαλι·σωσι(ν)ασφαλισωνταιασφαλι·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stασφαλισαιμιασφαλι·σαιμιασφαλισαιμηνασφαλι·σαιμην
2ndασφαλισαις, ασφαλισειαςασφαλι·σαις, ασφαλι·σειας classicalασφαλισαιοασφαλι·σαιο
3rdασφαλισαι, ασφαλισειεασφαλι·σαι, ασφαλι·σειε classicalασφαλισαιτοασφαλι·σαιτο
Pl1stασφαλισαιμενασφαλι·σαιμενασφαλισαιμεθαασφαλι·σαιμεθα
2ndασφαλισαιτεασφαλι·σαιτεασφαλισαισθεασφαλι·σαισθε
3rdασφαλισαιεν, ασφαλισαισαν, ασφαλισειαν, ασφαλισειενασφαλι·σαιεν, ασφαλι·σαισαν alt, ασφαλι·σειαν classical, ασφαλι·σειεν classicalασφαλισαιντοασφαλι·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndασφαλισονασφαλι·σονασφαλισαιασφαλι·σαι
3rdασφαλισατωασφαλι·σατωασφαλισασθωασφαλι·σασθω
Pl1st
2ndασφαλισατεασφαλι·σατεασφαλισασθε[GNT]ασφαλι·σασθε
3rdασφαλισατωσαν, ασφαλισαντωνασφαλι·σατωσαν, ασφαλι·σαντων classicalασφαλισασθωσαν, ασφαλισασθωνασφαλι·σασθωσαν, ασφαλι·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
ασφαλισαι​ασφαλι·σαι​ασφαλισασθαι​ασφαλι·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocασφαλισασαασφαλισαςασφαλισανασφαλι·σασ·αασφαλι·σα[ντ]·ςασφαλι·σαν[τ]
Nom
Accασφαλισασανασφαλισανταασφαλι·σασ·ανασφαλι·σαντ·α
Datασφαλισασῃασφαλισαντιασφαλι·σασ·ῃασφαλι·σαντ·ι
Genασφαλισασηςασφαλισαντοςασφαλι·σασ·ηςασφαλι·σαντ·ος
PlVocασφαλισασαιασφαλισαντεςασφαλισανταασφαλι·σασ·αιασφαλι·σαντ·εςασφαλι·σαντ·α
Nom
Accασφαλισασαςασφαλισανταςασφαλι·σασ·αςασφαλι·σαντ·ας
Datασφαλισασαιςασφαλισασι, ασφαλισασινασφαλι·σασ·αιςασφαλι·σα[ντ]·σι(ν)
Genασφαλισασωνασφαλισαντωνασφαλι·σασ·ωνασφαλι·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocασφαλισαμενηασφαλισαμενεασφαλι·σαμεν·ηασφαλι·σαμεν·ε
Nomασφαλισαμενος[LXX]ασφαλι·σαμεν·ος
Accασφαλισαμενηνασφαλισαμενονασφαλι·σαμεν·ηνασφαλι·σαμεν·ον
Datασφαλισαμενῃασφαλισαμενῳασφαλι·σαμεν·ῃασφαλι·σαμεν·ῳ
Genασφαλισαμενηςασφαλισαμενουασφαλι·σαμεν·ηςασφαλι·σαμεν·ου
PlVocασφαλισαμεναιασφαλισαμενοιασφαλισαμεναασφαλι·σαμεν·αιασφαλι·σαμεν·οιασφαλι·σαμεν·α
Nom
Accασφαλισαμεναςασφαλισαμενουςασφαλι·σαμεν·αςασφαλι·σαμεν·ους
Datασφαλισαμεναιςασφαλισαμενοιςασφαλι·σαμεν·αιςασφαλι·σαμεν·οις
Genασφαλισαμενωνασφαλισαμενωνασφαλι·σαμεν·ωνασφαλι·σαμεν·ων

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stησφαλισθηνε·ασφαλισ·θην
2ndησφαλισθηςε·ασφαλισ·θης
3rdησφαλισθηε·ασφαλισ·θη
Pl1stησφαλισθημενε·ασφαλισ·θημεν
2ndησφαλισθητεε·ασφαλισ·θητε
3rdησφαλισθησανε·ασφαλισ·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stασφαλισθησομαιασφαλισ·θησομαι
2ndασφαλισθησῃ, ασφαλισθησειασφαλισ·θησῃ, ασφαλισ·θησει classical
3rdασφαλισθησεταιασφαλισ·θησεται
Pl1stασφαλισθησομεθαασφαλισ·θησομεθα
2ndασφαλισθησεσθεασφαλισ·θησεσθε
3rdασφαλισθησονταιασφαλισ·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stασφαλισθωασφαλισ·θω
2ndασφαλισθῃςασφαλισ·θῃς
3rdασφαλισθῃασφαλισ·θῃ
Pl1stασφαλισθωμενασφαλισ·θωμεν
2ndασφαλισθητεασφαλισ·θητε
3rdασφαλισθωσιν, ασφαλισθωσιασφαλισ·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stασφαλισθειηνασφαλισ·θειην
2ndασφαλισθειηςασφαλισ·θειης
3rdασφαλισθειηασφαλισ·θειη
Pl1stασφαλισθειημεν, ασφαλισθειμενασφαλισ·θειημεν, ασφαλισ·θειμεν classical
2ndασφαλισθειητε, ασφαλισθειτεασφαλισ·θειητε, ασφαλισ·θειτε classical
3rdασφαλισθειησαν, ασφαλισθειενασφαλισ·θειησαν, ασφαλισ·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stασφαλισθησοιμηνασφαλισ·θησοιμην
2ndασφαλισθησοιοασφαλισ·θησοιο
3rdασφαλισθησοιτοασφαλισ·θησοιτο
Pl1stασφαλισθησοιμεθαασφαλισ·θησοιμεθα
2ndασφαλισθησοισθεασφαλισ·θησοισθε
3rdασφαλισθησοιντοασφαλισ·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndασφαλισθητιασφαλισ·θητι
3rdασφαλισθητωασφαλισ·θητω
Pl1st
2ndασφαλισθητεασφαλισ·θητε
3rdασφαλισθητωσαν, ασφαλισθεντωνασφαλισ·θητωσαν, ασφαλισ·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
ασφαλισθηναι[GNT]​ασφαλισ·θηναι

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
ασφαλισθησεσθαι​ασφαλισ·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocασφαλισθεισαασφαλισθειςασφαλισθενασφαλισ·θεισ·αασφαλισ·θει[ντ]·ςασφαλισ·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accασφαλισθεισανασφαλισθενταασφαλισ·θεισ·ανασφαλισ·θε[ι]ντ·α
Datασφαλισθεισῃασφαλισθεντιασφαλισ·θεισ·ῃασφαλισ·θε[ι]ντ·ι
Genασφαλισθεισηςασφαλισθεντοςασφαλισ·θεισ·ηςασφαλισ·θε[ι]ντ·ος
PlVocασφαλισθεισαιασφαλισθεντεςασφαλισθενταασφαλισ·θεισ·αιασφαλισ·θε[ι]ντ·εςασφαλισ·θε[ι]ντ·α
Nom
Accασφαλισθεισαςασφαλισθενταςασφαλισ·θεισ·αςασφαλισ·θε[ι]ντ·ας
Datασφαλισθεισαιςασφαλισθεισι, ασφαλισθεισινασφαλισ·θεισ·αιςασφαλισ·θει[ντ]·σι(ν)
Genασφαλισθεισωνασφαλισθεντωνασφαλισ·θεισ·ωνασφαλισ·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocασφαλισθησομενηασφαλισθησομενεασφαλισ·θησομεν·ηασφαλισ·θησομεν·ε
Nomασφαλισθησομενοςασφαλισ·θησομεν·ος
Accασφαλισθησομενηνασφαλισθησομενονασφαλισ·θησομεν·ηνασφαλισ·θησομεν·ον
Datασφαλισθησομενῃασφαλισθησομενῳασφαλισ·θησομεν·ῃασφαλισ·θησομεν·ῳ
Genασφαλισθησομενηςασφαλισθησομενουασφαλισ·θησομεν·ηςασφαλισ·θησομεν·ου
PlVocασφαλισθησομεναιασφαλισθησομενοιασφαλισθησομεναασφαλισ·θησομεν·αιασφαλισ·θησομεν·οιασφαλισ·θησομεν·α
Nom
Accασφαλισθησομεναςασφαλισθησομενουςασφαλισ·θησομεν·αςασφαλισ·θησομεν·ους
Datασφαλισθησομεναιςασφαλισθησομενοιςασφαλισ·θησομεν·αιςασφαλισ·θησομεν·οις
Genασφαλισθησομενωνασφαλισθησομενωνασφαλισ·θησομεν·ωνασφαλισ·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 10:26:22 EDT