επισειω • EPISEIW • episeiō

Search: επεσεισεν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
επεσεισενἐπισείωεπι·ε·σει·σε(ν)1aor act ind 3rd sg

ἐπι·σείω [LXX] (επι+σει-, -, επι+σει·σ-, επι+σεσει·κ-, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπισειωεπι·σει·ωεπισειομαιεπι·σει·ομαι
2ndεπισειειςεπι·σει·ειςεπισειῃ, επισειει[LXX], επισειεσαιεπι·σει·ῃ, επι·σει·ει classical, επι·σει·εσαι alt
3rdεπισειει[LXX]επι·σει·ειεπισειεταιεπι·σει·εται
Pl1stεπισειομενεπι·σει·ομενεπισειομεθαεπι·σει·ομεθα
2ndεπισειετεεπι·σει·ετεεπισειεσθεεπι·σει·εσθε
3rdεπισειουσιν, επισειουσιεπι·σει·ουσι(ν)επισειονταιεπι·σει·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπισειωεπι·σει·ωεπισειωμαιεπι·σει·ωμαι
2ndεπισειῃςεπι·σει·ῃςεπισειῃεπι·σει·ῃ
3rdεπισειῃεπι·σει·ῃεπισειηταιεπι·σει·ηται
Pl1stεπισειωμενεπι·σει·ωμενεπισειωμεθαεπι·σει·ωμεθα
2ndεπισειητεεπι·σει·ητεεπισειησθεεπι·σει·ησθε
3rdεπισειωσιν, επισειωσιεπι·σει·ωσι(ν)επισειωνταιεπι·σει·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπισειοιμιεπι·σει·οιμιεπισειοιμηνεπι·σει·οιμην
2ndεπισειοιςεπι·σει·οιςεπισειοιοεπι·σει·οιο
3rdεπισειοιεπι·σει·οιεπισειοιτοεπι·σει·οιτο
Pl1stεπισειοιμενεπι·σει·οιμενεπισειοιμεθαεπι·σει·οιμεθα
2ndεπισειοιτεεπι·σει·οιτεεπισειοισθεεπι·σει·οισθε
3rdεπισειοιεν, επισειοισανεπι·σει·οιεν, επι·σει·οισαν altεπισειοιντοεπι·σει·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεπισειεεπι·σει·εεπισειουεπι·σει·ου
3rdεπισειετωεπι·σει·ετωεπισειεσθωεπι·σει·εσθω
Pl1st
2ndεπισειετεεπι·σει·ετεεπισειεσθεεπι·σει·εσθε
3rdεπισειετωσαν, επισειοντωνεπι·σει·ετωσαν, επι·σει·οντων classicalεπισειεσθωσαν, επισειεσθωνεπι·σει·εσθωσαν, επι·σει·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
επισειειν​επι·σει·ειν​επισειεσθαι​επι·σει·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπισειουσαεπισειονεπι·σει·ουσ·αεπι·σει·ο[υ]ν[τ]
Nomεπισειωνεπι·σει·ο[υ]ν[τ]·^
Accεπισειουσανεπισειονταεπι·σει·ουσ·ανεπι·σει·ο[υ]ντ·α
Datεπισειουσῃεπισειοντιεπι·σει·ουσ·ῃεπι·σει·ο[υ]ντ·ι
Genεπισειουσηςεπισειοντοςεπι·σει·ουσ·ηςεπι·σει·ο[υ]ντ·ος
PlVocεπισειουσαιεπισειοντεςεπισειονταεπι·σει·ουσ·αιεπι·σει·ο[υ]ντ·εςεπι·σει·ο[υ]ντ·α
Nom
Accεπισειουσαςεπισειονταςεπι·σει·ουσ·αςεπι·σει·ο[υ]ντ·ας
Datεπισειουσαιςεπισειουσι, επισειουσινεπι·σει·ουσ·αιςεπι·σει·ου[ντ]·σι(ν)
Genεπισειουσωνεπισειοντωνεπι·σει·ουσ·ωνεπι·σει·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπισειομενηεπισειομενεεπι·σει·ομεν·ηεπι·σει·ομεν·ε
Nomεπισειομενοςεπι·σει·ομεν·ος
Accεπισειομενηνεπισειομενονεπι·σει·ομεν·ηνεπι·σει·ομεν·ον
Datεπισειομενῃεπισειομενῳεπι·σει·ομεν·ῃεπι·σει·ομεν·ῳ
Genεπισειομενηςεπισειομενουεπι·σει·ομεν·ηςεπι·σει·ομεν·ου
PlVocεπισειομεναιεπισειομενοιεπισειομεναεπι·σει·ομεν·αιεπι·σει·ομεν·οιεπι·σει·ομεν·α
Nom
Accεπισειομεναςεπισειομενουςεπι·σει·ομεν·αςεπι·σει·ομεν·ους
Datεπισειομεναιςεπισειομενοιςεπι·σει·ομεν·αιςεπι·σει·ομεν·οις
Genεπισειομενωνεπισειομενωνεπι·σει·ομεν·ωνεπι·σει·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπεσειονεπι·ε·σει·ονεπεσειομηνεπι·ε·σει·ομην
2ndεπεσειεςεπι·ε·σει·εςεπεσειουεπι·ε·σει·ου
3rdεπεσειεν, επεσειεεπι·ε·σει·ε(ν)επεσειετοεπι·ε·σει·ετο
Pl1stεπεσειομενεπι·ε·σει·ομενεπεσειομεθαεπι·ε·σει·ομεθα
2ndεπεσειετεεπι·ε·σει·ετεεπεσειεσθεεπι·ε·σει·εσθε
3rdεπεσειον, επεσειοσανεπι·ε·σει·ον, επι·ε·σει·οσαν altεπεσειοντοεπι·ε·σει·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπεσεισαεπι·ε·σει·σαεπεσεισαμηνεπι·ε·σει·σαμην
2ndεπεσεισαςεπι·ε·σει·σαςεπεσεισωεπι·ε·σει·σω
3rdεπεσεισεν[LXX], επεσεισεεπι·ε·σει·σε(ν), επι·ε·σει·σε(ν)επεσεισατοεπι·ε·σει·σατο
Pl1stεπεσεισαμενεπι·ε·σει·σαμενεπεσεισαμεθαεπι·ε·σει·σαμεθα
2ndεπεσεισατεεπι·ε·σει·σατεεπεσεισασθεεπι·ε·σει·σασθε
3rdεπεσεισανεπι·ε·σει·σανεπεσεισαντοεπι·ε·σει·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπισεισωεπι·σει·σωεπισεισωμαιεπι·σει·σωμαι
2ndεπισεισῃςεπι·σει·σῃςεπισεισῃεπι·σει·σῃ
3rdεπισεισῃεπι·σει·σῃεπισεισηταιεπι·σει·σηται
Pl1stεπισεισωμενεπι·σει·σωμενεπισεισωμεθαεπι·σει·σωμεθα
2ndεπισεισητεεπι·σει·σητεεπισεισησθεεπι·σει·σησθε
3rdεπισεισωσιν, επισεισωσιεπι·σει·σωσι(ν)επισεισωνταιεπι·σει·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπισεισαιμιεπι·σει·σαιμιεπισεισαιμηνεπι·σει·σαιμην
2ndεπισεισαις, επισεισειαςεπι·σει·σαις, επι·σει·σειας classicalεπισεισαιοεπι·σει·σαιο
3rdεπισεισαι, επισεισειεεπι·σει·σαι, επι·σει·σειε classicalεπισεισαιτοεπι·σει·σαιτο
Pl1stεπισεισαιμενεπι·σει·σαιμενεπισεισαιμεθαεπι·σει·σαιμεθα
2ndεπισεισαιτεεπι·σει·σαιτεεπισεισαισθεεπι·σει·σαισθε
3rdεπισεισαιεν, επισεισαισαν, επισεισειαν, επισεισειενεπι·σει·σαιεν, επι·σει·σαισαν alt, επι·σει·σειαν classical, επι·σει·σειεν classicalεπισεισαιντοεπι·σει·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεπισεισονεπι·σει·σονεπισεισαιεπι·σει·σαι
3rdεπισεισατωεπι·σει·σατωεπισεισασθωεπι·σει·σασθω
Pl1st
2ndεπισεισατεεπι·σει·σατεεπισεισασθεεπι·σει·σασθε
3rdεπισεισατωσαν, επισεισαντωνεπι·σει·σατωσαν, επι·σει·σαντων classicalεπισεισασθωσαν, επισεισασθωνεπι·σει·σασθωσαν, επι·σει·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
επισεισαι​επι·σει·σαι​επισεισασθαι​επι·σει·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπισεισασαεπισεισαςεπισεισανεπι·σει·σασ·αεπι·σει·σα[ντ]·ςεπι·σει·σαν[τ]
Nom
Accεπισεισασανεπισεισανταεπι·σει·σασ·ανεπι·σει·σαντ·α
Datεπισεισασῃεπισεισαντιεπι·σει·σασ·ῃεπι·σει·σαντ·ι
Genεπισεισασηςεπισεισαντοςεπι·σει·σασ·ηςεπι·σει·σαντ·ος
PlVocεπισεισασαιεπισεισαντεςεπισεισανταεπι·σει·σασ·αιεπι·σει·σαντ·εςεπι·σει·σαντ·α
Nom
Accεπισεισασαςεπισεισανταςεπι·σει·σασ·αςεπι·σει·σαντ·ας
Datεπισεισασαιςεπισεισασι, επισεισασινεπι·σει·σασ·αιςεπι·σει·σα[ντ]·σι(ν)
Genεπισεισασωνεπισεισαντωνεπι·σει·σασ·ωνεπι·σει·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπισεισαμενηεπισεισαμενεεπι·σει·σαμεν·ηεπι·σει·σαμεν·ε
Nomεπισεισαμενοςεπι·σει·σαμεν·ος
Accεπισεισαμενηνεπισεισαμενονεπι·σει·σαμεν·ηνεπι·σει·σαμεν·ον
Datεπισεισαμενῃεπισεισαμενῳεπι·σει·σαμεν·ῃεπι·σει·σαμεν·ῳ
Genεπισεισαμενηςεπισεισαμενουεπι·σει·σαμεν·ηςεπι·σει·σαμεν·ου
PlVocεπισεισαμεναιεπισεισαμενοιεπισεισαμεναεπι·σει·σαμεν·αιεπι·σει·σαμεν·οιεπι·σει·σαμεν·α
Nom
Accεπισεισαμεναςεπισεισαμενουςεπι·σει·σαμεν·αςεπι·σει·σαμεν·ους
Datεπισεισαμεναιςεπισεισαμενοιςεπι·σει·σαμεν·αιςεπι·σει·σαμεν·οις
Genεπισεισαμενωνεπισεισαμενωνεπι·σει·σαμεν·ωνεπι·σει·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπισεσεικαεπι·σεσει·κα
2ndεπισεσεικας, επισεσεικεςεπι·σεσει·κας, επι·σεσει·κες alt
3rdεπισεσεικεν, επισεσεικεεπι·σεσει·κε(ν)
Pl1stεπισεσεικαμενεπι·σεσει·καμεν
2ndεπισεσεικατεεπι·σεσει·κατε
3rdεπισεσεικασιν, επισεσεικασι, επισεσεικανεπι·σεσει·κασι(ν), επι·σεσει·καν alt

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπισεσεικωεπι·σεσει·κω
2ndεπισεσεικῃςεπι·σεσει·κῃς
3rdεπισεσεικῃεπι·σεσει·κῃ
Pl1stεπισεσεικωμενεπι·σεσει·κωμεν
2ndεπισεσεικητεεπι·σεσει·κητε
3rdεπισεσεικωσιν, επισεσεικωσιεπι·σεσει·κωσι(ν)

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπισεσεικοιμι, επισεσεικοιηνεπι·σεσει·κοιμι, επι·σεσει·κοιην classical
2ndεπισεσεικοις, επισεσεικοιηςεπι·σεσει·κοις, επι·σεσει·κοιης classical
3rdεπισεσεικοι, επισεσεικοιηεπι·σεσει·κοι, επι·σεσει·κοιη classical
Pl1stεπισεσεικοιμενεπι·σεσει·κοιμεν
2ndεπισεσεικοιτεεπι·σεσει·κοιτε
3rdεπισεσεικοιενεπι·σεσει·κοιεν

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεπισεσεικεεπι·σεσει·κε
3rdεπισεσεικετωεπι·σεσει·κετω
Pl1st
2ndεπισεσεικετεεπι·σεσει·κετε
3rdεπισεσεικετωσανεπι·σεσει·κετωσαν

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
επισεσεικεναι​επι·σεσει·κεναι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπισεσεικυιαεπισεσεικοςεπι·σεσει·κυι·αεπι·σεσει·κο[τ]·ς
Nomεπισεσεικως[LXX]επι·σεσει·κο[τ]·^ς
Accεπισεσεικυιανεπισεσεικοταεπι·σεσει·κυι·ανεπι·σεσει·κοτ·α
Datεπισεσεικυιᾳεπισεσεικοτιεπι·σεσει·κυι·ᾳεπι·σεσει·κοτ·ι
Genεπισεσεικυιαςεπισεσεικοτοςεπι·σεσει·κυι·αςεπι·σεσει·κοτ·ος
PlVocεπισεσεικυιαιεπισεσεικοτεςεπισεσεικοταεπι·σεσει·κυι·αιεπι·σεσει·κοτ·εςεπι·σεσει·κοτ·α
Nom
Accεπισεσεικυιαςεπισεσεικοταςεπι·σεσει·κυι·αςεπι·σεσει·κοτ·ας
Datεπισεσεικυιαιςεπισεσεικοσι, επισεσεικοσινεπι·σεσει·κυι·αιςεπι·σεσει·κο[τ]·σι(ν)
Genεπισεσεικυιωνεπισεσεικοτωνεπι·σεσει·κυι·ωνεπι·σεσει·κοτ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπεσεσεικειν, επεσεσεικηεπι·ε·σεσει·κειν, επι·ε·σεσει·κη classical
2ndεπεσεσεικεις, επεσεσεικηςεπι·ε·σεσει·κεις, επι·ε·σεσει·κης classical
3rdεπεσεσεικειεπι·ε·σεσει·κει
Pl1stεπεσεσεικειμεν, επεσεσεικεμενεπι·ε·σεσει·κειμεν, επι·ε·σεσει·κεμεν classical
2ndεπεσεσεικειτε, επεσεσεικετεεπι·ε·σεσει·κειτε, επι·ε·σεσει·κετε classical
3rdεπεσεσεικεισαν, επεσεσεικεσανεπι·ε·σεσει·κεισαν, επι·ε·σεσει·κεσαν classical

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 19-Mar-2024 06:13:22 EDT