επιστελλω • EPISTELLW • epistellō

Search: επεστειλαμεν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
επεστειλαμενἐπιστέλλωεπι·ε·στειλ·[σ]αμεν1aor act ind 1st pl

ἐπι·στέλλω (-, -, επι+στειλ·[σ]-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπεστειλα[GNT]επι·ε·στειλ·[σ]αεπεστειλαμηνεπι·ε·στειλ·[σ]αμην
2ndεπεστειλαςεπι·ε·στειλ·[σ]αςεπεστειλωεπι·ε·στειλ·[σ]ω
3rdεπεστειλεν, επεστειλεεπι·ε·στειλ·[σ]ε(ν)επεστειλατοεπι·ε·στειλ·[σ]ατο
Pl1stεπεστειλαμεν[GNT]επι·ε·στειλ·[σ]αμενεπεστειλαμεθαεπι·ε·στειλ·[σ]αμεθα
2ndεπεστειλατεεπι·ε·στειλ·[σ]ατεεπεστειλασθεεπι·ε·στειλ·[σ]ασθε
3rdεπεστειλανεπι·ε·στειλ·[σ]ανεπεστειλαντοεπι·ε·στειλ·[σ]αντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπιστειλωεπι·στειλ·[σ]ωεπιστειλωμαιεπι·στειλ·[σ]ωμαι
2ndεπιστειλῃςεπι·στειλ·[σ]ῃςεπιστειλῃεπι·στειλ·[σ]ῃ
3rdεπιστειλῃεπι·στειλ·[σ]ῃεπιστειληταιεπι·στειλ·[σ]ηται
Pl1stεπιστειλωμενεπι·στειλ·[σ]ωμενεπιστειλωμεθαεπι·στειλ·[σ]ωμεθα
2ndεπιστειλητεεπι·στειλ·[σ]ητεεπιστειλησθεεπι·στειλ·[σ]ησθε
3rdεπιστειλωσιν, επιστειλωσιεπι·στειλ·[σ]ωσι(ν)επιστειλωνταιεπι·στειλ·[σ]ωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπιστειλαιμιεπι·στειλ·[σ]αιμιεπιστειλαιμηνεπι·στειλ·[σ]αιμην
2ndεπιστειλαις, επιστειλειαςεπι·στειλ·[σ]αις, επι·στειλ·[σ]ειας classicalεπιστειλαιοεπι·στειλ·[σ]αιο
3rdεπιστειλαι[GNT], επιστειλειεεπι·στειλ·[σ]αι, επι·στειλ·[σ]ειε classicalεπιστειλαιτοεπι·στειλ·[σ]αιτο
Pl1stεπιστειλαιμενεπι·στειλ·[σ]αιμενεπιστειλαιμεθαεπι·στειλ·[σ]αιμεθα
2ndεπιστειλαιτεεπι·στειλ·[σ]αιτεεπιστειλαισθεεπι·στειλ·[σ]αισθε
3rdεπιστειλαιεν, επιστειλαισαν, επιστειλειαν, επιστειλειενεπι·στειλ·[σ]αιεν, επι·στειλ·[σ]αισαν alt, επι·στειλ·[σ]ειαν classical, επι·στειλ·[σ]ειεν classicalεπιστειλαιντοεπι·στειλ·[σ]αιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεπιστειλονεπι·στειλ·[σ]ονεπιστειλαι[GNT]επι·στειλ·[σ]αι
3rdεπιστειλατωεπι·στειλ·[σ]ατωεπιστειλασθωεπι·στειλ·[σ]ασθω
Pl1st
2ndεπιστειλατεεπι·στειλ·[σ]ατεεπιστειλασθεεπι·στειλ·[σ]ασθε
3rdεπιστειλατωσαν, επιστειλαντωνεπι·στειλ·[σ]ατωσαν, επι·στειλ·[σ]αντων classicalεπιστειλασθωσαν, επιστειλασθωνεπι·στειλ·[σ]ασθωσαν, επι·στειλ·[σ]ασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
επιστειλαι[GNT]​επι·στειλ·[σ]αιεπιστειλασθαι​επι·στειλ·[σ]ασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπιστειλασαεπιστειλαςεπιστειλανεπι·στειλ·[σ]ασ·αεπι·στειλ·[σ]α[ντ]·ςεπι·στειλ·[σ]αν[τ]
Nom
Accεπιστειλασανεπιστειλανταεπι·στειλ·[σ]ασ·ανεπι·στειλ·[σ]αντ·α
Datεπιστειλασῃεπιστειλαντιεπι·στειλ·[σ]ασ·ῃεπι·στειλ·[σ]αντ·ι
Genεπιστειλασηςεπιστειλαντοςεπι·στειλ·[σ]ασ·ηςεπι·στειλ·[σ]αντ·ος
PlVocεπιστειλασαιεπιστειλαντεςεπιστειλανταεπι·στειλ·[σ]ασ·αιεπι·στειλ·[σ]αντ·εςεπι·στειλ·[σ]αντ·α
Nom
Accεπιστειλασαςεπιστειλανταςεπι·στειλ·[σ]ασ·αςεπι·στειλ·[σ]αντ·ας
Datεπιστειλασαιςεπιστειλασι, επιστειλασινεπι·στειλ·[σ]ασ·αιςεπι·στειλ·[σ]α[ντ]·σι(ν)
Genεπιστειλασωνεπιστειλαντωνεπι·στειλ·[σ]ασ·ωνεπι·στειλ·[σ]αντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπιστειλαμενηεπιστειλαμενεεπι·στειλ·[σ]αμεν·ηεπι·στειλ·[σ]αμεν·ε
Nomεπιστειλαμενοςεπι·στειλ·[σ]αμεν·ος
Accεπιστειλαμενηνεπιστειλαμενονεπι·στειλ·[σ]αμεν·ηνεπι·στειλ·[σ]αμεν·ον
Datεπιστειλαμενῃεπιστειλαμενῳεπι·στειλ·[σ]αμεν·ῃεπι·στειλ·[σ]αμεν·ῳ
Genεπιστειλαμενηςεπιστειλαμενουεπι·στειλ·[σ]αμεν·ηςεπι·στειλ·[σ]αμεν·ου
PlVocεπιστειλαμεναιεπιστειλαμενοιεπιστειλαμεναεπι·στειλ·[σ]αμεν·αιεπι·στειλ·[σ]αμεν·οιεπι·στειλ·[σ]αμεν·α
Nom
Accεπιστειλαμεναςεπιστειλαμενουςεπι·στειλ·[σ]αμεν·αςεπι·στειλ·[σ]αμεν·ους
Datεπιστειλαμεναιςεπιστειλαμενοιςεπι·στειλ·[σ]αμεν·αιςεπι·στειλ·[σ]αμεν·οις
Genεπιστειλαμενωνεπιστειλαμενωνεπι·στειλ·[σ]αμεν·ωνεπι·στειλ·[σ]αμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 23-Apr-2024 14:56:04 EDT