εξεραυναω εξερευναω • EXERAUNAW EXEREUNAW ECERAUNAW ECEREUNAW • exeraunaō exereunaō

Search: εξερευνησετε

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
εξερευνησετεἐξερευνάωεξ·ερευνη·σετεfut act ind 2nd pl

ἐξ·εραυνάω v.l. -ερευνάω (εξ+ερευν(α)-, εξ+ερευνη·σ-, εξ+εραυνη·σ-/εξ+ερευνη·σ-, -, -, εξ+ερευνη·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξερευνωεξ·ερευν(α)·ωεξερευνωμαιεξ·ερευν(α)·ομαι
2ndεξερευνᾳςεξ·ερευν(α)·ειςεξερευνᾳ, εξερευνασαιεξ·ερευν(α)·ῃ, εξ·ερευν(α)·ει classical, εξ·ερευν(α)·εσαι alt
3rdεξερευνᾳεξ·ερευν(α)·ειεξερευναταιεξ·ερευν(α)·εται
Pl1stεξερευνωμενεξ·ερευν(α)·ομενεξερευνωμεθαεξ·ερευν(α)·ομεθα
2ndεξερευνατεεξ·ερευν(α)·ετεεξερευνασθεεξ·ερευν(α)·εσθε
3rdεξερευνωσιν, εξερευνωσιεξ·ερευν(α)·ουσι(ν)εξερευνωνταιεξ·ερευν(α)·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξερευνωεξ·ερευν(α)·ωεξερευνωμαιεξ·ερευν(α)·ωμαι
2ndεξερευνᾳςεξ·ερευν(α)·ῃςεξερευνᾳεξ·ερευν(α)·ῃ
3rdεξερευνᾳεξ·ερευν(α)·ῃεξερευναταιεξ·ερευν(α)·ηται
Pl1stεξερευνωμενεξ·ερευν(α)·ωμενεξερευνωμεθαεξ·ερευν(α)·ωμεθα
2ndεξερευνατεεξ·ερευν(α)·ητεεξερευνασθεεξ·ερευν(α)·ησθε
3rdεξερευνωσιν, εξερευνωσιεξ·ερευν(α)·ωσι(ν)εξερευνωνταιεξ·ερευν(α)·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξερευνῳμιεξ·ερευν(α)·οιμιεξερευνῳμηνεξ·ερευν(α)·οιμην
2ndεξερευνῳςεξ·ερευν(α)·οιςεξερευνῳοεξ·ερευν(α)·οιο
3rdεξερευνῳεξ·ερευν(α)·οιεξερευνῳτοεξ·ερευν(α)·οιτο
Pl1stεξερευνῳμενεξ·ερευν(α)·οιμενεξερευνῳμεθαεξ·ερευν(α)·οιμεθα
2ndεξερευνῳτεεξ·ερευν(α)·οιτεεξερευνῳσθεεξ·ερευν(α)·οισθε
3rdεξερευνῳεν, εξερευνῳσανεξ·ερευν(α)·οιεν, εξ·ερευν(α)·οισαν altεξερευνῳντοεξ·ερευν(α)·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξερευναεξ·ερευν(α)·εεξερευνωεξ·ερευν(α)·ου
3rdεξερευνατωεξ·ερευν(α)·ετωεξερευνασθωεξ·ερευν(α)·εσθω
Pl1st
2ndεξερευνατεεξ·ερευν(α)·ετεεξερευνασθεεξ·ερευν(α)·εσθε
3rdεξερευνατωσαν, εξερευνωντωνεξ·ερευν(α)·ετωσαν, εξ·ερευν(α)·οντων classicalεξερευνασθωσαν, εξερευνασθωνεξ·ερευν(α)·εσθωσαν, εξ·ερευν(α)·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξερευνᾳν, εξερευναν​εξ·ερευν(α)·ειν, εξ·ερευν(α)·ειν > εξερευναν​εξερευνασθαι​εξ·ερευν(α)·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξερευνωσαεξερευνων[LXX]εξ·ερευν(α)·ουσ·αεξ·ερευν(α)·ο[υ]ν[τ]
Nomεξερευνων[LXX]εξ·ερευν(α)·ο[υ]ν[τ]·^
Accεξερευνωσανεξερευνωνταεξ·ερευν(α)·ουσ·ανεξ·ερευν(α)·ο[υ]ντ·α
Datεξερευνωσῃεξερευνωντιεξ·ερευν(α)·ουσ·ῃεξ·ερευν(α)·ο[υ]ντ·ι
Genεξερευνωσηςεξερευνωντοςεξ·ερευν(α)·ουσ·ηςεξ·ερευν(α)·ο[υ]ντ·ος
PlVocεξερευνωσαιεξερευνωντες[LXX]εξερευνωνταεξ·ερευν(α)·ουσ·αιεξ·ερευν(α)·ο[υ]ντ·εςεξ·ερευν(α)·ο[υ]ντ·α
Nom
Accεξερευνωσαςεξερευνωνταςεξ·ερευν(α)·ουσ·αςεξ·ερευν(α)·ο[υ]ντ·ας
Datεξερευνωσαιςεξερευνωσι, εξερευνωσινεξ·ερευν(α)·ουσ·αιςεξ·ερευν(α)·ου[ντ]·σι(ν)
Genεξερευνωσωνεξερευνωντωνεξ·ερευν(α)·ουσ·ωνεξ·ερευν(α)·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξερευνωμενηεξερευνωμενεεξ·ερευν(α)·ομεν·ηεξ·ερευν(α)·ομεν·ε
Nomεξερευνωμενοςεξ·ερευν(α)·ομεν·ος
Accεξερευνωμενηνεξερευνωμενονεξ·ερευν(α)·ομεν·ηνεξ·ερευν(α)·ομεν·ον
Datεξερευνωμενῃεξερευνωμενῳεξ·ερευν(α)·ομεν·ῃεξ·ερευν(α)·ομεν·ῳ
Genεξερευνωμενηςεξερευνωμενουεξ·ερευν(α)·ομεν·ηςεξ·ερευν(α)·ομεν·ου
PlVocεξερευνωμεναιεξερευνωμενοιεξερευνωμεναεξ·ερευν(α)·ομεν·αιεξ·ερευν(α)·ομεν·οιεξ·ερευν(α)·ομεν·α
Nom
Accεξερευνωμεναςεξερευνωμενουςεξ·ερευν(α)·ομεν·αςεξ·ερευν(α)·ομεν·ους
Datεξερευνωμεναιςεξερευνωμενοιςεξ·ερευν(α)·ομεν·αιςεξ·ερευν(α)·ομεν·οις
Genεξερευνωμενωνεξερευνωμενωνεξ·ερευν(α)·ομεν·ωνεξ·ερευν(α)·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξηρευνων[LXX]εξ·ε·ερευν(α)·ονεξηρευνωμηνεξ·ε·ερευν(α)·ομην
2ndεξηρευναςεξ·ε·ερευν(α)·εςεξηρευνωεξ·ε·ερευν(α)·ου
3rdεξηρευναεξ·ε·ερευν(α)·εεξηρευνατοεξ·ε·ερευν(α)·ετο
Pl1stεξηρευνωμενεξ·ε·ερευν(α)·ομενεξηρευνωμεθαεξ·ε·ερευν(α)·ομεθα
2ndεξηρευνατεεξ·ε·ερευν(α)·ετεεξηρευνασθεεξ·ε·ερευν(α)·εσθε
3rdεξηρευνων[LXX], εξηρευνωσανεξ·ε·ερευν(α)·ον, εξ·ε·ερευν(α)·οσαν altεξηρευνωντοεξ·ε·ερευν(α)·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξερευνησω[LXX]εξ·ερευνη·σωεξερευνησομαιεξ·ερευνη·σομαι
2ndεξερευνησειςεξ·ερευνη·σειςεξερευνησῃ, εξερευνησει[LXX], εξερευνησεσαιεξ·ερευνη·σῃ, εξ·ερευνη·σει classical, εξ·ερευνη·σεσαι alt
3rdεξερευνησει[LXX]εξ·ερευνη·σειεξερευνησεταιεξ·ερευνη·σεται
Pl1stεξερευνησομενεξ·ερευνη·σομενεξερευνησομεθαεξ·ερευνη·σομεθα
2ndεξερευνησετε[LXX]εξ·ερευνη·σετεεξερευνησεσθεεξ·ερευνη·σεσθε
3rdεξερευνησουσιν, εξερευνησουσιεξ·ερευνη·σουσι(ν)εξερευνησονταιεξ·ερευνη·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξερευνησοιμιεξ·ερευνη·σοιμιεξερευνησοιμηνεξ·ερευνη·σοιμην
2ndεξερευνησοιςεξ·ερευνη·σοιςεξερευνησοιοεξ·ερευνη·σοιο
3rdεξερευνησοιεξ·ερευνη·σοιεξερευνησοιτοεξ·ερευνη·σοιτο
Pl1stεξερευνησοιμενεξ·ερευνη·σοιμενεξερευνησοιμεθαεξ·ερευνη·σοιμεθα
2ndεξερευνησοιτεεξ·ερευνη·σοιτεεξερευνησοισθεεξ·ερευνη·σοισθε
3rdεξερευνησοιενεξ·ερευνη·σοιενεξερευνησοιντοεξ·ερευνη·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξερευνησειν​εξ·ερευνη·σειν​εξερευνησεσθαι​εξ·ερευνη·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξερευνησουσαεξερευνησονεξ·ερευνη·σουσ·αεξ·ερευνη·σο[υ]ν[τ]
Nomεξερευνησωνεξ·ερευνη·σο[υ]ν[τ]·^
Accεξερευνησουσανεξερευνησονταεξ·ερευνη·σουσ·ανεξ·ερευνη·σο[υ]ντ·α
Datεξερευνησουσῃεξερευνησοντιεξ·ερευνη·σουσ·ῃεξ·ερευνη·σο[υ]ντ·ι
Genεξερευνησουσηςεξερευνησοντοςεξ·ερευνη·σουσ·ηςεξ·ερευνη·σο[υ]ντ·ος
PlVocεξερευνησουσαιεξερευνησοντεςεξερευνησονταεξ·ερευνη·σουσ·αιεξ·ερευνη·σο[υ]ντ·εςεξ·ερευνη·σο[υ]ντ·α
Nom
Accεξερευνησουσαςεξερευνησονταςεξ·ερευνη·σουσ·αςεξ·ερευνη·σο[υ]ντ·ας
Datεξερευνησουσαιςεξερευνησουσι, εξερευνησουσινεξ·ερευνη·σουσ·αιςεξ·ερευνη·σου[ντ]·σι(ν)
Genεξερευνησουσωνεξερευνησοντωνεξ·ερευνη·σουσ·ωνεξ·ερευνη·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξερευνησομενηεξερευνησομενεεξ·ερευνη·σομεν·ηεξ·ερευνη·σομεν·ε
Nomεξερευνησομενοςεξ·ερευνη·σομεν·ος
Accεξερευνησομενηνεξερευνησομενονεξ·ερευνη·σομεν·ηνεξ·ερευνη·σομεν·ον
Datεξερευνησομενῃεξερευνησομενῳεξ·ερευνη·σομεν·ῃεξ·ερευνη·σομεν·ῳ
Genεξερευνησομενηςεξερευνησομενουεξ·ερευνη·σομεν·ηςεξ·ερευνη·σομεν·ου
PlVocεξερευνησομεναιεξερευνησομενοιεξερευνησομεναεξ·ερευνη·σομεν·αιεξ·ερευνη·σομεν·οιεξ·ερευνη·σομεν·α
Nom
Accεξερευνησομεναςεξερευνησομενουςεξ·ερευνη·σομεν·αςεξ·ερευνη·σομεν·ους
Datεξερευνησομεναιςεξερευνησομενοιςεξ·ερευνη·σομεν·αιςεξ·ερευνη·σομεν·οις
Genεξερευνησομενωνεξερευνησομενωνεξ·ερευνη·σομεν·ωνεξ·ερευνη·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξηραυνησα, εξηρευνησαεξ·ε·εραυνη·σα, εξ·ε·ερευνη·σαεξηραυνησαμην, εξηρευνησαμηνεξ·ε·εραυνη·σαμην, εξ·ε·ερευνη·σαμην
2ndεξηραυνησας, εξηρευνησαςεξ·ε·εραυνη·σας, εξ·ε·ερευνη·σαςεξηραυνησω, εξηρευνησωεξ·ε·εραυνη·σω, εξ·ε·ερευνη·σω
3rdεξηραυνησεν, εξηραυνησε, εξηρευνησεν[LXX], εξηρευνησεεξ·ε·εραυνη·σε(ν), εξ·ε·ερευνη·σε(ν), εξ·ε·ερευνη·σε(ν)εξηραυνησατο, εξηρευνησατοεξ·ε·εραυνη·σατο, εξ·ε·ερευνη·σατο
Pl1stεξηραυνησαμεν, εξηρευνησαμενεξ·ε·εραυνη·σαμεν, εξ·ε·ερευνη·σαμενεξηραυνησαμεθα, εξηρευνησαμεθαεξ·ε·εραυνη·σαμεθα, εξ·ε·ερευνη·σαμεθα
2ndεξηραυνησατε, εξηρευνησατεεξ·ε·εραυνη·σατε, εξ·ε·ερευνη·σατεεξηραυνησασθε, εξηρευνησασθεεξ·ε·εραυνη·σασθε, εξ·ε·ερευνη·σασθε
3rdεξηραυνησαν[GNT], εξηρευνησαν[GNT][LXX]εξ·ε·εραυνη·σαν, εξ·ε·ερευνη·σανεξηραυνησαντο, εξηρευνησαντοεξ·ε·εραυνη·σαντο, εξ·ε·ερευνη·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεραυνησω, εξερευνησω[LXX]εξ·εραυνη·σω, εξ·ερευνη·σωεξεραυνησωμαι, εξερευνησωμαιεξ·εραυνη·σωμαι, εξ·ερευνη·σωμαι
2ndεξεραυνησῃς, εξερευνησῃς[LXX]εξ·εραυνη·σῃς, εξ·ερευνη·σῃςεξεραυνησῃ, εξερευνησῃεξ·εραυνη·σῃ, εξ·ερευνη·σῃ
3rdεξεραυνησῃ, εξερευνησῃεξ·εραυνη·σῃ, εξ·ερευνη·σῃεξεραυνησηται, εξερευνησηταιεξ·εραυνη·σηται, εξ·ερευνη·σηται
Pl1stεξεραυνησωμεν, εξερευνησωμενεξ·εραυνη·σωμεν, εξ·ερευνη·σωμενεξεραυνησωμεθα, εξερευνησωμεθαεξ·εραυνη·σωμεθα, εξ·ερευνη·σωμεθα
2ndεξεραυνησητε, εξερευνησητεεξ·εραυνη·σητε, εξ·ερευνη·σητεεξεραυνησησθε, εξερευνησησθεεξ·εραυνη·σησθε, εξ·ερευνη·σησθε
3rdεξεραυνησωσιν, εξεραυνησωσι, εξερευνησωσιν[LXX], εξερευνησωσιεξ·εραυνη·σωσι(ν), εξ·ερευνη·σωσι(ν), εξ·ερευνη·σωσι(ν)εξεραυνησωνται, εξερευνησωνταιεξ·εραυνη·σωνται, εξ·ερευνη·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεραυνησαιμι, εξερευνησαιμιεξ·εραυνη·σαιμι, εξ·ερευνη·σαιμιεξεραυνησαιμην, εξερευνησαιμηνεξ·εραυνη·σαιμην, εξ·ερευνη·σαιμην
2ndεξεραυνησαις, εξεραυνησειας, εξερευνησαις, εξερευνησειαςεξ·εραυνη·σαις, εξ·εραυνη·σειας classical, εξ·ερευνη·σαις, εξ·ερευνη·σειας classicalεξεραυνησαιο, εξερευνησαιοεξ·εραυνη·σαιο, εξ·ερευνη·σαιο
3rdεξεραυνησαι, εξεραυνησειε, εξερευνησαι, εξερευνησειεεξ·εραυνη·σαι, εξ·εραυνη·σειε classical, εξ·ερευνη·σαι, εξ·ερευνη·σειε classicalεξεραυνησαιτο, εξερευνησαιτοεξ·εραυνη·σαιτο, εξ·ερευνη·σαιτο
Pl1stεξεραυνησαιμεν, εξερευνησαιμενεξ·εραυνη·σαιμεν, εξ·ερευνη·σαιμενεξεραυνησαιμεθα, εξερευνησαιμεθαεξ·εραυνη·σαιμεθα, εξ·ερευνη·σαιμεθα
2ndεξεραυνησαιτε, εξερευνησαιτεεξ·εραυνη·σαιτε, εξ·ερευνη·σαιτεεξεραυνησαισθε, εξερευνησαισθεεξ·εραυνη·σαισθε, εξ·ερευνη·σαισθε
3rdεξεραυνησαιεν, εξεραυνησαισαν, εξεραυνησειαν, εξεραυνησειεν, εξερευνησαιεν, εξερευνησαισαν, εξερευνησειαν, εξερευνησειενεξ·εραυνη·σαιεν, εξ·εραυνη·σαισαν alt, εξ·εραυνη·σειαν classical, εξ·εραυνη·σειεν classical, εξ·ερευνη·σαιεν, εξ·ερευνη·σαισαν alt, εξ·ερευνη·σειαν classical, εξ·ερευνη·σειεν classicalεξεραυνησαιντο, εξερευνησαιντοεξ·εραυνη·σαιντο, εξ·ερευνη·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξεραυνησον, εξερευνησονεξ·εραυνη·σον, εξ·ερευνη·σονεξεραυνησαι, εξερευνησαιεξ·εραυνη·σαι, εξ·ερευνη·σαι
3rdεξεραυνησατω, εξερευνησατω[LXX]εξ·εραυνη·σατω, εξ·ερευνη·σατωεξεραυνησασθω, εξερευνησασθωεξ·εραυνη·σασθω, εξ·ερευνη·σασθω
Pl1st
2ndεξεραυνησατε[LXX], εξερευνησατεεξ·εραυνη·σατε, εξ·ερευνη·σατεεξεραυνησασθε, εξερευνησασθεεξ·εραυνη·σασθε, εξ·ερευνη·σασθε
3rdεξεραυνησατωσαν, εξεραυνησαντων, εξερευνησατωσαν, εξερευνησαντωνεξ·εραυνη·σατωσαν, εξ·εραυνη·σαντων classical, εξ·ερευνη·σατωσαν, εξ·ερευνη·σαντων classicalεξεραυνησασθωσαν, εξεραυνησασθων, εξερευνησασθωσαν, εξερευνησασθωνεξ·εραυνη·σασθωσαν, εξ·εραυνη·σασθων classical, εξ·ερευνη·σασθωσαν, εξ·ερευνη·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξεραυνησαι, εξερευνησαι​εξ·εραυνη·σαι, εξ·ερευνη·σαι​εξεραυνησασθαι, εξερευνησασθαι​εξ·εραυνη·σασθαι, εξ·ερευνη·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεραυνησασα, εξερευνησασαεξεραυνησας, εξερευνησαςεξεραυνησαν, εξερευνησανεξ·εραυνη·σασ·α, εξ·ερευνη·σασ·αεξ·εραυνη·σα[ντ]·ς, εξ·ερευνη·σα[ντ]·ςεξ·εραυνη·σαν[τ], εξ·ερευνη·σαν[τ]
Nom
Accεξεραυνησασαν, εξερευνησασανεξεραυνησαντα, εξερευνησανταεξ·εραυνη·σασ·αν, εξ·ερευνη·σασ·ανεξ·εραυνη·σαντ·α, εξ·ερευνη·σαντ·α
Datεξεραυνησασῃ, εξερευνησασῃεξεραυνησαντι, εξερευνησαντιεξ·εραυνη·σασ·ῃ, εξ·ερευνη·σασ·ῃεξ·εραυνη·σαντ·ι, εξ·ερευνη·σαντ·ι
Genεξεραυνησασης, εξερευνησασηςεξεραυνησαντος, εξερευνησαντοςεξ·εραυνη·σασ·ης, εξ·ερευνη·σασ·ηςεξ·εραυνη·σαντ·ος, εξ·ερευνη·σαντ·ος
PlVocεξεραυνησασαι, εξερευνησασαιεξεραυνησαντες, εξερευνησαντεςεξεραυνησαντα, εξερευνησανταεξ·εραυνη·σασ·αι, εξ·ερευνη·σασ·αιεξ·εραυνη·σαντ·ες, εξ·ερευνη·σαντ·εςεξ·εραυνη·σαντ·α, εξ·ερευνη·σαντ·α
Nom
Accεξεραυνησασας, εξερευνησασαςεξεραυνησαντας, εξερευνησανταςεξ·εραυνη·σασ·ας, εξ·ερευνη·σασ·αςεξ·εραυνη·σαντ·ας, εξ·ερευνη·σαντ·ας
Datεξεραυνησασαις, εξερευνησασαιςεξεραυνησασι, εξεραυνησασιν, εξερευνησασι, εξερευνησασινεξ·εραυνη·σασ·αις, εξ·ερευνη·σασ·αιςεξ·εραυνη·σα[ντ]·σι(ν), εξ·ερευνη·σα[ντ]·σι(ν)
Genεξεραυνησασων, εξερευνησασωνεξεραυνησαντων, εξερευνησαντωνεξ·εραυνη·σασ·ων, εξ·ερευνη·σασ·ωνεξ·εραυνη·σαντ·ων, εξ·ερευνη·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεραυνησαμενη, εξερευνησαμενηεξεραυνησαμενε, εξερευνησαμενεεξ·εραυνη·σαμεν·η, εξ·ερευνη·σαμεν·ηεξ·εραυνη·σαμεν·ε, εξ·ερευνη·σαμεν·ε
Nomεξεραυνησαμενος, εξερευνησαμενοςεξ·εραυνη·σαμεν·ος, εξ·ερευνη·σαμεν·ος
Accεξεραυνησαμενην, εξερευνησαμενηνεξεραυνησαμενον, εξερευνησαμενονεξ·εραυνη·σαμεν·ην, εξ·ερευνη·σαμεν·ηνεξ·εραυνη·σαμεν·ον, εξ·ερευνη·σαμεν·ον
Datεξεραυνησαμενῃ, εξερευνησαμενῃεξεραυνησαμενῳ, εξερευνησαμενῳεξ·εραυνη·σαμεν·ῃ, εξ·ερευνη·σαμεν·ῃεξ·εραυνη·σαμεν·ῳ, εξ·ερευνη·σαμεν·ῳ
Genεξεραυνησαμενης, εξερευνησαμενηςεξεραυνησαμενου, εξερευνησαμενουεξ·εραυνη·σαμεν·ης, εξ·ερευνη·σαμεν·ηςεξ·εραυνη·σαμεν·ου, εξ·ερευνη·σαμεν·ου
PlVocεξεραυνησαμεναι, εξερευνησαμεναιεξεραυνησαμενοι, εξερευνησαμενοιεξεραυνησαμενα, εξερευνησαμεναεξ·εραυνη·σαμεν·αι, εξ·ερευνη·σαμεν·αιεξ·εραυνη·σαμεν·οι, εξ·ερευνη·σαμεν·οιεξ·εραυνη·σαμεν·α, εξ·ερευνη·σαμεν·α
Nom
Accεξεραυνησαμενας, εξερευνησαμεναςεξεραυνησαμενους, εξερευνησαμενουςεξ·εραυνη·σαμεν·ας, εξ·ερευνη·σαμεν·αςεξ·εραυνη·σαμεν·ους, εξ·ερευνη·σαμεν·ους
Datεξεραυνησαμεναις, εξερευνησαμεναιςεξεραυνησαμενοις, εξερευνησαμενοιςεξ·εραυνη·σαμεν·αις, εξ·ερευνη·σαμεν·αιςεξ·εραυνη·σαμεν·οις, εξ·ερευνη·σαμεν·οις
Genεξεραυνησαμενων, εξερευνησαμενωνεξεραυνησαμενων, εξερευνησαμενωνεξ·εραυνη·σαμεν·ων, εξ·ερευνη·σαμεν·ωνεξ·εραυνη·σαμεν·ων, εξ·ερευνη·σαμεν·ων

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεξηρευνηθηνεξ·ε·ερευνη·θην
2ndεξηρευνηθηςεξ·ε·ερευνη·θης
3rdεξηρευνηθη[LXX]εξ·ε·ερευνη·θη
Pl1stεξηρευνηθημενεξ·ε·ερευνη·θημεν
2ndεξηρευνηθητεεξ·ε·ερευνη·θητε
3rdεξηρευνηθησανεξ·ε·ερευνη·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stεξερευνηθησομαιεξ·ερευνη·θησομαι
2ndεξερευνηθησῃ, εξερευνηθησειεξ·ερευνη·θησῃ, εξ·ερευνη·θησει classical
3rdεξερευνηθησεταιεξ·ερευνη·θησεται
Pl1stεξερευνηθησομεθαεξ·ερευνη·θησομεθα
2ndεξερευνηθησεσθεεξ·ερευνη·θησεσθε
3rdεξερευνηθησονταιεξ·ερευνη·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεξερευνηθωεξ·ερευνη·θω
2ndεξερευνηθῃςεξ·ερευνη·θῃς
3rdεξερευνηθῃεξ·ερευνη·θῃ
Pl1stεξερευνηθωμενεξ·ερευνη·θωμεν
2ndεξερευνηθητεεξ·ερευνη·θητε
3rdεξερευνηθωσιν, εξερευνηθωσιεξ·ερευνη·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεξερευνηθειηνεξ·ερευνη·θειην
2ndεξερευνηθειηςεξ·ερευνη·θειης
3rdεξερευνηθειηεξ·ερευνη·θειη
Pl1stεξερευνηθειημεν, εξερευνηθειμενεξ·ερευνη·θειημεν, εξ·ερευνη·θειμεν classical
2ndεξερευνηθειητε, εξερευνηθειτεεξ·ερευνη·θειητε, εξ·ερευνη·θειτε classical
3rdεξερευνηθειησαν, εξερευνηθειενεξ·ερευνη·θειησαν, εξ·ερευνη·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stεξερευνηθησοιμηνεξ·ερευνη·θησοιμην
2ndεξερευνηθησοιοεξ·ερευνη·θησοιο
3rdεξερευνηθησοιτοεξ·ερευνη·θησοιτο
Pl1stεξερευνηθησοιμεθαεξ·ερευνη·θησοιμεθα
2ndεξερευνηθησοισθεεξ·ερευνη·θησοισθε
3rdεξερευνηθησοιντοεξ·ερευνη·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξερευνηθητιεξ·ερευνη·θητι
3rdεξερευνηθητωεξ·ερευνη·θητω
Pl1st
2ndεξερευνηθητεεξ·ερευνη·θητε
3rdεξερευνηθητωσαν, εξερευνηθεντωνεξ·ερευνη·θητωσαν, εξ·ερευνη·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
εξερευνηθηναι​εξ·ερευνη·θηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
εξερευνηθησεσθαι​εξ·ερευνη·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξερευνηθεισαεξερευνηθειςεξερευνηθενεξ·ερευνη·θεισ·αεξ·ερευνη·θει[ντ]·ςεξ·ερευνη·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accεξερευνηθεισανεξερευνηθενταεξ·ερευνη·θεισ·ανεξ·ερευνη·θε[ι]ντ·α
Datεξερευνηθεισῃεξερευνηθεντιεξ·ερευνη·θεισ·ῃεξ·ερευνη·θε[ι]ντ·ι
Genεξερευνηθεισηςεξερευνηθεντοςεξ·ερευνη·θεισ·ηςεξ·ερευνη·θε[ι]ντ·ος
PlVocεξερευνηθεισαιεξερευνηθεντεςεξερευνηθενταεξ·ερευνη·θεισ·αιεξ·ερευνη·θε[ι]ντ·εςεξ·ερευνη·θε[ι]ντ·α
Nom
Accεξερευνηθεισαςεξερευνηθενταςεξ·ερευνη·θεισ·αςεξ·ερευνη·θε[ι]ντ·ας
Datεξερευνηθεισαιςεξερευνηθεισι, εξερευνηθεισινεξ·ερευνη·θεισ·αιςεξ·ερευνη·θει[ντ]·σι(ν)
Genεξερευνηθεισωνεξερευνηθεντωνεξ·ερευνη·θεισ·ωνεξ·ερευνη·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξερευνηθησομενηεξερευνηθησομενεεξ·ερευνη·θησομεν·ηεξ·ερευνη·θησομεν·ε
Nomεξερευνηθησομενοςεξ·ερευνη·θησομεν·ος
Accεξερευνηθησομενηνεξερευνηθησομενονεξ·ερευνη·θησομεν·ηνεξ·ερευνη·θησομεν·ον
Datεξερευνηθησομενῃεξερευνηθησομενῳεξ·ερευνη·θησομεν·ῃεξ·ερευνη·θησομεν·ῳ
Genεξερευνηθησομενηςεξερευνηθησομενουεξ·ερευνη·θησομεν·ηςεξ·ερευνη·θησομεν·ου
PlVocεξερευνηθησομεναιεξερευνηθησομενοιεξερευνηθησομεναεξ·ερευνη·θησομεν·αιεξ·ερευνη·θησομεν·οιεξ·ερευνη·θησομεν·α
Nom
Accεξερευνηθησομεναςεξερευνηθησομενουςεξ·ερευνη·θησομεν·αςεξ·ερευνη·θησομεν·ους
Datεξερευνηθησομεναιςεξερευνηθησομενοιςεξ·ερευνη·θησομεν·αιςεξ·ερευνη·θησομεν·οις
Genεξερευνηθησομενωνεξερευνηθησομενωνεξ·ερευνη·θησομεν·ωνεξ·ερευνη·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 12:10:26 EDT