εξαποστελλω • EXAPOSTELLW ECAPOSTELLW • exapostellō

Search: εξαπεστειλεν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
εξαπεστειλενἐξαποστέλλωεξαπο·ε·στειλ·[σ]ε(ν)1aor act ind 3rd sg

ἐξ·απο·στέλλω (εξαπο+στελλ-, εξαπο+στελ(ε)·[σ]-, εξαπο+στειλ·[σ]-, εξαπ+εσταλ·κ-, εξαπ+εσταλ-, εξαπο+σταλ·[θ]-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαποστελλω[LXX]εξαπο·στελλ·ωεξαποστελλομαιεξαπο·στελλ·ομαι
2ndεξαποστελλειςεξαπο·στελλ·ειςεξαποστελλῃ[LXX], εξαποστελλει, εξαποστελλεσαιεξαπο·στελλ·ῃ, εξαπο·στελλ·ει classical, εξαπο·στελλ·εσαι alt
3rdεξαποστελλειεξαπο·στελλ·ειεξαποστελλεταιεξαπο·στελλ·εται
Pl1stεξαποστελλομενεξαπο·στελλ·ομενεξαποστελλομεθαεξαπο·στελλ·ομεθα
2ndεξαποστελλετεεξαπο·στελλ·ετεεξαποστελλεσθεεξαπο·στελλ·εσθε
3rdεξαποστελλουσιν[LXX], εξαποστελλουσιεξαπο·στελλ·ουσι(ν), εξαπο·στελλ·ουσι(ν)εξαποστελλονταιεξαπο·στελλ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαποστελλω[LXX]εξαπο·στελλ·ωεξαποστελλωμαιεξαπο·στελλ·ωμαι
2ndεξαποστελλῃς[LXX]εξαπο·στελλ·ῃςεξαποστελλῃ[LXX]εξαπο·στελλ·ῃ
3rdεξαποστελλῃ[LXX]εξαπο·στελλ·ῃεξαποστελληταιεξαπο·στελλ·ηται
Pl1stεξαποστελλωμενεξαπο·στελλ·ωμενεξαποστελλωμεθαεξαπο·στελλ·ωμεθα
2ndεξαποστελλητεεξαπο·στελλ·ητεεξαποστελλησθεεξαπο·στελλ·ησθε
3rdεξαποστελλωσιν, εξαποστελλωσιεξαπο·στελλ·ωσι(ν)εξαποστελλωνταιεξαπο·στελλ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαποστελλοιμιεξαπο·στελλ·οιμιεξαποστελλοιμηνεξαπο·στελλ·οιμην
2ndεξαποστελλοιςεξαπο·στελλ·οιςεξαποστελλοιοεξαπο·στελλ·οιο
3rdεξαποστελλοιεξαπο·στελλ·οιεξαποστελλοιτοεξαπο·στελλ·οιτο
Pl1stεξαποστελλοιμενεξαπο·στελλ·οιμενεξαποστελλοιμεθαεξαπο·στελλ·οιμεθα
2ndεξαποστελλοιτεεξαπο·στελλ·οιτεεξαποστελλοισθεεξαπο·στελλ·οισθε
3rdεξαποστελλοιεν, εξαποστελλοισανεξαπο·στελλ·οιεν, εξαπο·στελλ·οισαν altεξαποστελλοιντοεξαπο·στελλ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξαποστελλεεξαπο·στελλ·εεξαποστελλουεξαπο·στελλ·ου
3rdεξαποστελλετωεξαπο·στελλ·ετωεξαποστελλεσθωεξαπο·στελλ·εσθω
Pl1st
2ndεξαποστελλετεεξαπο·στελλ·ετεεξαποστελλεσθεεξαπο·στελλ·εσθε
3rdεξαποστελλετωσαν, εξαποστελλοντωνεξαπο·στελλ·ετωσαν, εξαπο·στελλ·οντων classicalεξαποστελλεσθωσαν, εξαποστελλεσθωνεξαπο·στελλ·εσθωσαν, εξαπο·στελλ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξαποστελλειν[LXX]​εξαπο·στελλ·εινεξαποστελλεσθαι​εξαπο·στελλ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξαποστελλουσαεξαποστελλονεξαπο·στελλ·ουσ·αεξαπο·στελλ·ο[υ]ν[τ]
Nomεξαποστελλων[LXX]εξαπο·στελλ·ο[υ]ν[τ]·^
Accεξαποστελλουσανεξαποστελλονταεξαπο·στελλ·ουσ·ανεξαπο·στελλ·ο[υ]ντ·α
Datεξαποστελλουσῃεξαποστελλοντιεξαπο·στελλ·ουσ·ῃεξαπο·στελλ·ο[υ]ντ·ι
Genεξαποστελλουσηςεξαποστελλοντοςεξαπο·στελλ·ουσ·ηςεξαπο·στελλ·ο[υ]ντ·ος
PlVocεξαποστελλουσαιεξαποστελλοντες[LXX]εξαποστελλονταεξαπο·στελλ·ουσ·αιεξαπο·στελλ·ο[υ]ντ·εςεξαπο·στελλ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accεξαποστελλουσαςεξαποστελλοντας[LXX]εξαπο·στελλ·ουσ·αςεξαπο·στελλ·ο[υ]ντ·ας
Datεξαποστελλουσαιςεξαποστελλουσι, εξαποστελλουσιν[LXX]εξαπο·στελλ·ουσ·αιςεξαπο·στελλ·ου[ντ]·σι(ν), εξαπο·στελλ·ου[ντ]·σι(ν)
Genεξαποστελλουσωνεξαποστελλοντωνεξαπο·στελλ·ουσ·ωνεξαπο·στελλ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξαποστελλομενηεξαποστελλομενεεξαπο·στελλ·ομεν·ηεξαπο·στελλ·ομεν·ε
Nomεξαποστελλομενοςεξαπο·στελλ·ομεν·ος
Accεξαποστελλομενηνεξαποστελλομενονεξαπο·στελλ·ομεν·ηνεξαπο·στελλ·ομεν·ον
Datεξαποστελλομενῃεξαποστελλομενῳεξαπο·στελλ·ομεν·ῃεξαπο·στελλ·ομεν·ῳ
Genεξαποστελλομενηςεξαποστελλομενουεξαπο·στελλ·ομεν·ηςεξαπο·στελλ·ομεν·ου
PlVocεξαποστελλομεναιεξαποστελλομενοιεξαποστελλομεναεξαπο·στελλ·ομεν·αιεξαπο·στελλ·ομεν·οιεξαπο·στελλ·ομεν·α
Nom
Accεξαποστελλομεναςεξαποστελλομενους[LXX]εξαπο·στελλ·ομεν·αςεξαπο·στελλ·ομεν·ους
Datεξαποστελλομεναιςεξαποστελλομενοιςεξαπο·στελλ·ομεν·αιςεξαπο·στελλ·ομεν·οις
Genεξαποστελλομενων[LXX]εξαποστελλομενων[LXX]εξαπο·στελλ·ομεν·ωνεξαπο·στελλ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαπεστελλονεξαπο·ε·στελλ·ονεξαπεστελλομηνεξαπο·ε·στελλ·ομην
2ndεξαπεστελλεςεξαπο·ε·στελλ·εςεξαπεστελλουεξαπο·ε·στελλ·ου
3rdεξαπεστελλεν, εξαπεστελλεεξαπο·ε·στελλ·ε(ν)εξαπεστελλετοεξαπο·ε·στελλ·ετο
Pl1stεξαπεστελλομενεξαπο·ε·στελλ·ομενεξαπεστελλομεθαεξαπο·ε·στελλ·ομεθα
2ndεξαπεστελλετε[LXX]εξαπο·ε·στελλ·ετεεξαπεστελλεσθεεξαπο·ε·στελλ·εσθε
3rdεξαπεστελλον, εξαπεστελλοσαν[LXX]εξαπο·ε·στελλ·ον, εξαπο·ε·στελλ·οσαν altεξαπεστελλοντο[LXX]εξαπο·ε·στελλ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαποστελω[GNT][LXX]εξαπο·στελ(ε)·[σ]ωεξαποστελουμαιεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομαι
2ndεξαποστελεις[LXX]εξαπο·στελ(ε)·[σ]ειςεξαποστελῃ, εξαποστελει[LXX], εξαποστελεισαιεξαπο·στελ(ε)·[σ]ῃ, εξαπο·στελ(ε)·[σ]ει classical, εξαπο·στελ(ε)·[σ]εσαι alt
3rdεξαποστελει[LXX]εξαπο·στελ(ε)·[σ]ειεξαποστελειταιεξαπο·στελ(ε)·[σ]εται
Pl1stεξαποστελουμενεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομενεξαποστελουμεθαεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεθα
2ndεξαποστελειτε[LXX]εξαπο·στελ(ε)·[σ]ετεεξαποστελεισθεεξαπο·στελ(ε)·[σ]εσθε
3rdεξαποστελουσιν, εξαποστελουσιεξαπο·στελ(ε)·[σ]ουσι(ν)εξαποστελουνταιεξαπο·στελ(ε)·[σ]ονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαποστελοιμιεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιμιεξαποστελοιμηνεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιμην
2ndεξαποστελοιςεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιςεξαποστελοιοεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιο
3rdεξαποστελοιεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιεξαποστελοιτοεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιτο
Pl1stεξαποστελοιμενεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιμενεξαποστελοιμεθαεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιμεθα
2ndεξαποστελοιτεεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιτεεξαποστελοισθεεξαπο·στελ(ε)·[σ]οισθε
3rdεξαποστελοιενεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιενεξαποστελοιντοεξαπο·στελ(ε)·[σ]οιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξαποστελειν​εξαπο·στελ(ε)·[σ]ειν​εξαποστελεισθαι​εξαπο·στελ(ε)·[σ]εσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξαποστελουσαεξαποστελουνεξαπο·στελ(ε)·[σ]ουσ·αεξαπο·στελ(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ]
Nomεξαποστελωνεξαπο·στελ(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ]·^
Accεξαποστελουσανεξαποστελουνταεξαπο·στελ(ε)·[σ]ουσ·ανεξαπο·στελ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α
Datεξαποστελουσῃεξαποστελουντιεξαπο·στελ(ε)·[σ]ουσ·ῃεξαπο·στελ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ι
Genεξαποστελουσηςεξαποστελουντοςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ουσ·ηςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ος
PlVocεξαποστελουσαιεξαποστελουντεςεξαποστελουνταεξαπο·στελ(ε)·[σ]ουσ·αιεξαπο·στελ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·εςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α
Nom
Accεξαποστελουσαςεξαποστελουνταςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ουσ·αςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ας
Datεξαποστελουσαιςεξαποστελουσι, εξαποστελουσινεξαπο·στελ(ε)·[σ]ουσ·αιςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ου[ντ]·σι(ν)
Genεξαποστελουσωνεξαποστελουντωνεξαπο·στελ(ε)·[σ]ουσ·ωνεξαπο·στελ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξαποστελουμενηεξαποστελουμενεεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ηεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ε
Nomεξαποστελουμενοςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ος
Accεξαποστελουμενηνεξαποστελουμενονεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ηνεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ον
Datεξαποστελουμενῃεξαποστελουμενῳεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ῃεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ῳ
Genεξαποστελουμενηςεξαποστελουμενουεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ηςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ου
PlVocεξαποστελουμεναιεξαποστελουμενοιεξαποστελουμεναεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·αιεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·οιεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·α
Nom
Accεξαποστελουμεναςεξαποστελουμενουςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·αςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ους
Datεξαποστελουμεναιςεξαποστελουμενοιςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·αιςεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·οις
Genεξαποστελουμενωνεξαποστελουμενωνεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ωνεξαπο·στελ(ε)·[σ]ομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαπεστειλα[LXX]εξαπο·ε·στειλ·[σ]αεξαπεστειλαμηνεξαπο·ε·στειλ·[σ]αμην
2ndεξαπεστειλας[LXX]εξαπο·ε·στειλ·[σ]αςεξαπεστειλωεξαπο·ε·στειλ·[σ]ω
3rdεξαπεστειλεν[GNT][LXX], εξαπεστειλεεξαπο·ε·στειλ·[σ]ε(ν), εξαπο·ε·στειλ·[σ]ε(ν)εξαπεστειλατοεξαπο·ε·στειλ·[σ]ατο
Pl1stεξαπεστειλαμεν[LXX]εξαπο·ε·στειλ·[σ]αμενεξαπεστειλαμεθαεξαπο·ε·στειλ·[σ]αμεθα
2ndεξαπεστειλατε[LXX]εξαπο·ε·στειλ·[σ]ατεεξαπεστειλασθεεξαπο·ε·στειλ·[σ]ασθε
3rdεξαπεστειλαν[GNT][LXX]εξαπο·ε·στειλ·[σ]ανεξαπεστειλαντοεξαπο·ε·στειλ·[σ]αντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαποστειλω[LXX]εξαπο·στειλ·[σ]ωεξαποστειλωμαιεξαπο·στειλ·[σ]ωμαι
2ndεξαποστειλῃς[LXX]εξαπο·στειλ·[σ]ῃςεξαποστειλῃ[LXX]εξαπο·στειλ·[σ]ῃ
3rdεξαποστειλῃ[LXX]εξαπο·στειλ·[σ]ῃεξαποστειληταιεξαπο·στειλ·[σ]ηται
Pl1stεξαποστειλωμενεξαπο·στειλ·[σ]ωμενεξαποστειλωμεθαεξαπο·στειλ·[σ]ωμεθα
2ndεξαποστειλητε[LXX]εξαπο·στειλ·[σ]ητεεξαποστειλησθεεξαπο·στειλ·[σ]ησθε
3rdεξαποστειλωσιν, εξαποστειλωσιεξαπο·στειλ·[σ]ωσι(ν)εξαποστειλωνταιεξαπο·στειλ·[σ]ωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαποστειλαιμιεξαπο·στειλ·[σ]αιμιεξαποστειλαιμηνεξαπο·στειλ·[σ]αιμην
2ndεξαποστειλαις, εξαποστειλειαςεξαπο·στειλ·[σ]αις, εξαπο·στειλ·[σ]ειας classicalεξαποστειλαιοεξαπο·στειλ·[σ]αιο
3rdεξαποστειλαι[LXX], εξαποστειλειεεξαπο·στειλ·[σ]αι, εξαπο·στειλ·[σ]ειε classicalεξαποστειλαιτοεξαπο·στειλ·[σ]αιτο
Pl1stεξαποστειλαιμενεξαπο·στειλ·[σ]αιμενεξαποστειλαιμεθαεξαπο·στειλ·[σ]αιμεθα
2ndεξαποστειλαιτεεξαπο·στειλ·[σ]αιτεεξαποστειλαισθεεξαπο·στειλ·[σ]αισθε
3rdεξαποστειλαιεν, εξαποστειλαισαν, εξαποστειλειαν, εξαποστειλειενεξαπο·στειλ·[σ]αιεν, εξαπο·στειλ·[σ]αισαν alt, εξαπο·στειλ·[σ]ειαν classical, εξαπο·στειλ·[σ]ειεν classicalεξαποστειλαιντοεξαπο·στειλ·[σ]αιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξαποστειλον[LXX]εξαπο·στειλ·[σ]ονεξαποστειλαι[LXX]εξαπο·στειλ·[σ]αι
3rdεξαποστειλατωεξαπο·στειλ·[σ]ατωεξαποστειλασθωεξαπο·στειλ·[σ]ασθω
Pl1st
2ndεξαποστειλατε[LXX]εξαπο·στειλ·[σ]ατεεξαποστειλασθεεξαπο·στειλ·[σ]ασθε
3rdεξαποστειλατωσαν[LXX], εξαποστειλαντωνεξαπο·στειλ·[σ]ατωσαν, εξαπο·στειλ·[σ]αντων classicalεξαποστειλασθωσαν, εξαποστειλασθωνεξαπο·στειλ·[σ]ασθωσαν, εξαπο·στειλ·[σ]ασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξαποστειλαι[LXX]​εξαπο·στειλ·[σ]αιεξαποστειλασθαι​εξαπο·στειλ·[σ]ασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξαποστειλασαεξαποστειλας[LXX]εξαποστειλανεξαπο·στειλ·[σ]ασ·αεξαπο·στειλ·[σ]α[ντ]·ςεξαπο·στειλ·[σ]αν[τ]
Nom
Accεξαποστειλασανεξαποστειλανταεξαπο·στειλ·[σ]ασ·ανεξαπο·στειλ·[σ]αντ·α
Datεξαποστειλασῃεξαποστειλαντιεξαπο·στειλ·[σ]ασ·ῃεξαπο·στειλ·[σ]αντ·ι
Genεξαποστειλασηςεξαποστειλαντοςεξαπο·στειλ·[σ]ασ·ηςεξαπο·στειλ·[σ]αντ·ος
PlVocεξαποστειλασαιεξαποστειλαντεςεξαποστειλανταεξαπο·στειλ·[σ]ασ·αιεξαπο·στειλ·[σ]αντ·εςεξαπο·στειλ·[σ]αντ·α
Nom
Accεξαποστειλασαςεξαποστειλανταςεξαπο·στειλ·[σ]ασ·αςεξαπο·στειλ·[σ]αντ·ας
Datεξαποστειλασαιςεξαποστειλασι, εξαποστειλασινεξαπο·στειλ·[σ]ασ·αιςεξαπο·στειλ·[σ]α[ντ]·σι(ν)
Genεξαποστειλασωνεξαποστειλαντωνεξαπο·στειλ·[σ]ασ·ωνεξαπο·στειλ·[σ]αντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξαποστειλαμενηεξαποστειλαμενεεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ηεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ε
Nomεξαποστειλαμενοςεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ος
Accεξαποστειλαμενηνεξαποστειλαμενονεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ηνεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ον
Datεξαποστειλαμενῃεξαποστειλαμενῳεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ῃεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ῳ
Genεξαποστειλαμενηςεξαποστειλαμενουεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ηςεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ου
PlVocεξαποστειλαμεναιεξαποστειλαμενοιεξαποστειλαμεναεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·αιεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·οιεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·α
Nom
Accεξαποστειλαμεναςεξαποστειλαμενουςεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·αςεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ους
Datεξαποστειλαμεναιςεξαποστειλαμενοιςεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·αιςεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·οις
Genεξαποστειλαμενωνεξαποστειλαμενωνεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ωνεξαπο·στειλ·[σ]αμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαπεσταλκα[LXX]εξαπ·εσταλ·καεξαπεσταλμαι[LXX]εξαπ·εσταλ·μαι
2ndεξαπεσταλκας[LXX], εξαπεσταλκεςεξαπ·εσταλ·κας, εξαπ·εσταλ·κες altεξαπεσταλσαιεξαπ·εσταλ·σαι
3rdεξαπεσταλκεν[LXX], εξαπεσταλκεεξαπ·εσταλ·κε(ν), εξαπ·εσταλ·κε(ν)εξαπεσταλταιεξαπ·εσταλ·ται
Pl1stεξαπεσταλκαμενεξαπ·εσταλ·καμενεξαπεσταλμεθαεξαπ·εσταλ·μεθα
2ndεξαπεσταλκατεεξαπ·εσταλ·κατεεξαπεσταλθεεξαπ·εσταλ·σθε
3rdεξαπεσταλκασιν, εξαπεσταλκασι, εξαπεσταλκανεξαπ·εσταλ·κασι(ν), εξαπ·εσταλ·καν altεξαπεσταλαταιεξαπ·εσταλ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαπεσταλσομαιεξαπ·εσταλ·σομαι
2ndεξαπεσταλσῃ, εξαπεσταλσειεξαπ·εσταλ·σῃ, εξαπ·εσταλ·σει classical
3rdεξαπεσταλσεταιεξαπ·εσταλ·σεται
Pl1stεξαπεσταλσομεθαεξαπ·εσταλ·σομεθα
2ndεξαπεσταλσεσθεεξαπ·εσταλ·σεσθε
3rdεξαπεσταλσονταιεξαπ·εσταλ·σονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαπεσταλκωεξαπ·εσταλ·κω
2ndεξαπεσταλκῃςεξαπ·εσταλ·κῃς
3rdεξαπεσταλκῃεξαπ·εσταλ·κῃ
Pl1stεξαπεσταλκωμενεξαπ·εσταλ·κωμεν
2ndεξαπεσταλκητεεξαπ·εσταλ·κητε
3rdεξαπεσταλκωσιν, εξαπεσταλκωσιεξαπ·εσταλ·κωσι(ν)

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαπεσταλκοιμι, εξαπεσταλκοιηνεξαπ·εσταλ·κοιμι, εξαπ·εσταλ·κοιην classical
2ndεξαπεσταλκοις, εξαπεσταλκοιηςεξαπ·εσταλ·κοις, εξαπ·εσταλ·κοιης classical
3rdεξαπεσταλκοι, εξαπεσταλκοιηεξαπ·εσταλ·κοι, εξαπ·εσταλ·κοιη classical
Pl1stεξαπεσταλκοιμενεξαπ·εσταλ·κοιμεν
2ndεξαπεσταλκοιτεεξαπ·εσταλ·κοιτε
3rdεξαπεσταλκοιενεξαπ·εσταλ·κοιεν

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαπεσταλσοιμηνεξαπ·εσταλ·σοιμην
2ndεξαπεσταλσοιοεξαπ·εσταλ·σοιο
3rdεξαπεσταλσοιτοεξαπ·εσταλ·σοιτο
Pl1stεξαπεσταλσοιμεθαεξαπ·εσταλ·σοιμεθα
2ndεξαπεσταλσοισθεεξαπ·εσταλ·σοισθε
3rdεξαπεσταλσοιντοεξαπ·εσταλ·σοιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξαπεσταλκεεξαπ·εσταλ·κεεξαπεσταλσοεξαπ·εσταλ·σο
3rdεξαπεσταλκετωεξαπ·εσταλ·κετωεξαπεσταλθωεξαπ·εσταλ·σθω
Pl1st
2ndεξαπεσταλκετεεξαπ·εσταλ·κετεεξαπεσταλθεεξαπ·εσταλ·σθε
3rdεξαπεσταλκετωσανεξαπ·εσταλ·κετωσανεξαπεσταλθωσαν, εξαπεσταλθωνεξαπ·εσταλ·σθωσαν, εξαπ·εσταλ·σθων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξαπεσταλκεναι​εξαπ·εσταλ·κεναι​εξαπεσταλθαι​εξαπ·εσταλ·σθαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξαπεσταλσεσθαι​εξαπ·εσταλ·σεσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξαπεσταλκυιαεξαπεσταλκοςεξαπ·εσταλ·κυι·αεξαπ·εσταλ·κο[τ]·ς
Nomεξαπεσταλκωςεξαπ·εσταλ·κο[τ]·^ς
Accεξαπεσταλκυιανεξαπεσταλκοταεξαπ·εσταλ·κυι·ανεξαπ·εσταλ·κοτ·α
Datεξαπεσταλκυιᾳεξαπεσταλκοτιεξαπ·εσταλ·κυι·ᾳεξαπ·εσταλ·κοτ·ι
Genεξαπεσταλκυιαςεξαπεσταλκοτοςεξαπ·εσταλ·κυι·αςεξαπ·εσταλ·κοτ·ος
PlVocεξαπεσταλκυιαιεξαπεσταλκοτεςεξαπεσταλκοταεξαπ·εσταλ·κυι·αιεξαπ·εσταλ·κοτ·εςεξαπ·εσταλ·κοτ·α
Nom
Accεξαπεσταλκυιαςεξαπεσταλκοταςεξαπ·εσταλ·κυι·αςεξαπ·εσταλ·κοτ·ας
Datεξαπεσταλκυιαιςεξαπεσταλκοσι, εξαπεσταλκοσινεξαπ·εσταλ·κυι·αιςεξαπ·εσταλ·κο[τ]·σι(ν)
Genεξαπεσταλκυιωνεξαπεσταλκοτωνεξαπ·εσταλ·κυι·ωνεξαπ·εσταλ·κοτ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξαπεσταλμενηεξαπεσταλμενεεξαπ·εσταλ·μεν·ηεξαπ·εσταλ·μεν·ε
Nomεξαπεσταλμενοςεξαπ·εσταλ·μεν·ος
Accεξαπεσταλμενηνεξαπεσταλμενονεξαπ·εσταλ·μεν·ηνεξαπ·εσταλ·μεν·ον
Datεξαπεσταλμενῃεξαπεσταλμενῳεξαπ·εσταλ·μεν·ῃεξαπ·εσταλ·μεν·ῳ
Genεξαπεσταλμενηςεξαπεσταλμενουεξαπ·εσταλ·μεν·ηςεξαπ·εσταλ·μεν·ου
PlVocεξαπεσταλμεναι[LXX]εξαπεσταλμενοιεξαπεσταλμεναεξαπ·εσταλ·μεν·αιεξαπ·εσταλ·μεν·οιεξαπ·εσταλ·μεν·α
Nom
Accεξαπεσταλμεναςεξαπεσταλμενουςεξαπ·εσταλ·μεν·αςεξαπ·εσταλ·μεν·ους
Datεξαπεσταλμεναιςεξαπεσταλμενοιςεξαπ·εσταλ·μεν·αιςεξαπ·εσταλ·μεν·οις
Genεξαπεσταλμενωνεξαπεσταλμενωνεξαπ·εσταλ·μεν·ωνεξαπ·εσταλ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξαπεσταλκειν, εξαπεσταλκηεξαπ·ε·εσταλ·κειν, εξαπ·ε·εσταλ·κη classicalεξαπεσταλμηνεξαπ·ε·εσταλ·μην
2ndεξαπεσταλκεις, εξαπεσταλκηςεξαπ·ε·εσταλ·κεις, εξαπ·ε·εσταλ·κης classicalεξαπεσταλσοεξαπ·ε·εσταλ·σο
3rdεξαπεσταλκειεξαπ·ε·εσταλ·κειεξαπεσταλτοεξαπ·ε·εσταλ·το
Pl1stεξαπεσταλκειμεν, εξαπεσταλκεμενεξαπ·ε·εσταλ·κειμεν, εξαπ·ε·εσταλ·κεμεν classicalεξαπεσταλμεθαεξαπ·ε·εσταλ·μεθα
2ndεξαπεσταλκειτε, εξαπεσταλκετεεξαπ·ε·εσταλ·κειτε, εξαπ·ε·εσταλ·κετε classicalεξαπεσταλθεεξαπ·ε·εσταλ·σθε
3rdεξαπεσταλκεισαν, εξαπεσταλκεσανεξαπ·ε·εσταλ·κεισαν, εξαπ·ε·εσταλ·κεσαν classicalεξαπεσταλατοεξαπ·ε·εσταλ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεξαπεσταληνεξαπο·ε·σταλ·[θ]ην
2ndεξαπεσταληςεξαπο·ε·σταλ·[θ]ης
3rdεξαπεσταλη[GNT]εξαπο·ε·σταλ·[θ]η
Pl1stεξαπεσταλημενεξαπο·ε·σταλ·[θ]ημεν
2ndεξαπεσταλητεεξαπο·ε·σταλ·[θ]ητε
3rdεξαπεσταλησανεξαπο·ε·σταλ·[θ]ησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stεξαποσταλησομαιεξαπο·σταλ·[θ]ησομαι
2ndεξαποσταλησῃ, εξαποσταλησειεξαπο·σταλ·[θ]ησῃ, εξαπο·σταλ·[θ]ησει classical
3rdεξαποσταλησεταιεξαπο·σταλ·[θ]ησεται
Pl1stεξαποσταλησομεθαεξαπο·σταλ·[θ]ησομεθα
2ndεξαποσταλησεσθεεξαπο·σταλ·[θ]ησεσθε
3rdεξαποσταλησονταιεξαπο·σταλ·[θ]ησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεξαποσταλωεξαπο·σταλ·[θ]ω
2ndεξαποσταλῃςεξαπο·σταλ·[θ]ῃς
3rdεξαποσταλῃεξαπο·σταλ·[θ]ῃ
Pl1stεξαποσταλωμενεξαπο·σταλ·[θ]ωμεν
2ndεξαποσταλητεεξαπο·σταλ·[θ]ητε
3rdεξαποσταλωσιν, εξαποσταλωσιεξαπο·σταλ·[θ]ωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεξαποσταλειηνεξαπο·σταλ·[θ]ειην
2ndεξαποσταλειηςεξαπο·σταλ·[θ]ειης
3rdεξαποσταλειηεξαπο·σταλ·[θ]ειη
Pl1stεξαποσταλειημεν, εξαποσταλειμενεξαπο·σταλ·[θ]ειημεν, εξαπο·σταλ·[θ]ειμεν classical
2ndεξαποσταλειητε, εξαποσταλειτεεξαπο·σταλ·[θ]ειητε, εξαπο·σταλ·[θ]ειτε classical
3rdεξαποσταλειησαν, εξαποσταλειενεξαπο·σταλ·[θ]ειησαν, εξαπο·σταλ·[θ]ειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stεξαποσταλησοιμηνεξαπο·σταλ·[θ]ησοιμην
2ndεξαποσταλησοιοεξαπο·σταλ·[θ]ησοιο
3rdεξαποσταλησοιτοεξαπο·σταλ·[θ]ησοιτο
Pl1stεξαποσταλησοιμεθαεξαπο·σταλ·[θ]ησοιμεθα
2ndεξαποσταλησοισθεεξαπο·σταλ·[θ]ησοισθε
3rdεξαποσταλησοιντοεξαπο·σταλ·[θ]ησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξαποσταληθιεξαπο·σταλ·[θ]ητι
3rdεξαποσταλητωεξαπο·σταλ·[θ]ητω
Pl1st
2ndεξαποσταλητεεξαπο·σταλ·[θ]ητε
3rdεξαποσταλητωσαν, εξαποσταλεντωνεξαπο·σταλ·[θ]ητωσαν, εξαπο·σταλ·[θ]εντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
εξαποσταληναι​εξαπο·σταλ·[θ]ηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
εξαποσταλησεσθαι​εξαπο·σταλ·[θ]ησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξαποσταλεισαεξαποσταλειςεξαποσταλεν[LXX]εξαπο·σταλ·[θ]εισ·αεξαπο·σταλ·[θ]ει[ντ]·ςεξαπο·σταλ·[θ]ε[ι]ν[τ]
Nom
Accεξαποσταλεισανεξαποσταλενταεξαπο·σταλ·[θ]εισ·ανεξαπο·σταλ·[θ]ε[ι]ντ·α
Datεξαποσταλεισῃεξαποσταλεντιεξαπο·σταλ·[θ]εισ·ῃεξαπο·σταλ·[θ]ε[ι]ντ·ι
Genεξαποσταλεισηςεξαποσταλεντοςεξαπο·σταλ·[θ]εισ·ηςεξαπο·σταλ·[θ]ε[ι]ντ·ος
PlVocεξαποσταλεισαιεξαποσταλεντεςεξαποσταλενταεξαπο·σταλ·[θ]εισ·αιεξαπο·σταλ·[θ]ε[ι]ντ·εςεξαπο·σταλ·[θ]ε[ι]ντ·α
Nom
Accεξαποσταλεισαςεξαποσταλενταςεξαπο·σταλ·[θ]εισ·αςεξαπο·σταλ·[θ]ε[ι]ντ·ας
Datεξαποσταλεισαιςεξαποσταλεισι, εξαποσταλεισινεξαπο·σταλ·[θ]εισ·αιςεξαπο·σταλ·[θ]ει[ντ]·σι(ν)
Genεξαποσταλεισωνεξαποσταλεντωνεξαπο·σταλ·[θ]εισ·ωνεξαπο·σταλ·[θ]ε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξαποσταλησομενηεξαποσταλησομενεεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ηεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ε
Nomεξαποσταλησομενοςεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ος
Accεξαποσταλησομενηνεξαποσταλησομενονεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ηνεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ον
Datεξαποσταλησομενῃεξαποσταλησομενῳεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ῃεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ῳ
Genεξαποσταλησομενηςεξαποσταλησομενουεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ηςεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ου
PlVocεξαποσταλησομεναιεξαποσταλησομενοιεξαποσταλησομεναεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·αιεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·οιεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·α
Nom
Accεξαποσταλησομεναςεξαποσταλησομενουςεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·αςεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ους
Datεξαποσταλησομεναιςεξαποσταλησομενοιςεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·αιςεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·οις
Genεξαποσταλησομενωνεξαποσταλησομενωνεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ωνεξαπο·σταλ·[θ]ησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 19-Mar-2024 03:08:28 EDT