εντυλισσω • ENTULISSW • entulissō

Search: εντετυλιγμενον

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
εντετυλιγμενον; εντετυλιγμενονἐντυλίσσωεν·τετυλισσ·μεν·ον; εν·τετυλισσ·μεν·ονperf mp ptcp mas acc sg; perf mp ptcp neu nom|acc|voc sg

ἐν·τυλίσσω (-, -, εν+τυλιξ-, -, εν+τετυλισσ-, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stενετυλιξαεν·ε·τυλισσ·σαενετυλιξαμηνεν·ε·τυλισσ·σαμην
2ndενετυλιξαςεν·ε·τυλισσ·σαςενετυλιξωεν·ε·τυλισσ·σω
3rdενετυλιξεν[GNT], ενετυλιξεεν·ε·τυλισσ·σε(ν), εν·ε·τυλισσ·σε(ν)ενετυλιξατοεν·ε·τυλισσ·σατο
Pl1stενετυλιξαμενεν·ε·τυλισσ·σαμενενετυλιξαμεθαεν·ε·τυλισσ·σαμεθα
2ndενετυλιξατεεν·ε·τυλισσ·σατεενετυλιξασθεεν·ε·τυλισσ·σασθε
3rdενετυλιξανεν·ε·τυλισσ·σανενετυλιξαντοεν·ε·τυλισσ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεντυλιξωεν·τυλισσ·σωεντυλιξωμαιεν·τυλισσ·σωμαι
2ndεντυλιξῃςεν·τυλισσ·σῃςεντυλιξῃεν·τυλισσ·σῃ
3rdεντυλιξῃεν·τυλισσ·σῃεντυλιξηταιεν·τυλισσ·σηται
Pl1stεντυλιξωμενεν·τυλισσ·σωμενεντυλιξωμεθαεν·τυλισσ·σωμεθα
2ndεντυλιξητεεν·τυλισσ·σητεεντυλιξησθεεν·τυλισσ·σησθε
3rdεντυλιξωσιν, εντυλιξωσιεν·τυλισσ·σωσι(ν)εντυλιξωνταιεν·τυλισσ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεντυλιξαιμιεν·τυλισσ·σαιμιεντυλιξαιμηνεν·τυλισσ·σαιμην
2ndεντυλιξαις, εντυλιξειαςεν·τυλισσ·σαις, εν·τυλισσ·σειας classicalεντυλιξαιοεν·τυλισσ·σαιο
3rdεντυλιξαι, εντυλιξειεεν·τυλισσ·σαι, εν·τυλισσ·σειε classicalεντυλιξαιτοεν·τυλισσ·σαιτο
Pl1stεντυλιξαιμενεν·τυλισσ·σαιμενεντυλιξαιμεθαεν·τυλισσ·σαιμεθα
2ndεντυλιξαιτεεν·τυλισσ·σαιτεεντυλιξαισθεεν·τυλισσ·σαισθε
3rdεντυλιξαιεν, εντυλιξαισαν, εντυλιξειαν, εντυλιξειενεν·τυλισσ·σαιεν, εν·τυλισσ·σαισαν alt, εν·τυλισσ·σειαν classical, εν·τυλισσ·σειεν classicalεντυλιξαιντοεν·τυλισσ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεντυλιξονεν·τυλισσ·σονεντυλιξαιεν·τυλισσ·σαι
3rdεντυλιξατωεν·τυλισσ·σατωεντυλιξασθωεν·τυλισσ·σασθω
Pl1st
2ndεντυλιξατεεν·τυλισσ·σατεεντυλιξασθεεν·τυλισσ·σασθε
3rdεντυλιξατωσαν, εντυλιξαντωνεν·τυλισσ·σατωσαν, εν·τυλισσ·σαντων classicalεντυλιξασθωσαν, εντυλιξασθωνεν·τυλισσ·σασθωσαν, εν·τυλισσ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εντυλιξαι​εν·τυλισσ·σαι​εντυλιξασθαι​εν·τυλισσ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεντυλιξασαεντυλιξαςεντυλιξανεν·τυλισσ·σασ·αεν·τυλισσ·σα[ντ]·ςεν·τυλισσ·σαν[τ]
Nom
Accεντυλιξασανεντυλιξανταεν·τυλισσ·σασ·ανεν·τυλισσ·σαντ·α
Datεντυλιξασῃεντυλιξαντιεν·τυλισσ·σασ·ῃεν·τυλισσ·σαντ·ι
Genεντυλιξασηςεντυλιξαντοςεν·τυλισσ·σασ·ηςεν·τυλισσ·σαντ·ος
PlVocεντυλιξασαιεντυλιξαντεςεντυλιξανταεν·τυλισσ·σασ·αιεν·τυλισσ·σαντ·εςεν·τυλισσ·σαντ·α
Nom
Accεντυλιξασαςεντυλιξανταςεν·τυλισσ·σασ·αςεν·τυλισσ·σαντ·ας
Datεντυλιξασαιςεντυλιξασι, εντυλιξασινεν·τυλισσ·σασ·αιςεν·τυλισσ·σα[ντ]·σι(ν)
Genεντυλιξασωνεντυλιξαντωνεν·τυλισσ·σασ·ωνεν·τυλισσ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεντυλιξαμενηεντυλιξαμενεεν·τυλισσ·σαμεν·ηεν·τυλισσ·σαμεν·ε
Nomεντυλιξαμενοςεν·τυλισσ·σαμεν·ος
Accεντυλιξαμενηνεντυλιξαμενονεν·τυλισσ·σαμεν·ηνεν·τυλισσ·σαμεν·ον
Datεντυλιξαμενῃεντυλιξαμενῳεν·τυλισσ·σαμεν·ῃεν·τυλισσ·σαμεν·ῳ
Genεντυλιξαμενηςεντυλιξαμενουεν·τυλισσ·σαμεν·ηςεν·τυλισσ·σαμεν·ου
PlVocεντυλιξαμεναιεντυλιξαμενοιεντυλιξαμεναεν·τυλισσ·σαμεν·αιεν·τυλισσ·σαμεν·οιεν·τυλισσ·σαμεν·α
Nom
Accεντυλιξαμεναςεντυλιξαμενουςεν·τυλισσ·σαμεν·αςεν·τυλισσ·σαμεν·ους
Datεντυλιξαμεναιςεντυλιξαμενοιςεν·τυλισσ·σαμεν·αιςεν·τυλισσ·σαμεν·οις
Genεντυλιξαμενωνεντυλιξαμενωνεν·τυλισσ·σαμεν·ωνεν·τυλισσ·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεντετυλιγμαιεν·τετυλισσ·μαι
2ndεντετυλιξαιεν·τετυλισσ·σαι
3rdεντετυλικταιεν·τετυλισσ·ται
Pl1stεντετυλιγμεθαεν·τετυλισσ·μεθα
2ndεντετυλιχθεεν·τετυλισσ·σθε
3rdεντετυλιχαταιεν·τετυλισσ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεντετυλιξομαιεν·τετυλισσ·σομαι
2ndεντετυλιξῃ, εντετυλιξειεν·τετυλισσ·σῃ, εν·τετυλισσ·σει classical
3rdεντετυλιξεταιεν·τετυλισσ·σεται
Pl1stεντετυλιξομεθαεν·τετυλισσ·σομεθα
2ndεντετυλιξεσθεεν·τετυλισσ·σεσθε
3rdεντετυλιξονταιεν·τετυλισσ·σονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεντετυλιξοιμηνεν·τετυλισσ·σοιμην
2ndεντετυλιξοιοεν·τετυλισσ·σοιο
3rdεντετυλιξοιτοεν·τετυλισσ·σοιτο
Pl1stεντετυλιξοιμεθαεν·τετυλισσ·σοιμεθα
2ndεντετυλιξοισθεεν·τετυλισσ·σοισθε
3rdεντετυλιξοιντοεν·τετυλισσ·σοιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεντετυλιξοεν·τετυλισσ·σο
3rdεντετυλιχθωεν·τετυλισσ·σθω
Pl1st
2ndεντετυλιχθεεν·τετυλισσ·σθε
3rdεντετυλιχθωσαν, εντετυλιχθωνεν·τετυλισσ·σθωσαν, εν·τετυλισσ·σθων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εντετυλιχθαι​εν·τετυλισσ·σθαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εντετυλιξεσθαι​εν·τετυλισσ·σεσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεντετυλιγμενηεντετυλιγμενεεν·τετυλισσ·μεν·ηεν·τετυλισσ·μεν·ε
Nomεντετυλιγμενοςεν·τετυλισσ·μεν·ος
Accεντετυλιγμενηνεντετυλιγμενον[GNT]εν·τετυλισσ·μεν·ηνεν·τετυλισσ·μεν·ον
Datεντετυλιγμενῃεντετυλιγμενῳεν·τετυλισσ·μεν·ῃεν·τετυλισσ·μεν·ῳ
Genεντετυλιγμενηςεντετυλιγμενουεν·τετυλισσ·μεν·ηςεν·τετυλισσ·μεν·ου
PlVocεντετυλιγμεναιεντετυλιγμενοιεντετυλιγμεναεν·τετυλισσ·μεν·αιεν·τετυλισσ·μεν·οιεν·τετυλισσ·μεν·α
Nom
Accεντετυλιγμεναςεντετυλιγμενουςεν·τετυλισσ·μεν·αςεν·τετυλισσ·μεν·ους
Datεντετυλιγμεναιςεντετυλιγμενοιςεν·τετυλισσ·μεν·αιςεν·τετυλισσ·μεν·οις
Genεντετυλιγμενωνεντετυλιγμενωνεν·τετυλισσ·μεν·ωνεν·τετυλισσ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stενετετυλιγμηνεν·ε·τετυλισσ·μην
2ndενετετυλιξοεν·ε·τετυλισσ·σο
3rdενετετυλικτοεν·ε·τετυλισσ·το
Pl1stενετετυλιγμεθαεν·ε·τετυλισσ·μεθα
2ndενετετυλιχθεεν·ε·τετυλισσ·σθε
3rdενετετυλιχατοεν·ε·τετυλισσ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεντετυλιγμηνεν·[ε]·τετυλισσ·μην
2ndεντετυλιξοεν·[ε]·τετυλισσ·σο
3rdεντετυλικτοεν·[ε]·τετυλισσ·το
Pl1stεντετυλιγμεθαεν·[ε]·τετυλισσ·μεθα
2ndεντετυλιχθεεν·[ε]·τετυλισσ·σθε
3rdεντετυλιχατοεν·[ε]·τετυλισσ·ντο

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Saturday, 20-Apr-2024 00:28:37 EDT