ἐν·δια·τρίβω [LXX] (-, ενδια+τριψ-, -, -, -, -)
Verb Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.
2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive)
[show]
[hide]
Future Indicative | | Act | M/P |
---|
| | Inflection | Uncontracted | Inflection | Uncontracted |
---|
Sg | 1st | ενδιατριψω | ενδια·τριβ·σω | ενδιατριψομαι | ενδια·τριβ·σομαι |
---|
2nd | ενδιατριψεις | ενδια·τριβ·σεις | ενδιατριψῃ, ενδιατριψει[LXX], ενδιατριψεσαι | ενδια·τριβ·σῃ, ενδια·τριβ·σει classical, ενδια·τριβ·σεσαι alt |
---|
3rd | ενδιατριψει[LXX] | ενδια·τριβ·σει | ενδιατριψεται | ενδια·τριβ·σεται |
---|
Pl | 1st | ενδιατριψομεν | ενδια·τριβ·σομεν | ενδιατριψομεθα | ενδια·τριβ·σομεθα |
---|
2nd | ενδιατριψετε | ενδια·τριβ·σετε | ενδιατριψεσθε | ενδια·τριβ·σεσθε |
---|
3rd | ενδιατριψουσιν, ενδιατριψουσι | ενδια·τριβ·σουσι(ν) | ενδιατριψονται | ενδια·τριβ·σονται |
---|
Future Optative | | Act | M/P |
---|
| | Inflection | Uncontracted | Inflection | Uncontracted |
---|
Sg | 1st | ενδιατριψοιμι | ενδια·τριβ·σοιμι | ενδιατριψοιμην | ενδια·τριβ·σοιμην |
---|
2nd | ενδιατριψοις | ενδια·τριβ·σοις | ενδιατριψοιο | ενδια·τριβ·σοιο |
---|
3rd | ενδιατριψοι | ενδια·τριβ·σοι | ενδιατριψοιτο | ενδια·τριβ·σοιτο |
---|
Pl | 1st | ενδιατριψοιμεν | ενδια·τριβ·σοιμεν | ενδιατριψοιμεθα | ενδια·τριβ·σοιμεθα |
---|
2nd | ενδιατριψοιτε | ενδια·τριβ·σοιτε | ενδιατριψοισθε | ενδια·τριβ·σοισθε |
---|
3rd | ενδιατριψοιεν | ενδια·τριβ·σοιεν | ενδιατριψοιντο | ενδια·τριβ·σοιντο |
---|
Future InfinitiveAct | M/P |
---|
Inflection | Uncontracted | Inflection | Uncontracted |
---|
ενδιατριψειν | ενδια·τριβ·σειν | ενδιατριψεσθαι | ενδια·τριβ·σεσθαι |
Future ParticipleAct |
---|
| Inflection | Uncontracted |
---|
| Fem | Mas | Neu | Fem | Mas | Neu |
---|
Sg | Voc | ενδιατριψουσα | | ενδιατριψον | ενδια·τριβ·σουσ·α | | ενδια·τριβ·σο[υ]ν[τ] |
---|
Nom | ενδιατριψων | | ενδια·τριβ·σο[υ]ν[τ]·^ | |
---|
Acc | ενδιατριψουσαν | ενδιατριψοντα | ενδια·τριβ·σουσ·αν | ενδια·τριβ·σο[υ]ντ·α |
---|
Dat | ενδιατριψουσῃ | ενδιατριψοντι | ενδια·τριβ·σουσ·ῃ | ενδια·τριβ·σο[υ]ντ·ι |
---|
Gen | ενδιατριψουσης | ενδιατριψοντος | ενδια·τριβ·σουσ·ης | ενδια·τριβ·σο[υ]ντ·ος |
---|
Pl | Voc | ενδιατριψουσαι | ενδιατριψοντες | ενδιατριψοντα | ενδια·τριβ·σουσ·αι | ενδια·τριβ·σο[υ]ντ·ες | ενδια·τριβ·σο[υ]ντ·α |
---|
Nom |
---|
Acc | ενδιατριψουσας | ενδιατριψοντας | ενδια·τριβ·σουσ·ας | ενδια·τριβ·σο[υ]ντ·ας |
---|
Dat | ενδιατριψουσαις | ενδιατριψουσι, ενδιατριψουσιν | ενδια·τριβ·σουσ·αις | ενδια·τριβ·σου[ντ]·σι(ν) |
---|
Gen | ενδιατριψουσων | ενδιατριψοντων | ενδια·τριβ·σουσ·ων | ενδια·τριβ·σο[υ]ντ·ων |
---|
M/P |
---|
| Inflection | Uncontracted |
---|
| Fem | Mas | Neu | Fem | Mas | Neu |
---|
Sg | Voc | ενδιατριψομενη | ενδιατριψομενε | | ενδια·τριβ·σομεν·η | ενδια·τριβ·σομεν·ε | |
---|
Nom | ενδιατριψομενος | ενδια·τριβ·σομεν·ος |
---|
Acc | ενδιατριψομενην | | ενδιατριψομενον | ενδια·τριβ·σομεν·ην | | ενδια·τριβ·σομεν·ον |
---|
Dat | ενδιατριψομενῃ | ενδιατριψομενῳ | ενδια·τριβ·σομεν·ῃ | ενδια·τριβ·σομεν·ῳ |
---|
Gen | ενδιατριψομενης | ενδιατριψομενου | ενδια·τριβ·σομεν·ης | ενδια·τριβ·σομεν·ου |
---|
Pl | Voc | ενδιατριψομεναι | ενδιατριψομενοι | ενδιατριψομενα | ενδια·τριβ·σομεν·αι | ενδια·τριβ·σομεν·οι | ενδια·τριβ·σομεν·α |
---|
Nom |
---|
Acc | ενδιατριψομενας | ενδιατριψομενους | ενδια·τριβ·σομεν·ας | ενδια·τριβ·σομεν·ους |
---|
Dat | ενδιατριψομεναις | ενδιατριψομενοις | ενδια·τριβ·σομεν·αις | ενδια·τριβ·σομεν·οις |
---|
Gen | ενδιατριψομενων | ενδιατριψομενων | ενδια·τριβ·σομεν·ων | ενδια·τριβ·σομεν·ων |
---|
|