μεριζω • MERIZW • merizō

Search: εμερισεν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
εμερισενμερίζωε·μερι·σε(ν)1aor act ind 3rd sg

μερίζω (μεριζ-, μερι(ε)·[σ]-/μερι·σ-, μερι·σ-, -, μεμερισ-, μερισ·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεριζωμεριζ·ωμεριζομαιμεριζ·ομαι
2ndμεριζειςμεριζ·ειςμεριζῃ, μεριζει, μεριζεσαιμεριζ·ῃ, μεριζ·ει classical, μεριζ·εσαι alt
3rdμεριζειμεριζ·ειμεριζεται[LXX]μεριζ·εται
Pl1stμεριζομενμεριζ·ομενμεριζομεθαμεριζ·ομεθα
2ndμεριζετεμεριζ·ετεμεριζεσθεμεριζ·εσθε
3rdμεριζουσιν[LXX], μεριζουσιμεριζ·ουσι(ν), μεριζ·ουσι(ν)μεριζονταιμεριζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεριζωμεριζ·ωμεριζωμαιμεριζ·ωμαι
2ndμεριζῃςμεριζ·ῃςμεριζῃμεριζ·ῃ
3rdμεριζῃμεριζ·ῃμεριζηταιμεριζ·ηται
Pl1stμεριζωμενμεριζ·ωμενμεριζωμεθαμεριζ·ωμεθα
2ndμεριζητεμεριζ·ητεμεριζησθεμεριζ·ησθε
3rdμεριζωσιν, μεριζωσιμεριζ·ωσι(ν)μεριζωνταιμεριζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεριζοιμιμεριζ·οιμιμεριζοιμηνμεριζ·οιμην
2ndμεριζοιςμεριζ·οιςμεριζοιομεριζ·οιο
3rdμεριζοιμεριζ·οιμεριζοιτομεριζ·οιτο
Pl1stμεριζοιμενμεριζ·οιμενμεριζοιμεθαμεριζ·οιμεθα
2ndμεριζοιτεμεριζ·οιτεμεριζοισθεμεριζ·οισθε
3rdμεριζοιεν, μεριζοισανμεριζ·οιεν, μεριζ·οισαν altμεριζοιντομεριζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμεριζεμεριζ·εμεριζουμεριζ·ου
3rdμεριζετωμεριζ·ετωμεριζεσθωμεριζ·εσθω
Pl1st
2ndμεριζετεμεριζ·ετεμεριζεσθεμεριζ·εσθε
3rdμεριζετωσαν, μεριζοντωνμεριζ·ετωσαν, μεριζ·οντων classicalμεριζεσθωσαν, μεριζεσθωνμεριζ·εσθωσαν, μεριζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μεριζειν[LXX]​μεριζ·εινμεριζεσθαι​μεριζ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμεριζουσαμεριζονμεριζ·ουσ·αμεριζ·ο[υ]ν[τ]
Nomμεριζωνμεριζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accμεριζουσανμεριζονταμεριζ·ουσ·ανμεριζ·ο[υ]ντ·α
Datμεριζουσῃμεριζοντιμεριζ·ουσ·ῃμεριζ·ο[υ]ντ·ι
Genμεριζουσηςμεριζοντοςμεριζ·ουσ·ηςμεριζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocμεριζουσαιμεριζοντεςμεριζονταμεριζ·ουσ·αιμεριζ·ο[υ]ντ·εςμεριζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accμεριζουσαςμεριζονταςμεριζ·ουσ·αςμεριζ·ο[υ]ντ·ας
Datμεριζουσαιςμεριζουσι, μεριζουσιν[LXX]μεριζ·ουσ·αιςμεριζ·ου[ντ]·σι(ν), μεριζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genμεριζουσωνμεριζοντωνμεριζ·ουσ·ωνμεριζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμεριζομενημεριζομενεμεριζ·ομεν·ημεριζ·ομεν·ε
Nomμεριζομενοςμεριζ·ομεν·ος
Accμεριζομενηνμεριζομενονμεριζ·ομεν·ηνμεριζ·ομεν·ον
Datμεριζομενῃμεριζομενῳμεριζ·ομεν·ῃμεριζ·ομεν·ῳ
Genμεριζομενηςμεριζομενουμεριζ·ομεν·ηςμεριζ·ομεν·ου
PlVocμεριζομεναιμεριζομενοιμεριζομεναμεριζ·ομεν·αιμεριζ·ομεν·οιμεριζ·ομεν·α
Nom
Accμεριζομεναςμεριζομενουςμεριζ·ομεν·αςμεριζ·ομεν·ους
Datμεριζομεναιςμεριζομενοιςμεριζ·ομεν·αιςμεριζ·ομεν·οις
Genμεριζομενωνμεριζομενωνμεριζ·ομεν·ωνμεριζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεμεριζονε·μεριζ·ονεμεριζομηνε·μεριζ·ομην
2ndεμεριζεςε·μεριζ·εςεμεριζουε·μεριζ·ου
3rdεμεριζεν, εμεριζεε·μεριζ·ε(ν)εμεριζετοε·μεριζ·ετο
Pl1stεμεριζομενε·μεριζ·ομενεμεριζομεθαε·μεριζ·ομεθα
2ndεμεριζετεε·μεριζ·ετεεμεριζεσθεε·μεριζ·εσθε
3rdεμεριζον, εμεριζοσανε·μεριζ·ον, ε·μεριζ·οσαν altεμεριζοντοε·μεριζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεριω[LXX], μερισω[LXX]μερι(ε)·[σ]ω, μερι·σωμεριουμαι, μερισομαιμερι(ε)·[σ]ομαι, μερι·σομαι
2ndμεριεις[LXX], μερισειςμερι(ε)·[σ]εις, μερι·σειςμεριῃ, μεριει[LXX], μεριεισαι, μερισῃ, μερισει, μερισεσαιμερι(ε)·[σ]ῃ, μερι(ε)·[σ]ει classical, μερι(ε)·[σ]εσαι alt, μερι·σῃ, μερι·σει classical, μερι·σεσαι alt
3rdμεριει[LXX], μερισειμερι(ε)·[σ]ει, μερι·σειμεριειται, μερισεταιμερι(ε)·[σ]εται, μερι·σεται
Pl1stμεριουμεν, μερισομενμερι(ε)·[σ]ομεν, μερι·σομενμεριουμεθα, μερισομεθαμερι(ε)·[σ]ομεθα, μερι·σομεθα
2ndμεριειτε, μερισετεμερι(ε)·[σ]ετε, μερι·σετεμεριεισθε, μερισεσθεμερι(ε)·[σ]εσθε, μερι·σεσθε
3rdμεριουσιν, μεριουσι, μερισουσιν, μερισουσιμερι(ε)·[σ]ουσι(ν), μερι·σουσι(ν)μεριουνται[LXX], μερισονταιμερι(ε)·[σ]ονται, μερι·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεριοιμι, μερισοιμιμερι(ε)·[σ]οιμι, μερι·σοιμιμεριοιμην, μερισοιμηνμερι(ε)·[σ]οιμην, μερι·σοιμην
2ndμεριοις, μερισοιςμερι(ε)·[σ]οις, μερι·σοιςμεριοιο, μερισοιομερι(ε)·[σ]οιο, μερι·σοιο
3rdμεριοι, μερισοιμερι(ε)·[σ]οι, μερι·σοιμεριοιτο, μερισοιτομερι(ε)·[σ]οιτο, μερι·σοιτο
Pl1stμεριοιμεν, μερισοιμενμερι(ε)·[σ]οιμεν, μερι·σοιμενμεριοιμεθα, μερισοιμεθαμερι(ε)·[σ]οιμεθα, μερι·σοιμεθα
2ndμεριοιτε, μερισοιτεμερι(ε)·[σ]οιτε, μερι·σοιτεμεριοισθε, μερισοισθεμερι(ε)·[σ]οισθε, μερι·σοισθε
3rdμεριοιεν, μερισοιενμερι(ε)·[σ]οιεν, μερι·σοιενμεριοιντο, μερισοιντομερι(ε)·[σ]οιντο, μερι·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μεριειν, μερισειν​μερι(ε)·[σ]ειν, μερι·σειν​μεριεισθαι, μερισεσθαι​μερι(ε)·[σ]εσθαι, μερι·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμεριουσα, μερισουσαμεριουν, μερισον[LXX]μερι(ε)·[σ]ουσ·α, μερι·σουσ·αμερι(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ], μερι·σο[υ]ν[τ]
Nomμεριων, μερισωνμερι(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ]·^, μερι·σο[υ]ν[τ]·^
Accμεριουσαν, μερισουσανμεριουντα, μερισονταμερι(ε)·[σ]ουσ·αν, μερι·σουσ·ανμερι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α, μερι·σο[υ]ντ·α
Datμεριουσῃ, μερισουσῃμεριουντι, μερισοντιμερι(ε)·[σ]ουσ·ῃ, μερι·σουσ·ῃμερι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ι, μερι·σο[υ]ντ·ι
Genμεριουσης, μερισουσηςμεριουντος, μερισοντοςμερι(ε)·[σ]ουσ·ης, μερι·σουσ·ηςμερι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ος, μερι·σο[υ]ντ·ος
PlVocμεριουσαι, μερισουσαιμεριουντες, μερισοντεςμεριουντα, μερισονταμερι(ε)·[σ]ουσ·αι, μερι·σουσ·αιμερι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ες, μερι·σο[υ]ντ·εςμερι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α, μερι·σο[υ]ντ·α
Nom
Accμεριουσας, μερισουσαςμεριουντας, μερισονταςμερι(ε)·[σ]ουσ·ας, μερι·σουσ·αςμερι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ας, μερι·σο[υ]ντ·ας
Datμεριουσαις, μερισουσαιςμεριουσι, μεριουσιν, μερισουσι, μερισουσινμερι(ε)·[σ]ουσ·αις, μερι·σουσ·αιςμερι(ε)·[σ]ου[ντ]·σι(ν), μερι·σου[ντ]·σι(ν)
Genμεριουσων, μερισουσωνμεριουντων, μερισοντωνμερι(ε)·[σ]ουσ·ων, μερι·σουσ·ωνμερι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ων, μερι·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμεριουμενη, μερισομενημεριουμενε, μερισομενεμερι(ε)·[σ]ομεν·η, μερι·σομεν·ημερι(ε)·[σ]ομεν·ε, μερι·σομεν·ε
Nomμεριουμενος, μερισομενοςμερι(ε)·[σ]ομεν·ος, μερι·σομεν·ος
Accμεριουμενην, μερισομενηνμεριουμενον, μερισομενονμερι(ε)·[σ]ομεν·ην, μερι·σομεν·ηνμερι(ε)·[σ]ομεν·ον, μερι·σομεν·ον
Datμεριουμενῃ, μερισομενῃμεριουμενῳ, μερισομενῳμερι(ε)·[σ]ομεν·ῃ, μερι·σομεν·ῃμερι(ε)·[σ]ομεν·ῳ, μερι·σομεν·ῳ
Genμεριουμενης, μερισομενηςμεριουμενου, μερισομενουμερι(ε)·[σ]ομεν·ης, μερι·σομεν·ηςμερι(ε)·[σ]ομεν·ου, μερι·σομεν·ου
PlVocμεριουμεναι, μερισομεναιμεριουμενοι, μερισομενοιμεριουμενα, μερισομεναμερι(ε)·[σ]ομεν·αι, μερι·σομεν·αιμερι(ε)·[σ]ομεν·οι, μερι·σομεν·οιμερι(ε)·[σ]ομεν·α, μερι·σομεν·α
Nom
Accμεριουμενας, μερισομεναςμεριουμενους, μερισομενουςμερι(ε)·[σ]ομεν·ας, μερι·σομεν·αςμερι(ε)·[σ]ομεν·ους, μερι·σομεν·ους
Datμεριουμεναις, μερισομεναιςμεριουμενοις, μερισομενοιςμερι(ε)·[σ]ομεν·αις, μερι·σομεν·αιςμερι(ε)·[σ]ομεν·οις, μερι·σομεν·οις
Genμεριουμενων, μερισομενωνμεριουμενων, μερισομενωνμερι(ε)·[σ]ομεν·ων, μερι·σομεν·ωνμερι(ε)·[σ]ομεν·ων, μερι·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεμερισα[LXX]ε·μερι·σαεμερισαμηνε·μερι·σαμην
2ndεμερισαςε·μερι·σαςεμερισωε·μερι·σω
3rdεμερισεν[GNT][LXX], εμερισεε·μερι·σε(ν), ε·μερι·σε(ν)εμερισατο[LXX]ε·μερι·σατο
Pl1stεμερισαμενε·μερι·σαμενεμερισαμεθαε·μερι·σαμεθα
2ndεμερισατεε·μερι·σατεεμερισασθεε·μερι·σασθε
3rdεμερισαν[LXX]ε·μερι·σανεμερισαντο[LXX]ε·μερι·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμερισω[LXX]μερι·σωμερισωμαιμερι·σωμαι
2ndμερισῃςμερι·σῃςμερισῃμερι·σῃ
3rdμερισῃμερι·σῃμερισηταιμερι·σηται
Pl1stμερισωμενμερι·σωμενμερισωμεθαμερι·σωμεθα
2ndμερισητεμερι·σητεμερισησθεμερι·σησθε
3rdμερισωσιν, μερισωσιμερι·σωσι(ν)μερισωνταιμερι·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμερισαιμιμερι·σαιμιμερισαιμηνμερι·σαιμην
2ndμερισαις, μερισειαςμερι·σαις, μερι·σειας classicalμερισαιομερι·σαιο
3rdμερισαι, μερισειεμερι·σαι, μερι·σειε classicalμερισαιτομερι·σαιτο
Pl1stμερισαιμενμερι·σαιμενμερισαιμεθαμερι·σαιμεθα
2ndμερισαιτεμερι·σαιτεμερισαισθεμερι·σαισθε
3rdμερισαιεν, μερισαισαν, μερισειαν, μερισειενμερι·σαιεν, μερι·σαισαν alt, μερι·σειαν classical, μερι·σειεν classicalμερισαιντομερι·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμερισον[LXX]μερι·σονμερισαιμερι·σαι
3rdμερισατωμερι·σατωμερισασθωμερι·σασθω
Pl1st
2ndμερισατε[LXX]μερι·σατεμερισασθεμερι·σασθε
3rdμερισατωσαν, μερισαντωνμερι·σατωσαν, μερι·σαντων classicalμερισασθωσαν, μερισασθωνμερι·σασθωσαν, μερι·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μερισαι​μερι·σαι​μερισασθαι[GNT]​μερι·σασθαι

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμερισασαμερισαςμερισανμερι·σασ·αμερι·σα[ντ]·ςμερι·σαν[τ]
Nom
Accμερισασανμερισανταμερι·σασ·ανμερι·σαντ·α
Datμερισασῃμερισαντιμερι·σασ·ῃμερι·σαντ·ι
Genμερισασηςμερισαντοςμερι·σασ·ηςμερι·σαντ·ος
PlVocμερισασαιμερισαντες[LXX]μερισανταμερι·σασ·αιμερι·σαντ·εςμερι·σαντ·α
Nom
Accμερισασαςμερισανταςμερι·σασ·αςμερι·σαντ·ας
Datμερισασαιςμερισασι, μερισασινμερι·σασ·αιςμερι·σα[ντ]·σι(ν)
Genμερισασωνμερισαντωνμερι·σασ·ωνμερι·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμερισαμενημερισαμενεμερι·σαμεν·ημερι·σαμεν·ε
Nomμερισαμενοςμερι·σαμεν·ος
Accμερισαμενηνμερισαμενονμερι·σαμεν·ηνμερι·σαμεν·ον
Datμερισαμενῃμερισαμενῳμερι·σαμεν·ῃμερι·σαμεν·ῳ
Genμερισαμενηςμερισαμενουμερι·σαμεν·ηςμερι·σαμεν·ου
PlVocμερισαμεναιμερισαμενοιμερισαμεναμερι·σαμεν·αιμερι·σαμεν·οιμερι·σαμεν·α
Nom
Accμερισαμεναςμερισαμενουςμερι·σαμεν·αςμερι·σαμεν·ους
Datμερισαμεναιςμερισαμενοιςμερι·σαμεν·αιςμερι·σαμεν·οις
Genμερισαμενωνμερισαμενωνμερι·σαμεν·ωνμερι·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεμερισμαιμεμερισ·μαι
2ndμεμερισαιμεμερισ·[σ]αι
3rdμεμερισται[GNT]μεμερισ·ται
Pl1stμεμερισμεθαμεμερισ·μεθα
2ndμεμερισθεμεμερισ·[σ]θε
3rdμεμεριδαταιμεμερισ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεμερισομαιμεμερισ·[σ]ομαι
2ndμεμερισῃ, μεμερισειμεμερισ·[σ]ῃ, μεμερισ·[σ]ει classical
3rdμεμερισεταιμεμερισ·[σ]εται
Pl1stμεμερισομεθαμεμερισ·[σ]ομεθα
2ndμεμερισεσθεμεμερισ·[σ]εσθε
3rdμεμερισονταιμεμερισ·[σ]ονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεμερισοιμηνμεμερισ·[σ]οιμην
2ndμεμερισοιομεμερισ·[σ]οιο
3rdμεμερισοιτομεμερισ·[σ]οιτο
Pl1stμεμερισοιμεθαμεμερισ·[σ]οιμεθα
2ndμεμερισοισθεμεμερισ·[σ]οισθε
3rdμεμερισοιντομεμερισ·[σ]οιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμεμερισομεμερισ·[σ]ο
3rdμεμερισθωμεμερισ·[σ]θω
Pl1st
2ndμεμερισθεμεμερισ·[σ]θε
3rdμεμερισθωσαν, μεμερισθωνμεμερισ·[σ]θωσαν, μεμερισ·[σ]θων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μεμερισθαι​μεμερισ·[σ]θαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μεμερισεσθαι​μεμερισ·[σ]εσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμεμερισμενη[LXX]μεμερισμενεμεμερισ·μεν·ημεμερισ·μεν·ε
Nomμεμερισμενοςμεμερισ·μεν·ος
Accμεμερισμενην[LXX]μεμερισμενονμεμερισ·μεν·ηνμεμερισ·μεν·ον
Datμεμερισμενῃμεμερισμενῳμεμερισ·μεν·ῃμεμερισ·μεν·ῳ
Genμεμερισμενηςμεμερισμενουμεμερισ·μεν·ηςμεμερισ·μεν·ου
PlVocμεμερισμεναιμεμερισμενοιμεμερισμεναμεμερισ·μεν·αιμεμερισ·μεν·οιμεμερισ·μεν·α
Nom
Accμεμερισμεναςμεμερισμενουςμεμερισ·μεν·αςμεμερισ·μεν·ους
Datμεμερισμεναιςμεμερισμενοιςμεμερισ·μεν·αιςμεμερισ·μεν·οις
Genμεμερισμενωνμεμερισμενωνμεμερισ·μεν·ωνμεμερισ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεμεμερισμηνε·μεμερισ·μην
2ndεμεμερισοε·μεμερισ·[σ]ο
3rdεμεμεριστοε·μεμερισ·το
Pl1stεμεμερισμεθαε·μεμερισ·μεθα
2ndεμεμερισθεε·μεμερισ·[σ]θε
3rdεμεμεριδατοε·μεμερισ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεμερισμην[ε]·μεμερισ·μην
2ndμεμερισο[ε]·μεμερισ·[σ]ο
3rdμεμεριστο[ε]·μεμερισ·το
Pl1stμεμερισμεθα[ε]·μεμερισ·μεθα
2ndμεμερισθε[ε]·μεμερισ·[σ]θε
3rdμεμεριδατο[ε]·μεμερισ·ντο

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεμερισθηνε·μερισ·θην
2ndεμερισθηςε·μερισ·θης
3rdεμερισθη[GNT][LXX]ε·μερισ·θη
Pl1stεμερισθημενε·μερισ·θημεν
2ndεμερισθητεε·μερισ·θητε
3rdεμερισθησαν[LXX]ε·μερισ·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stμερισθησομαιμερισ·θησομαι
2ndμερισθησῃ, μερισθησειμερισ·θησῃ, μερισ·θησει classical
3rdμερισθησεται[LXX]μερισ·θησεται
Pl1stμερισθησομεθαμερισ·θησομεθα
2ndμερισθησεσθε[LXX]μερισ·θησεσθε
3rdμερισθησονταιμερισ·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stμερισθωμερισ·θω
2ndμερισθῃςμερισ·θῃς
3rdμερισθῃ[GNT]μερισ·θῃ
Pl1stμερισθωμενμερισ·θωμεν
2ndμερισθητεμερισ·θητε
3rdμερισθωσιν, μερισθωσιμερισ·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stμερισθειηνμερισ·θειην
2ndμερισθειηςμερισ·θειης
3rdμερισθειημερισ·θειη
Pl1stμερισθειημεν, μερισθειμενμερισ·θειημεν, μερισ·θειμεν classical
2ndμερισθειητε, μερισθειτεμερισ·θειητε, μερισ·θειτε classical
3rdμερισθειησαν, μερισθειενμερισ·θειησαν, μερισ·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stμερισθησοιμηνμερισ·θησοιμην
2ndμερισθησοιομερισ·θησοιο
3rdμερισθησοιτομερισ·θησοιτο
Pl1stμερισθησοιμεθαμερισ·θησοιμεθα
2ndμερισθησοισθεμερισ·θησοισθε
3rdμερισθησοιντομερισ·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndμερισθητιμερισ·θητι
3rdμερισθητωμερισ·θητω
Pl1st
2ndμερισθητεμερισ·θητε
3rdμερισθητωσαν, μερισθεντωνμερισ·θητωσαν, μερισ·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
μερισθηναι​μερισ·θηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
μερισθησεσθαι​μερισ·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμερισθεισα[GNT][LXX]μερισθειςμερισθενμερισ·θεισ·αμερισ·θει[ντ]·ςμερισ·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accμερισθεισανμερισθενταμερισ·θεισ·ανμερισ·θε[ι]ντ·α
Datμερισθεισῃμερισθεντιμερισ·θεισ·ῃμερισ·θε[ι]ντ·ι
Genμερισθεισηςμερισθεντοςμερισ·θεισ·ηςμερισ·θε[ι]ντ·ος
PlVocμερισθεισαιμερισθεντεςμερισθενταμερισ·θεισ·αιμερισ·θε[ι]ντ·εςμερισ·θε[ι]ντ·α
Nom
Accμερισθεισαςμερισθενταςμερισ·θεισ·αςμερισ·θε[ι]ντ·ας
Datμερισθεισαιςμερισθεισι, μερισθεισινμερισ·θεισ·αιςμερισ·θει[ντ]·σι(ν)
Genμερισθεισωνμερισθεντωνμερισ·θεισ·ωνμερισ·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμερισθησομενημερισθησομενεμερισ·θησομεν·ημερισ·θησομεν·ε
Nomμερισθησομενοςμερισ·θησομεν·ος
Accμερισθησομενηνμερισθησομενονμερισ·θησομεν·ηνμερισ·θησομεν·ον
Datμερισθησομενῃμερισθησομενῳμερισ·θησομεν·ῃμερισ·θησομεν·ῳ
Genμερισθησομενηςμερισθησομενουμερισ·θησομεν·ηςμερισ·θησομεν·ου
PlVocμερισθησομεναιμερισθησομενοιμερισθησομεναμερισ·θησομεν·αιμερισ·θησομεν·οιμερισ·θησομεν·α
Nom
Accμερισθησομεναςμερισθησομενουςμερισ·θησομεν·αςμερισ·θησομεν·ους
Datμερισθησομεναιςμερισθησομενοιςμερισ·θησομεν·αιςμερισ·θησομεν·οις
Genμερισθησομενωνμερισθησομενωνμερισ·θησομεν·ωνμερισ·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 19-Mar-2024 03:28:15 EDT