εκδικαζω • EKDIKAZW • ekdikazō

Search: εκδικαται

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
εκδικαταιἐκδικάζωεκ·δικ(α)·[σ]εταιfut mp ind 3rd sg

ἐκ·δικάζω [LXX] (-, εκ+δικ(α)·[σ]-, εκ+δικα·σ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεκδικω[LXX]εκ·δικ(α)·[σ]ωεκδικωμαιεκ·δικ(α)·[σ]ομαι
2ndεκδικᾳςεκ·δικ(α)·[σ]ειςεκδικᾳ[LXX], εκδικασαιεκ·δικ(α)·[σ]ῃ, εκ·δικ(α)·[σ]ει classical, εκ·δικ(α)·[σ]εσαι alt
3rdεκδικᾳ[LXX]εκ·δικ(α)·[σ]ειεκδικαται[LXX]εκ·δικ(α)·[σ]εται
Pl1stεκδικωμενεκ·δικ(α)·[σ]ομενεκδικωμεθαεκ·δικ(α)·[σ]ομεθα
2ndεκδικατεεκ·δικ(α)·[σ]ετεεκδικασθεεκ·δικ(α)·[σ]εσθε
3rdεκδικωσιν, εκδικωσιεκ·δικ(α)·[σ]ουσι(ν)εκδικωνταιεκ·δικ(α)·[σ]ονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεκδικῳμιεκ·δικ(α)·[σ]οιμιεκδικῳμηνεκ·δικ(α)·[σ]οιμην
2ndεκδικῳςεκ·δικ(α)·[σ]οιςεκδικῳοεκ·δικ(α)·[σ]οιο
3rdεκδικῳεκ·δικ(α)·[σ]οιεκδικῳτοεκ·δικ(α)·[σ]οιτο
Pl1stεκδικῳμενεκ·δικ(α)·[σ]οιμενεκδικῳμεθαεκ·δικ(α)·[σ]οιμεθα
2ndεκδικῳτεεκ·δικ(α)·[σ]οιτεεκδικῳσθεεκ·δικ(α)·[σ]οισθε
3rdεκδικῳενεκ·δικ(α)·[σ]οιενεκδικῳντοεκ·δικ(α)·[σ]οιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εκδικᾳν​εκ·δικ(α)·[σ]ειν​εκδικασθαι​εκ·δικ(α)·[σ]εσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεκδικωσαεκδικων[LXX]εκ·δικ(α)·[σ]ουσ·αεκ·δικ(α)·[σ]ο[υ]ν[τ]
Nomεκδικων[LXX]εκ·δικ(α)·[σ]ο[υ]ν[τ]·^
Accεκδικωσανεκδικωνταεκ·δικ(α)·[σ]ουσ·ανεκ·δικ(α)·[σ]ο[υ]ντ·α
Datεκδικωσῃεκδικωντιεκ·δικ(α)·[σ]ουσ·ῃεκ·δικ(α)·[σ]ο[υ]ντ·ι
Genεκδικωσηςεκδικωντοςεκ·δικ(α)·[σ]ουσ·ηςεκ·δικ(α)·[σ]ο[υ]ντ·ος
PlVocεκδικωσαιεκδικωντεςεκδικωνταεκ·δικ(α)·[σ]ουσ·αιεκ·δικ(α)·[σ]ο[υ]ντ·εςεκ·δικ(α)·[σ]ο[υ]ντ·α
Nom
Accεκδικωσαςεκδικωνταςεκ·δικ(α)·[σ]ουσ·αςεκ·δικ(α)·[σ]ο[υ]ντ·ας
Datεκδικωσαιςεκδικωσι, εκδικωσινεκ·δικ(α)·[σ]ουσ·αιςεκ·δικ(α)·[σ]ου[ντ]·σι(ν)
Genεκδικωσωνεκδικωντωνεκ·δικ(α)·[σ]ουσ·ωνεκ·δικ(α)·[σ]ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεκδικωμενηεκδικωμενεεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ηεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ε
Nomεκδικωμενοςεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ος
Accεκδικωμενηνεκδικωμενονεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ηνεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ον
Datεκδικωμενῃεκδικωμενῳεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ῃεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ῳ
Genεκδικωμενηςεκδικωμενουεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ηςεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ου
PlVocεκδικωμεναιεκδικωμενοιεκδικωμεναεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·αιεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·οιεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·α
Nom
Accεκδικωμεναςεκδικωμενουςεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·αςεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ους
Datεκδικωμεναιςεκδικωμενοιςεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·αιςεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·οις
Genεκδικωμενωνεκδικωμενωνεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ωνεκ·δικ(α)·[σ]ομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεδικασαεκ·ε·δικα·σαεξεδικασαμηνεκ·ε·δικα·σαμην
2ndεξεδικασαςεκ·ε·δικα·σαςεξεδικασωεκ·ε·δικα·σω
3rdεξεδικασεν, εξεδικασεεκ·ε·δικα·σε(ν)εξεδικασατοεκ·ε·δικα·σατο
Pl1stεξεδικασαμενεκ·ε·δικα·σαμενεξεδικασαμεθαεκ·ε·δικα·σαμεθα
2ndεξεδικασατεεκ·ε·δικα·σατεεξεδικασασθεεκ·ε·δικα·σασθε
3rdεξεδικασανεκ·ε·δικα·σανεξεδικασαντοεκ·ε·δικα·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεκδικασωεκ·δικα·σωεκδικασωμαιεκ·δικα·σωμαι
2ndεκδικασῃςεκ·δικα·σῃςεκδικασῃεκ·δικα·σῃ
3rdεκδικασῃεκ·δικα·σῃεκδικασηταιεκ·δικα·σηται
Pl1stεκδικασωμενεκ·δικα·σωμενεκδικασωμεθαεκ·δικα·σωμεθα
2ndεκδικασητεεκ·δικα·σητεεκδικασησθεεκ·δικα·σησθε
3rdεκδικασωσιν, εκδικασωσιεκ·δικα·σωσι(ν)εκδικασωνταιεκ·δικα·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεκδικασαιμιεκ·δικα·σαιμιεκδικασαιμηνεκ·δικα·σαιμην
2ndεκδικασαις, εκδικασειαςεκ·δικα·σαις, εκ·δικα·σειας classicalεκδικασαιοεκ·δικα·σαιο
3rdεκδικασαι, εκδικασειεεκ·δικα·σαι, εκ·δικα·σειε classicalεκδικασαιτοεκ·δικα·σαιτο
Pl1stεκδικασαιμενεκ·δικα·σαιμενεκδικασαιμεθαεκ·δικα·σαιμεθα
2ndεκδικασαιτεεκ·δικα·σαιτεεκδικασαισθεεκ·δικα·σαισθε
3rdεκδικασαιεν, εκδικασαισαν, εκδικασειαν, εκδικασειενεκ·δικα·σαιεν, εκ·δικα·σαισαν alt, εκ·δικα·σειαν classical, εκ·δικα·σειεν classicalεκδικασαιντοεκ·δικα·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεκδικασονεκ·δικα·σονεκδικασαιεκ·δικα·σαι
3rdεκδικασατωεκ·δικα·σατωεκδικασασθωεκ·δικα·σασθω
Pl1st
2ndεκδικασατεεκ·δικα·σατεεκδικασασθεεκ·δικα·σασθε
3rdεκδικασατωσαν, εκδικασαντωνεκ·δικα·σατωσαν, εκ·δικα·σαντων classicalεκδικασασθωσαν, εκδικασασθωνεκ·δικα·σασθωσαν, εκ·δικα·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εκδικασαι​εκ·δικα·σαι​εκδικασασθαι​εκ·δικα·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεκδικασασαεκδικασαςεκδικασανεκ·δικα·σασ·αεκ·δικα·σα[ντ]·ςεκ·δικα·σαν[τ]
Nom
Accεκδικασασανεκδικασανταεκ·δικα·σασ·ανεκ·δικα·σαντ·α
Datεκδικασασῃεκδικασαντιεκ·δικα·σασ·ῃεκ·δικα·σαντ·ι
Genεκδικασασηςεκδικασαντοςεκ·δικα·σασ·ηςεκ·δικα·σαντ·ος
PlVocεκδικασασαιεκδικασαντεςεκδικασανταεκ·δικα·σασ·αιεκ·δικα·σαντ·εςεκ·δικα·σαντ·α
Nom
Accεκδικασασαςεκδικασανταςεκ·δικα·σασ·αςεκ·δικα·σαντ·ας
Datεκδικασασαιςεκδικασασι, εκδικασασινεκ·δικα·σασ·αιςεκ·δικα·σα[ντ]·σι(ν)
Genεκδικασασωνεκδικασαντωνεκ·δικα·σασ·ωνεκ·δικα·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεκδικασαμενηεκδικασαμενεεκ·δικα·σαμεν·ηεκ·δικα·σαμεν·ε
Nomεκδικασαμενοςεκ·δικα·σαμεν·ος
Accεκδικασαμενηνεκδικασαμενονεκ·δικα·σαμεν·ηνεκ·δικα·σαμεν·ον
Datεκδικασαμενῃεκδικασαμενῳεκ·δικα·σαμεν·ῃεκ·δικα·σαμεν·ῳ
Genεκδικασαμενηςεκδικασαμενουεκ·δικα·σαμεν·ηςεκ·δικα·σαμεν·ου
PlVocεκδικασαμεναιεκδικασαμενοιεκδικασαμεναεκ·δικα·σαμεν·αιεκ·δικα·σαμεν·οιεκ·δικα·σαμεν·α
Nom
Accεκδικασαμεναςεκδικασαμενουςεκ·δικα·σαμεν·αςεκ·δικα·σαμεν·ους
Datεκδικασαμεναιςεκδικασαμενοιςεκ·δικα·σαμεν·αιςεκ·δικα·σαμεν·οις
Genεκδικασαμενωνεκδικασαμενωνεκ·δικα·σαμεν·ωνεκ·δικα·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 18-Apr-2024 04:56:44 EDT