δουλευω • DOULEUW • douleuō

Search: εδουλευον

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
εδουλευον; εδουλευονδουλεύωε·δουλευ·ον; ε·δουλευ·ονimpf act ind 1st sg; impf act ind 3rd pl

δουλεύω (δουλευ-, δουλευ·σ-, δουλευ·σ-, δεδουλευ·κ-, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδουλευω[GNT]δουλευ·ωδουλευομαιδουλευ·ομαι
2ndδουλευειςδουλευ·ειςδουλευῃ, δουλευει[GNT], δουλευεσαιδουλευ·ῃ, δουλευ·ει classical, δουλευ·εσαι alt
3rdδουλευει[GNT]δουλευ·ειδουλευεταιδουλευ·εται
Pl1stδουλευομενδουλευ·ομενδουλευομεθαδουλευ·ομεθα
2ndδουλευετε[GNT]δουλευ·ετεδουλευεσθεδουλευ·εσθε
3rdδουλευουσιν[GNT][LXX], δουλευουσι[LXX]δουλευ·ουσι(ν)δουλευονταιδουλευ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδουλευω[GNT]δουλευ·ωδουλευωμαιδουλευ·ωμαι
2ndδουλευῃςδουλευ·ῃςδουλευῃδουλευ·ῃ
3rdδουλευῃδουλευ·ῃδουλευηταιδουλευ·ηται
Pl1stδουλευωμενδουλευ·ωμενδουλευωμεθαδουλευ·ωμεθα
2ndδουλευητεδουλευ·ητεδουλευησθεδουλευ·ησθε
3rdδουλευωσιν, δουλευωσιδουλευ·ωσι(ν)δουλευωνταιδουλευ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδουλευοιμιδουλευ·οιμιδουλευοιμηνδουλευ·οιμην
2ndδουλευοιςδουλευ·οιςδουλευοιοδουλευ·οιο
3rdδουλευοιδουλευ·οιδουλευοιτοδουλευ·οιτο
Pl1stδουλευοιμενδουλευ·οιμενδουλευοιμεθαδουλευ·οιμεθα
2ndδουλευοιτεδουλευ·οιτεδουλευοισθεδουλευ·οισθε
3rdδουλευοιεν, δουλευοισανδουλευ·οιεν, δουλευ·οισαν altδουλευοιντοδουλευ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδουλευε[LXX]δουλευ·εδουλευουδουλευ·ου
3rdδουλευετωδουλευ·ετωδουλευεσθωδουλευ·εσθω
Pl1st
2ndδουλευετε[GNT]δουλευ·ετεδουλευεσθεδουλευ·εσθε
3rdδουλευετωσαν[GNT], δουλευοντωνδουλευ·ετωσαν, δουλευ·οντων classicalδουλευεσθωσαν, δουλευεσθωνδουλευ·εσθωσαν, δουλευ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
δουλευειν[GNT][LXX]​δουλευ·εινδουλευεσθαι​δουλευ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδουλευουσαδουλευονδουλευ·ουσ·αδουλευ·ο[υ]ν[τ]
Nomδουλευων[GNT][LXX]δουλευ·ο[υ]ν[τ]·^
Accδουλευουσανδουλευοντα[LXX]δουλευ·ουσ·ανδουλευ·ο[υ]ντ·α
Datδουλευουσῃδουλευοντιδουλευ·ουσ·ῃδουλευ·ο[υ]ντ·ι
Genδουλευουσηςδουλευοντος[LXX]δουλευ·ουσ·ηςδουλευ·ο[υ]ντ·ος
PlVocδουλευουσαιδουλευοντες[GNT][LXX]δουλευοντα[LXX]δουλευ·ουσ·αιδουλευ·ο[υ]ντ·εςδουλευ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accδουλευουσαςδουλευοντας[LXX]δουλευ·ουσ·αςδουλευ·ο[υ]ντ·ας
Datδουλευουσαιςδουλευουσι[LXX], δουλευουσιν[GNT][LXX]δουλευ·ουσ·αιςδουλευ·ου[ντ]·σι(ν)
Genδουλευουσωνδουλευοντωνδουλευ·ουσ·ωνδουλευ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδουλευομενηδουλευομενεδουλευ·ομεν·ηδουλευ·ομεν·ε
Nomδουλευομενοςδουλευ·ομεν·ος
Accδουλευομενηνδουλευομενονδουλευ·ομεν·ηνδουλευ·ομεν·ον
Datδουλευομενῃδουλευομενῳδουλευ·ομεν·ῃδουλευ·ομεν·ῳ
Genδουλευομενηςδουλευομενουδουλευ·ομεν·ηςδουλευ·ομεν·ου
PlVocδουλευομεναιδουλευομενοιδουλευομεναδουλευ·ομεν·αιδουλευ·ομεν·οιδουλευ·ομεν·α
Nom
Accδουλευομεναςδουλευομενουςδουλευ·ομεν·αςδουλευ·ομεν·ους
Datδουλευομεναιςδουλευομενοιςδουλευ·ομεν·αιςδουλευ·ομεν·οις
Genδουλευομενωνδουλευομενωνδουλευ·ομεν·ωνδουλευ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεδουλευον[LXX]ε·δουλευ·ονεδουλευομηνε·δουλευ·ομην
2ndεδουλευεςε·δουλευ·εςεδουλευουε·δουλευ·ου
3rdεδουλευεν, εδουλευεε·δουλευ·ε(ν)εδουλευετοε·δουλευ·ετο
Pl1stεδουλευομενε·δουλευ·ομενεδουλευομεθαε·δουλευ·ομεθα
2ndεδουλευετεε·δουλευ·ετεεδουλευεσθεε·δουλευ·εσθε
3rdεδουλευον[LXX], εδουλευοσανε·δουλευ·ον, ε·δουλευ·οσαν altεδουλευοντοε·δουλευ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδουλευσω[LXX]δουλευ·σωδουλευσομαιδουλευ·σομαι
2ndδουλευσεις[LXX]δουλευ·σειςδουλευσῃ, δουλευσει[GNT][LXX], δουλευσεσαιδουλευ·σῃ, δουλευ·σει classical, δουλευ·σεσαι alt
3rdδουλευσει[GNT][LXX]δουλευ·σειδουλευσεταιδουλευ·σεται
Pl1stδουλευσομεν[LXX]δουλευ·σομενδουλευσομεθαδουλευ·σομεθα
2ndδουλευσετε[LXX]δουλευ·σετεδουλευσεσθεδουλευ·σεσθε
3rdδουλευσουσιν[GNT][LXX], δουλευσουσιδουλευ·σουσι(ν), δουλευ·σουσι(ν)δουλευσονταιδουλευ·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδουλευσοιμιδουλευ·σοιμιδουλευσοιμηνδουλευ·σοιμην
2ndδουλευσοιςδουλευ·σοιςδουλευσοιοδουλευ·σοιο
3rdδουλευσοιδουλευ·σοιδουλευσοιτοδουλευ·σοιτο
Pl1stδουλευσοιμενδουλευ·σοιμενδουλευσοιμεθαδουλευ·σοιμεθα
2ndδουλευσοιτεδουλευ·σοιτεδουλευσοισθεδουλευ·σοισθε
3rdδουλευσοιενδουλευ·σοιενδουλευσοιντοδουλευ·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
δουλευσειν​δουλευ·σειν​δουλευσεσθαι​δουλευ·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδουλευσουσαδουλευσον[LXX]δουλευ·σουσ·αδουλευ·σο[υ]ν[τ]
Nomδουλευσωνδουλευ·σο[υ]ν[τ]·^
Accδουλευσουσανδουλευσονταδουλευ·σουσ·ανδουλευ·σο[υ]ντ·α
Datδουλευσουσῃδουλευσοντιδουλευ·σουσ·ῃδουλευ·σο[υ]ντ·ι
Genδουλευσουσηςδουλευσοντοςδουλευ·σουσ·ηςδουλευ·σο[υ]ντ·ος
PlVocδουλευσουσαιδουλευσοντεςδουλευσονταδουλευ·σουσ·αιδουλευ·σο[υ]ντ·εςδουλευ·σο[υ]ντ·α
Nom
Accδουλευσουσαςδουλευσονταςδουλευ·σουσ·αςδουλευ·σο[υ]ντ·ας
Datδουλευσουσαιςδουλευσουσι, δουλευσουσιν[GNT][LXX]δουλευ·σουσ·αιςδουλευ·σου[ντ]·σι(ν), δουλευ·σου[ντ]·σι(ν)
Genδουλευσουσωνδουλευσοντωνδουλευ·σουσ·ωνδουλευ·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδουλευσομενηδουλευσομενεδουλευ·σομεν·ηδουλευ·σομεν·ε
Nomδουλευσομενοςδουλευ·σομεν·ος
Accδουλευσομενηνδουλευσομενονδουλευ·σομεν·ηνδουλευ·σομεν·ον
Datδουλευσομενῃδουλευσομενῳδουλευ·σομεν·ῃδουλευ·σομεν·ῳ
Genδουλευσομενηςδουλευσομενουδουλευ·σομεν·ηςδουλευ·σομεν·ου
PlVocδουλευσομεναιδουλευσομενοιδουλευσομεναδουλευ·σομεν·αιδουλευ·σομεν·οιδουλευ·σομεν·α
Nom
Accδουλευσομεναςδουλευσομενουςδουλευ·σομεν·αςδουλευ·σομεν·ους
Datδουλευσομεναιςδουλευσομενοιςδουλευ·σομεν·αιςδουλευ·σομεν·οις
Genδουλευσομενωνδουλευσομενωνδουλευ·σομεν·ωνδουλευ·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεδουλευσα[LXX]ε·δουλευ·σαεδουλευσαμηνε·δουλευ·σαμην
2ndεδουλευσας[LXX]ε·δουλευ·σαςεδουλευσωε·δουλευ·σω
3rdεδουλευσεν[GNT][LXX], εδουλευσεε·δουλευ·σε(ν), ε·δουλευ·σε(ν)εδουλευσατοε·δουλευ·σατο
Pl1stεδουλευσαμεν[LXX]ε·δουλευ·σαμενεδουλευσαμεθαε·δουλευ·σαμεθα
2ndεδουλευσατε[GNT][LXX]ε·δουλευ·σατεεδουλευσασθεε·δουλευ·σασθε
3rdεδουλευσαν[LXX]ε·δουλευ·σανεδουλευσαντοε·δουλευ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδουλευσω[LXX]δουλευ·σωδουλευσωμαιδουλευ·σωμαι
2ndδουλευσῃς[LXX]δουλευ·σῃςδουλευσῃδουλευ·σῃ
3rdδουλευσῃδουλευ·σῃδουλευσηταιδουλευ·σηται
Pl1stδουλευσωμεν[LXX]δουλευ·σωμενδουλευσωμεθαδουλευ·σωμεθα
2ndδουλευσητε[LXX]δουλευ·σητεδουλευσησθεδουλευ·σησθε
3rdδουλευσωσιν[GNT][LXX], δουλευσωσιδουλευ·σωσι(ν), δουλευ·σωσι(ν)δουλευσωνταιδουλευ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδουλευσαιμιδουλευ·σαιμιδουλευσαιμηνδουλευ·σαιμην
2ndδουλευσαις, δουλευσειαςδουλευ·σαις, δουλευ·σειας classicalδουλευσαιοδουλευ·σαιο
3rdδουλευσαι[LXX], δουλευσειεδουλευ·σαι, δουλευ·σειε classicalδουλευσαιτοδουλευ·σαιτο
Pl1stδουλευσαιμενδουλευ·σαιμενδουλευσαιμεθαδουλευ·σαιμεθα
2ndδουλευσαιτεδουλευ·σαιτεδουλευσαισθεδουλευ·σαισθε
3rdδουλευσαιεν, δουλευσαισαν, δουλευσειαν, δουλευσειενδουλευ·σαιεν, δουλευ·σαισαν alt, δουλευ·σειαν classical, δουλευ·σειεν classicalδουλευσαιντοδουλευ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδουλευσον[LXX]δουλευ·σονδουλευσαι[LXX]δουλευ·σαι
3rdδουλευσατω[LXX]δουλευ·σατωδουλευσασθωδουλευ·σασθω
Pl1st
2ndδουλευσατε[LXX]δουλευ·σατεδουλευσασθεδουλευ·σασθε
3rdδουλευσατωσαν[LXX], δουλευσαντωνδουλευ·σατωσαν, δουλευ·σαντων classicalδουλευσασθωσαν, δουλευσασθωνδουλευ·σασθωσαν, δουλευ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
δουλευσαι[LXX]​δουλευ·σαιδουλευσασθαι​δουλευ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδουλευσασαδουλευσαςδουλευσανδουλευ·σασ·αδουλευ·σα[ντ]·ςδουλευ·σαν[τ]
Nom
Accδουλευσασανδουλευσανταδουλευ·σασ·ανδουλευ·σαντ·α
Datδουλευσασῃδουλευσαντιδουλευ·σασ·ῃδουλευ·σαντ·ι
Genδουλευσασηςδουλευσαντοςδουλευ·σασ·ηςδουλευ·σαντ·ος
PlVocδουλευσασαιδουλευσαντες[LXX]δουλευσανταδουλευ·σασ·αιδουλευ·σαντ·εςδουλευ·σαντ·α
Nom
Accδουλευσασαςδουλευσανταςδουλευ·σασ·αςδουλευ·σαντ·ας
Datδουλευσασαιςδουλευσασι, δουλευσασινδουλευ·σασ·αιςδουλευ·σα[ντ]·σι(ν)
Genδουλευσασωνδουλευσαντωνδουλευ·σασ·ωνδουλευ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδουλευσαμενηδουλευσαμενεδουλευ·σαμεν·ηδουλευ·σαμεν·ε
Nomδουλευσαμενοςδουλευ·σαμεν·ος
Accδουλευσαμενηνδουλευσαμενονδουλευ·σαμεν·ηνδουλευ·σαμεν·ον
Datδουλευσαμενῃδουλευσαμενῳδουλευ·σαμεν·ῃδουλευ·σαμεν·ῳ
Genδουλευσαμενηςδουλευσαμενουδουλευ·σαμεν·ηςδουλευ·σαμεν·ου
PlVocδουλευσαμεναιδουλευσαμενοιδουλευσαμεναδουλευ·σαμεν·αιδουλευ·σαμεν·οιδουλευ·σαμεν·α
Nom
Accδουλευσαμεναςδουλευσαμενουςδουλευ·σαμεν·αςδουλευ·σαμεν·ους
Datδουλευσαμεναιςδουλευσαμενοιςδουλευ·σαμεν·αιςδουλευ·σαμεν·οις
Genδουλευσαμενωνδουλευσαμενωνδουλευ·σαμεν·ωνδουλευ·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδεδουλευκα[LXX]δεδουλευ·κα
2ndδεδουλευκας, δεδουλευκεςδεδουλευ·κας, δεδουλευ·κες alt
3rdδεδουλευκεν, δεδουλευκεδεδουλευ·κε(ν)
Pl1stδεδουλευκαμεν[GNT]δεδουλευ·καμεν
2ndδεδουλευκατεδεδουλευ·κατε
3rdδεδουλευκασιν, δεδουλευκασι, δεδουλευκανδεδουλευ·κασι(ν), δεδουλευ·καν alt

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδεδουλευκωδεδουλευ·κω
2ndδεδουλευκῃςδεδουλευ·κῃς
3rdδεδουλευκῃδεδουλευ·κῃ
Pl1stδεδουλευκωμενδεδουλευ·κωμεν
2ndδεδουλευκητεδεδουλευ·κητε
3rdδεδουλευκωσιν, δεδουλευκωσιδεδουλευ·κωσι(ν)

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδεδουλευκοιμι, δεδουλευκοιηνδεδουλευ·κοιμι, δεδουλευ·κοιην classical
2ndδεδουλευκοις, δεδουλευκοιηςδεδουλευ·κοις, δεδουλευ·κοιης classical
3rdδεδουλευκοι, δεδουλευκοιηδεδουλευ·κοι, δεδουλευ·κοιη classical
Pl1stδεδουλευκοιμενδεδουλευ·κοιμεν
2ndδεδουλευκοιτεδεδουλευ·κοιτε
3rdδεδουλευκοιενδεδουλευ·κοιεν

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδεδουλευκεδεδουλευ·κε
3rdδεδουλευκετωδεδουλευ·κετω
Pl1st
2ndδεδουλευκετεδεδουλευ·κετε
3rdδεδουλευκετωσανδεδουλευ·κετωσαν

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
δεδουλευκεναι​δεδουλευ·κεναι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδεδουλευκυιαδεδουλευκοςδεδουλευ·κυι·αδεδουλευ·κο[τ]·ς
Nomδεδουλευκωςδεδουλευ·κο[τ]·^ς
Accδεδουλευκυιανδεδουλευκοταδεδουλευ·κυι·ανδεδουλευ·κοτ·α
Datδεδουλευκυιᾳδεδουλευκοτιδεδουλευ·κυι·ᾳδεδουλευ·κοτ·ι
Genδεδουλευκυιαςδεδουλευκοτοςδεδουλευ·κυι·αςδεδουλευ·κοτ·ος
PlVocδεδουλευκυιαιδεδουλευκοτεςδεδουλευκοταδεδουλευ·κυι·αιδεδουλευ·κοτ·εςδεδουλευ·κοτ·α
Nom
Accδεδουλευκυιαςδεδουλευκοταςδεδουλευ·κυι·αςδεδουλευ·κοτ·ας
Datδεδουλευκυιαιςδεδουλευκοσι, δεδουλευκοσινδεδουλευ·κυι·αιςδεδουλευ·κο[τ]·σι(ν)
Genδεδουλευκυιωνδεδουλευκοτωνδεδουλευ·κυι·ωνδεδουλευ·κοτ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεδεδουλευκειν, εδεδουλευκηε·δεδουλευ·κειν, ε·δεδουλευ·κη classical
2ndεδεδουλευκεις, εδεδουλευκηςε·δεδουλευ·κεις, ε·δεδουλευ·κης classical
3rdεδεδουλευκειε·δεδουλευ·κει
Pl1stεδεδουλευκειμεν, εδεδουλευκεμενε·δεδουλευ·κειμεν, ε·δεδουλευ·κεμεν classical
2ndεδεδουλευκειτε, εδεδουλευκετεε·δεδουλευ·κειτε, ε·δεδουλευ·κετε classical
3rdεδεδουλευκεισαν, εδεδουλευκεσανε·δεδουλευ·κεισαν, ε·δεδουλευ·κεσαν classical

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδεδουλευκειν, δεδουλευκη[ε]·δεδουλευ·κειν, [ε]·δεδουλευ·κη classical
2ndδεδουλευκεις, δεδουλευκης[ε]·δεδουλευ·κεις, [ε]·δεδουλευ·κης classical
3rdδεδουλευκει[ε]·δεδουλευ·κει
Pl1stδεδουλευκειμεν, δεδουλευκεμεν[ε]·δεδουλευ·κειμεν, [ε]·δεδουλευ·κεμεν classical
2ndδεδουλευκειτε, δεδουλευκετε[ε]·δεδουλευ·κειτε, [ε]·δεδουλευ·κετε classical
3rdδεδουλευκεισαν, δεδουλευκεσαν[ε]·δεδουλευ·κεισαν, [ε]·δεδουλευ·κεσαν classical

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 19-Mar-2024 04:32:18 EDT