αγριωτερος • AGRIWTEROS • agriōteros

ἄγριώ·τερος -α -ον [LXX] (Comp. of ἄγριος)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocαγριωτερααγριωτερεαγριωτερ·ααγριωτερ·ε
Nomαγριωτεροςαγριωτερ·ος
Accαγριωτεραν[LXX]αγριωτεροναγριωτερ·αναγριωτερ·ον
Datαγριωτερᾳαγριωτερῳαγριωτερ·ᾳαγριωτερ·ῳ
Genαγριωτεραςαγριωτερουαγριωτερ·αςαγριωτερ·ου
PlVocαγριωτεραιαγριωτεροιαγριωτερααγριωτερ·αιαγριωτερ·οιαγριωτερ·α
Nom
Accαγριωτεραςαγριωτερουςαγριωτερ·αςαγριωτερ·ους
Datαγριωτεραιςαγριωτεροιςαγριωτερ·αιςαγριωτερ·οις
Genαγριωτερωναγριωτερ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 29-Mar-2024 03:07:12 EDT