αντιλη(μ)πτωρ αντιληπτωρ αντιλημπτωρ • ANTILH(M)PTWR ANTILHPTWR ANTILHMPTWR • antilē(m)ptōr antilēptōr antilēmptōr

ἀντι·λή(μ)πτωρ, -ορος, ὁ [LXX]

Noun (Mas. 3rd Decl.)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

3rd Decl. Masculine Noun
ContractedUncontracted
SgVocαντιλημπτοραντιλημπτορ
Nomαντιλημπτωρ[LXX]αντιλημπτορ·^
Accαντιλημπτορααντιλημπτορ·α
Datαντιλημπτοριαντιλημπτορ·ι
Genαντιλημπτοροςαντιλημπτορ·ος
PlVocαντιλημπτορες[LXX]αντιλημπτορ·ες
Nom
Accαντιλημπτοραςαντιλημπτορ·ας
Datαντιλημπτορσι, αντιλημπτορσιναντιλημπτορ·σι(ν)
Genαντιλημπτορωναντιλημπτορ·ων
3rd Decl. Masculine Noun
ContractedUncontracted
SgVocαντιληπτοραντιληπτορ
Nomαντιληπτωρ[LXX]αντιληπτορ·^
Accαντιληπτορααντιληπτορ·α
Datαντιληπτοριαντιληπτορ·ι
Genαντιληπτοροςαντιληπτορ·ος
PlVocαντιληπτορεςαντιληπτορ·ες
Nom
Accαντιληπτοραςαντιληπτορ·ας
Datαντιληπτορσι, αντιληπτορσιναντιληπτορ·σι(ν)
Genαντιληπτορωναντιληπτορ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 16-Apr-2024 08:46:58 EDT