ανοσιωτατος • ANOSIWTATOS • anosiōtatos

ἀν·οσιώ·τατος -η -ον [LXX] (Superl. of ἀ·νόσιος)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocανοσιωτατηανοσιωτατεανοσιωτατ·ηανοσιωτατ·ε
Nomανοσιωτατοςανοσιωτατ·ος
Accανοσιωτατηνανοσιωτατον[LXX]ανοσιωτατ·ηνανοσιωτατ·ον
Datανοσιωτατῃανοσιωτατῳανοσιωτατ·ῃανοσιωτατ·ῳ
Genανοσιωτατηςανοσιωτατουανοσιωτατ·ηςανοσιωτατ·ου
PlVocανοσιωταταιανοσιωτατοιανοσιωταταανοσιωτατ·αιανοσιωτατ·οιανοσιωτατ·α
Nom
Accανοσιωταταςανοσιωτατουςανοσιωτατ·αςανοσιωτατ·ους
Datανοσιωταταιςανοσιωτατοιςανοσιωτατ·αιςανοσιωτατ·οις
Genανοσιωτατωνανοσιωτατ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Saturday, 20-Apr-2024 08:36:14 EDT