ανεταζω • ANETAZW • anetazō

Search: ανεταζοντες

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
ανεταζοντεςἀνετάζωαν·εταζ·ο[υ]ντ·εςpres act ptcp mas nom|voc pl

ἀν·ετάζω (αν+εταζ-, -, -, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stανεταζωαν·εταζ·ωανεταζομαιαν·εταζ·ομαι
2ndανεταζειςαν·εταζ·ειςανεταζῃ, ανεταζει, ανεταζεσαιαν·εταζ·ῃ, αν·εταζ·ει classical, αν·εταζ·εσαι alt
3rdανεταζειαν·εταζ·ειανεταζεταιαν·εταζ·εται
Pl1stανεταζομεναν·εταζ·ομενανεταζομεθααν·εταζ·ομεθα
2ndανεταζετεαν·εταζ·ετεανεταζεσθεαν·εταζ·εσθε
3rdανεταζουσιν, ανεταζουσιαν·εταζ·ουσι(ν)ανεταζονταιαν·εταζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stανεταζωαν·εταζ·ωανεταζωμαιαν·εταζ·ωμαι
2ndανεταζῃςαν·εταζ·ῃςανεταζῃαν·εταζ·ῃ
3rdανεταζῃαν·εταζ·ῃανεταζηταιαν·εταζ·ηται
Pl1stανεταζωμεναν·εταζ·ωμενανεταζωμεθααν·εταζ·ωμεθα
2ndανεταζητεαν·εταζ·ητεανεταζησθεαν·εταζ·ησθε
3rdανεταζωσιν, ανεταζωσιαν·εταζ·ωσι(ν)ανεταζωνταιαν·εταζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stανεταζοιμιαν·εταζ·οιμιανεταζοιμηναν·εταζ·οιμην
2ndανεταζοιςαν·εταζ·οιςανεταζοιοαν·εταζ·οιο
3rdανεταζοιαν·εταζ·οιανεταζοιτοαν·εταζ·οιτο
Pl1stανεταζοιμεναν·εταζ·οιμενανεταζοιμεθααν·εταζ·οιμεθα
2ndανεταζοιτεαν·εταζ·οιτεανεταζοισθεαν·εταζ·οισθε
3rdανεταζοιεν, ανεταζοισαναν·εταζ·οιεν, αν·εταζ·οισαν altανεταζοιντοαν·εταζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndανεταζεαν·εταζ·εανεταζουαν·εταζ·ου
3rdανεταζετωαν·εταζ·ετωανεταζεσθωαν·εταζ·εσθω
Pl1st
2ndανεταζετεαν·εταζ·ετεανεταζεσθεαν·εταζ·εσθε
3rdανεταζετωσαν, ανεταζοντωναν·εταζ·ετωσαν, αν·εταζ·οντων classicalανεταζεσθωσαν, ανεταζεσθωναν·εταζ·εσθωσαν, αν·εταζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
ανεταζειν[GNT]​αν·εταζ·εινανεταζεσθαι[GNT]​αν·εταζ·εσθαι

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocανεταζουσαανεταζοναν·εταζ·ουσ·ααν·εταζ·ο[υ]ν[τ]
Nomανεταζωναν·εταζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accανεταζουσανανεταζοντααν·εταζ·ουσ·αναν·εταζ·ο[υ]ντ·α
Datανεταζουσῃανεταζοντιαν·εταζ·ουσ·ῃαν·εταζ·ο[υ]ντ·ι
Genανεταζουσηςανεταζοντοςαν·εταζ·ουσ·ηςαν·εταζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocανεταζουσαιανεταζοντες[LXX]ανεταζοντααν·εταζ·ουσ·αιαν·εταζ·ο[υ]ντ·εςαν·εταζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accανεταζουσαςανεταζονταςαν·εταζ·ουσ·αςαν·εταζ·ο[υ]ντ·ας
Datανεταζουσαιςανεταζουσι, ανεταζουσιναν·εταζ·ουσ·αιςαν·εταζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genανεταζουσωνανεταζοντωναν·εταζ·ουσ·ωναν·εταζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocανεταζομενηανεταζομενεαν·εταζ·ομεν·ηαν·εταζ·ομεν·ε
Nomανεταζομενοςαν·εταζ·ομεν·ος
Accανεταζομενηνανεταζομενοναν·εταζ·ομεν·ηναν·εταζ·ομεν·ον
Datανεταζομενῃανεταζομενῳαν·εταζ·ομεν·ῃαν·εταζ·ομεν·ῳ
Genανεταζομενηςανεταζομενουαν·εταζ·ομεν·ηςαν·εταζ·ομεν·ου
PlVocανεταζομεναιανεταζομενοιανεταζομενααν·εταζ·ομεν·αιαν·εταζ·ομεν·οιαν·εταζ·ομεν·α
Nom
Accανεταζομεναςανεταζομενουςαν·εταζ·ομεν·αςαν·εταζ·ομεν·ους
Datανεταζομεναιςανεταζομενοιςαν·εταζ·ομεν·αιςαν·εταζ·ομεν·οις
Genανεταζομενωνανεταζομενωναν·εταζ·ομεν·ωναν·εταζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stανηταζον[LXX]αν·ε·εταζ·ονανηταζομηναν·ε·εταζ·ομην
2ndανηταζεςαν·ε·εταζ·εςανηταζουαν·ε·εταζ·ου
3rdανηταζεν, ανηταζεαν·ε·εταζ·ε(ν)ανηταζετοαν·ε·εταζ·ετο
Pl1stανηταζομεναν·ε·εταζ·ομενανηταζομεθααν·ε·εταζ·ομεθα
2ndανηταζετεαν·ε·εταζ·ετεανηταζεσθεαν·ε·εταζ·εσθε
3rdανηταζον[LXX], ανηταζοσαναν·ε·εταζ·ον, αν·ε·εταζ·οσαν altανηταζοντοαν·ε·εταζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 08:58:51 EDT