αναγκαιοτατος • ANAGKAIOTATOS • anankaiotatos

ἀναγκαιό·τατος -η -ον [LXX] (Superl. of ἀναγκαῖος)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocαναγκαιοτατηαναγκαιοτατεαναγκαιοτατ·ηαναγκαιοτατ·ε
Nomαναγκαιοτατοςαναγκαιοτατ·ος
Accαναγκαιοτατηναναγκαιοτατον[LXX]αναγκαιοτατ·ηναναγκαιοτατ·ον
Datαναγκαιοτατῃαναγκαιοτατῳαναγκαιοτατ·ῃαναγκαιοτατ·ῳ
Genαναγκαιοτατηςαναγκαιοτατουαναγκαιοτατ·ηςαναγκαιοτατ·ου
PlVocαναγκαιοταταιαναγκαιοτατοιαναγκαιοτατααναγκαιοτατ·αιαναγκαιοτατ·οιαναγκαιοτατ·α
Nom
Accαναγκαιοταταςαναγκαιοτατουςαναγκαιοτατ·αςαναγκαιοτατ·ους
Datαναγκαιοταταιςαναγκαιοτατοιςαναγκαιοτατ·αιςαναγκαιοτατ·οις
Genαναγκαιοτατωναναγκαιοτατ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 29-Mar-2024 07:22:17 EDT