ταπεινοτερος • TAPEINOTEROS • tapeinoteros

ταπεινό·τερος -α -ον [LXX] (Comp. of ταπεινός)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocταπεινοτερα[LXX]ταπεινοτερεταπεινοτερ·αταπεινοτερ·ε
Nomταπεινοτεροςταπεινοτερ·ος
Accταπεινοτερανταπεινοτερονταπεινοτερ·ανταπεινοτερ·ον
Datταπεινοτερᾳταπεινοτερῳταπεινοτερ·ᾳταπεινοτερ·ῳ
Genταπεινοτεραςταπεινοτερουταπεινοτερ·αςταπεινοτερ·ου
PlVocταπεινοτεραιταπεινοτεροιταπεινοτερα[LXX]ταπεινοτερ·αιταπεινοτερ·οιταπεινοτερ·α
Nom
Accταπεινοτεραςταπεινοτερουςταπεινοτερ·αςταπεινοτερ·ους
Datταπεινοτεραιςταπεινοτεροιςταπεινοτερ·αιςταπεινοτερ·οις
Genταπεινοτερωνταπεινοτερ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Wednesday, 24-Apr-2024 01:10:52 EDT