σωρευω • SWREUW • sōreuō

Search: σωρευσεις

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
σωρευσειςσωρεύωσωρευ·σειςfut act ind 2nd sg

σωρεύω (-, σωρευ·σ-, σωρευ·σ-, -, σεσωρευ-, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσωρευσωσωρευ·σωσωρευσομαισωρευ·σομαι
2ndσωρευσεις[GNT][LXX]σωρευ·σειςσωρευσῃ, σωρευσει, σωρευσεσαισωρευ·σῃ, σωρευ·σει classical, σωρευ·σεσαι alt
3rdσωρευσεισωρευ·σεισωρευσεταισωρευ·σεται
Pl1stσωρευσομενσωρευ·σομενσωρευσομεθασωρευ·σομεθα
2ndσωρευσετεσωρευ·σετεσωρευσεσθεσωρευ·σεσθε
3rdσωρευσουσιν, σωρευσουσισωρευ·σουσι(ν)σωρευσονταισωρευ·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσωρευσοιμισωρευ·σοιμισωρευσοιμηνσωρευ·σοιμην
2ndσωρευσοιςσωρευ·σοιςσωρευσοιοσωρευ·σοιο
3rdσωρευσοισωρευ·σοισωρευσοιτοσωρευ·σοιτο
Pl1stσωρευσοιμενσωρευ·σοιμενσωρευσοιμεθασωρευ·σοιμεθα
2ndσωρευσοιτεσωρευ·σοιτεσωρευσοισθεσωρευ·σοισθε
3rdσωρευσοιενσωρευ·σοιενσωρευσοιντοσωρευ·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
σωρευσειν​σωρευ·σειν​σωρευσεσθαι​σωρευ·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσωρευσουσασωρευσονσωρευ·σουσ·ασωρευ·σο[υ]ν[τ]
Nomσωρευσωνσωρευ·σο[υ]ν[τ]·^
Accσωρευσουσανσωρευσοντασωρευ·σουσ·ανσωρευ·σο[υ]ντ·α
Datσωρευσουσῃσωρευσοντισωρευ·σουσ·ῃσωρευ·σο[υ]ντ·ι
Genσωρευσουσηςσωρευσοντοςσωρευ·σουσ·ηςσωρευ·σο[υ]ντ·ος
PlVocσωρευσουσαισωρευσοντεςσωρευσοντασωρευ·σουσ·αισωρευ·σο[υ]ντ·εςσωρευ·σο[υ]ντ·α
Nom
Accσωρευσουσαςσωρευσονταςσωρευ·σουσ·αςσωρευ·σο[υ]ντ·ας
Datσωρευσουσαιςσωρευσουσι, σωρευσουσινσωρευ·σουσ·αιςσωρευ·σου[ντ]·σι(ν)
Genσωρευσουσωνσωρευσοντωνσωρευ·σουσ·ωνσωρευ·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσωρευσομενησωρευσομενεσωρευ·σομεν·ησωρευ·σομεν·ε
Nomσωρευσομενοςσωρευ·σομεν·ος
Accσωρευσομενηνσωρευσομενονσωρευ·σομεν·ηνσωρευ·σομεν·ον
Datσωρευσομενῃσωρευσομενῳσωρευ·σομεν·ῃσωρευ·σομεν·ῳ
Genσωρευσομενηςσωρευσομενουσωρευ·σομεν·ηςσωρευ·σομεν·ου
PlVocσωρευσομεναισωρευσομενοισωρευσομενασωρευ·σομεν·αισωρευ·σομεν·οισωρευ·σομεν·α
Nom
Accσωρευσομεναςσωρευσομενουςσωρευ·σομεν·αςσωρευ·σομεν·ους
Datσωρευσομεναιςσωρευσομενοιςσωρευ·σομεν·αιςσωρευ·σομεν·οις
Genσωρευσομενωνσωρευσομενωνσωρευ·σομεν·ωνσωρευ·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεσωρευσαε·σωρευ·σαεσωρευσαμηνε·σωρευ·σαμην
2ndεσωρευσαςε·σωρευ·σαςεσωρευσωε·σωρευ·σω
3rdεσωρευσεν[LXX], εσωρευσεε·σωρευ·σε(ν), ε·σωρευ·σε(ν)εσωρευσατοε·σωρευ·σατο
Pl1stεσωρευσαμενε·σωρευ·σαμενεσωρευσαμεθαε·σωρευ·σαμεθα
2ndεσωρευσατεε·σωρευ·σατεεσωρευσασθεε·σωρευ·σασθε
3rdεσωρευσανε·σωρευ·σανεσωρευσαντοε·σωρευ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσωρευσωσωρευ·σωσωρευσωμαισωρευ·σωμαι
2ndσωρευσῃςσωρευ·σῃςσωρευσῃσωρευ·σῃ
3rdσωρευσῃσωρευ·σῃσωρευσηταισωρευ·σηται
Pl1stσωρευσωμενσωρευ·σωμενσωρευσωμεθασωρευ·σωμεθα
2ndσωρευσητεσωρευ·σητεσωρευσησθεσωρευ·σησθε
3rdσωρευσωσιν, σωρευσωσισωρευ·σωσι(ν)σωρευσωνταισωρευ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσωρευσαιμισωρευ·σαιμισωρευσαιμηνσωρευ·σαιμην
2ndσωρευσαις, σωρευσειαςσωρευ·σαις, σωρευ·σειας classicalσωρευσαιοσωρευ·σαιο
3rdσωρευσαι, σωρευσειεσωρευ·σαι, σωρευ·σειε classicalσωρευσαιτοσωρευ·σαιτο
Pl1stσωρευσαιμενσωρευ·σαιμενσωρευσαιμεθασωρευ·σαιμεθα
2ndσωρευσαιτεσωρευ·σαιτεσωρευσαισθεσωρευ·σαισθε
3rdσωρευσαιεν, σωρευσαισαν, σωρευσειαν, σωρευσειενσωρευ·σαιεν, σωρευ·σαισαν alt, σωρευ·σειαν classical, σωρευ·σειεν classicalσωρευσαιντοσωρευ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndσωρευσονσωρευ·σονσωρευσαισωρευ·σαι
3rdσωρευσατωσωρευ·σατωσωρευσασθωσωρευ·σασθω
Pl1st
2ndσωρευσατεσωρευ·σατεσωρευσασθεσωρευ·σασθε
3rdσωρευσατωσαν, σωρευσαντωνσωρευ·σατωσαν, σωρευ·σαντων classicalσωρευσασθωσαν, σωρευσασθωνσωρευ·σασθωσαν, σωρευ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
σωρευσαι​σωρευ·σαι​σωρευσασθαι​σωρευ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσωρευσασασωρευσαςσωρευσανσωρευ·σασ·ασωρευ·σα[ντ]·ςσωρευ·σαν[τ]
Nom
Accσωρευσασανσωρευσαντασωρευ·σασ·ανσωρευ·σαντ·α
Datσωρευσασῃσωρευσαντισωρευ·σασ·ῃσωρευ·σαντ·ι
Genσωρευσασηςσωρευσαντοςσωρευ·σασ·ηςσωρευ·σαντ·ος
PlVocσωρευσασαισωρευσαντεςσωρευσαντασωρευ·σασ·αισωρευ·σαντ·εςσωρευ·σαντ·α
Nom
Accσωρευσασαςσωρευσανταςσωρευ·σασ·αςσωρευ·σαντ·ας
Datσωρευσασαιςσωρευσασι, σωρευσασινσωρευ·σασ·αιςσωρευ·σα[ντ]·σι(ν)
Genσωρευσασωνσωρευσαντωνσωρευ·σασ·ωνσωρευ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσωρευσαμενησωρευσαμενεσωρευ·σαμεν·ησωρευ·σαμεν·ε
Nomσωρευσαμενοςσωρευ·σαμεν·ος
Accσωρευσαμενηνσωρευσαμενονσωρευ·σαμεν·ηνσωρευ·σαμεν·ον
Datσωρευσαμενῃσωρευσαμενῳσωρευ·σαμεν·ῃσωρευ·σαμεν·ῳ
Genσωρευσαμενηςσωρευσαμενουσωρευ·σαμεν·ηςσωρευ·σαμεν·ου
PlVocσωρευσαμεναισωρευσαμενοισωρευσαμενασωρευ·σαμεν·αισωρευ·σαμεν·οισωρευ·σαμεν·α
Nom
Accσωρευσαμεναςσωρευσαμενουςσωρευ·σαμεν·αςσωρευ·σαμεν·ους
Datσωρευσαμεναιςσωρευσαμενοιςσωρευ·σαμεν·αιςσωρευ·σαμεν·οις
Genσωρευσαμενωνσωρευσαμενωνσωρευ·σαμεν·ωνσωρευ·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσεσωρευμαισεσωρευ·μαι
2ndσεσωρευσαισεσωρευ·σαι
3rdσεσωρευταισεσωρευ·ται
Pl1stσεσωρευμεθασεσωρευ·μεθα
2ndσεσωρευσθεσεσωρευ·σθε
3rdσεσωρευνταισεσωρευ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσεσωρευσομαισεσωρευ·σομαι
2ndσεσωρευσῃ, σεσωρευσεισεσωρευ·σῃ, σεσωρευ·σει classical
3rdσεσωρευσεταισεσωρευ·σεται
Pl1stσεσωρευσομεθασεσωρευ·σομεθα
2ndσεσωρευσεσθεσεσωρευ·σεσθε
3rdσεσωρευσονταισεσωρευ·σονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσεσωρευσοιμηνσεσωρευ·σοιμην
2ndσεσωρευσοιοσεσωρευ·σοιο
3rdσεσωρευσοιτοσεσωρευ·σοιτο
Pl1stσεσωρευσοιμεθασεσωρευ·σοιμεθα
2ndσεσωρευσοισθεσεσωρευ·σοισθε
3rdσεσωρευσοιντοσεσωρευ·σοιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndσεσωρευσοσεσωρευ·σο
3rdσεσωρευσθωσεσωρευ·σθω
Pl1st
2ndσεσωρευσθεσεσωρευ·σθε
3rdσεσωρευσθωσαν, σεσωρευσθωνσεσωρευ·σθωσαν, σεσωρευ·σθων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
σεσωρευσθαι​σεσωρευ·σθαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
σεσωρευσεσθαι​σεσωρευ·σεσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσεσωρευμενησεσωρευμενεσεσωρευ·μεν·ησεσωρευ·μεν·ε
Nomσεσωρευμενοςσεσωρευ·μεν·ος
Accσεσωρευμενηνσεσωρευμενονσεσωρευ·μεν·ηνσεσωρευ·μεν·ον
Datσεσωρευμενῃσεσωρευμενῳσεσωρευ·μεν·ῃσεσωρευ·μεν·ῳ
Genσεσωρευμενηςσεσωρευμενουσεσωρευ·μεν·ηςσεσωρευ·μεν·ου
PlVocσεσωρευμεναισεσωρευμενοισεσωρευμενα[GNT]σεσωρευ·μεν·αισεσωρευ·μεν·οισεσωρευ·μεν·α
Nom
Accσεσωρευμεναςσεσωρευμενουςσεσωρευ·μεν·αςσεσωρευ·μεν·ους
Datσεσωρευμεναιςσεσωρευμενοιςσεσωρευ·μεν·αιςσεσωρευ·μεν·οις
Genσεσωρευμενωνσεσωρευμενωνσεσωρευ·μεν·ωνσεσωρευ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεσεσωρευμηνε·σεσωρευ·μην
2ndεσεσωρευσοε·σεσωρευ·σο
3rdεσεσωρευτοε·σεσωρευ·το
Pl1stεσεσωρευμεθαε·σεσωρευ·μεθα
2ndεσεσωρευσθεε·σεσωρευ·σθε
3rdεσεσωρευντοε·σεσωρευ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 19-Mar-2024 00:23:11 EDT