συμμεριζω • SUMMERIZW • summerizō

συμ·μερίζω (συν+μεριζ-, -, -, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσυμμεριζωσυν·μεριζ·ωσυμμεριζομαισυν·μεριζ·ομαι
2ndσυμμεριζειςσυν·μεριζ·ειςσυμμεριζῃ, συμμεριζει, συμμεριζεσαισυν·μεριζ·ῃ, συν·μεριζ·ει classical, συν·μεριζ·εσαι alt
3rdσυμμεριζεισυν·μεριζ·εισυμμεριζεταισυν·μεριζ·εται
Pl1stσυμμεριζομενσυν·μεριζ·ομενσυμμεριζομεθασυν·μεριζ·ομεθα
2ndσυμμεριζετεσυν·μεριζ·ετεσυμμεριζεσθεσυν·μεριζ·εσθε
3rdσυμμεριζουσιν, συμμεριζουσισυν·μεριζ·ουσι(ν)συμμεριζονται[GNT]συν·μεριζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσυμμεριζωσυν·μεριζ·ωσυμμεριζωμαισυν·μεριζ·ωμαι
2ndσυμμεριζῃςσυν·μεριζ·ῃςσυμμεριζῃσυν·μεριζ·ῃ
3rdσυμμεριζῃσυν·μεριζ·ῃσυμμεριζηταισυν·μεριζ·ηται
Pl1stσυμμεριζωμενσυν·μεριζ·ωμενσυμμεριζωμεθασυν·μεριζ·ωμεθα
2ndσυμμεριζητεσυν·μεριζ·ητεσυμμεριζησθεσυν·μεριζ·ησθε
3rdσυμμεριζωσιν, συμμεριζωσισυν·μεριζ·ωσι(ν)συμμεριζωνταισυν·μεριζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσυμμεριζοιμισυν·μεριζ·οιμισυμμεριζοιμηνσυν·μεριζ·οιμην
2ndσυμμεριζοιςσυν·μεριζ·οιςσυμμεριζοιοσυν·μεριζ·οιο
3rdσυμμεριζοισυν·μεριζ·οισυμμεριζοιτοσυν·μεριζ·οιτο
Pl1stσυμμεριζοιμενσυν·μεριζ·οιμενσυμμεριζοιμεθασυν·μεριζ·οιμεθα
2ndσυμμεριζοιτεσυν·μεριζ·οιτεσυμμεριζοισθεσυν·μεριζ·οισθε
3rdσυμμεριζοιεν, συμμεριζοισανσυν·μεριζ·οιεν, συν·μεριζ·οισαν altσυμμεριζοιντοσυν·μεριζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndσυμμεριζεσυν·μεριζ·εσυμμεριζουσυν·μεριζ·ου
3rdσυμμεριζετωσυν·μεριζ·ετωσυμμεριζεσθωσυν·μεριζ·εσθω
Pl1st
2ndσυμμεριζετεσυν·μεριζ·ετεσυμμεριζεσθεσυν·μεριζ·εσθε
3rdσυμμεριζετωσαν, συμμεριζοντωνσυν·μεριζ·ετωσαν, συν·μεριζ·οντων classicalσυμμεριζεσθωσαν, συμμεριζεσθωνσυν·μεριζ·εσθωσαν, συν·μεριζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
συμμεριζειν​συν·μεριζ·ειν​συμμεριζεσθαι​συν·μεριζ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσυμμεριζουσασυμμεριζονσυν·μεριζ·ουσ·ασυν·μεριζ·ο[υ]ν[τ]
Nomσυμμεριζωνσυν·μεριζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accσυμμεριζουσανσυμμεριζοντασυν·μεριζ·ουσ·ανσυν·μεριζ·ο[υ]ντ·α
Datσυμμεριζουσῃσυμμεριζοντισυν·μεριζ·ουσ·ῃσυν·μεριζ·ο[υ]ντ·ι
Genσυμμεριζουσηςσυμμεριζοντοςσυν·μεριζ·ουσ·ηςσυν·μεριζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocσυμμεριζουσαισυμμεριζοντεςσυμμεριζοντασυν·μεριζ·ουσ·αισυν·μεριζ·ο[υ]ντ·εςσυν·μεριζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accσυμμεριζουσαςσυμμεριζονταςσυν·μεριζ·ουσ·αςσυν·μεριζ·ο[υ]ντ·ας
Datσυμμεριζουσαιςσυμμεριζουσι, συμμεριζουσινσυν·μεριζ·ουσ·αιςσυν·μεριζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genσυμμεριζουσωνσυμμεριζοντωνσυν·μεριζ·ουσ·ωνσυν·μεριζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσυμμεριζομενησυμμεριζομενεσυν·μεριζ·ομεν·ησυν·μεριζ·ομεν·ε
Nomσυμμεριζομενοςσυν·μεριζ·ομεν·ος
Accσυμμεριζομενηνσυμμεριζομενονσυν·μεριζ·ομεν·ηνσυν·μεριζ·ομεν·ον
Datσυμμεριζομενῃσυμμεριζομενῳσυν·μεριζ·ομεν·ῃσυν·μεριζ·ομεν·ῳ
Genσυμμεριζομενηςσυμμεριζομενουσυν·μεριζ·ομεν·ηςσυν·μεριζ·ομεν·ου
PlVocσυμμεριζομεναισυμμεριζομενοισυμμεριζομενασυν·μεριζ·ομεν·αισυν·μεριζ·ομεν·οισυν·μεριζ·ομεν·α
Nom
Accσυμμεριζομεναςσυμμεριζομενουςσυν·μεριζ·ομεν·αςσυν·μεριζ·ομεν·ους
Datσυμμεριζομεναιςσυμμεριζομενοιςσυν·μεριζ·ομεν·αιςσυν·μεριζ·ομεν·οις
Genσυμμεριζομενωνσυμμεριζομενωνσυν·μεριζ·ομεν·ωνσυν·μεριζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσυνεμεριζονσυν·ε·μεριζ·ονσυνεμεριζομηνσυν·ε·μεριζ·ομην
2ndσυνεμεριζεςσυν·ε·μεριζ·εςσυνεμεριζουσυν·ε·μεριζ·ου
3rdσυνεμεριζεν, συνεμεριζεσυν·ε·μεριζ·ε(ν)συνεμεριζετοσυν·ε·μεριζ·ετο
Pl1stσυνεμεριζομενσυν·ε·μεριζ·ομενσυνεμεριζομεθασυν·ε·μεριζ·ομεθα
2ndσυνεμεριζετεσυν·ε·μεριζ·ετεσυνεμεριζεσθεσυν·ε·μεριζ·εσθε
3rdσυνεμεριζον, συνεμεριζοσανσυν·ε·μεριζ·ον, συν·ε·μεριζ·οσαν altσυνεμεριζοντοσυν·ε·μεριζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 23-Apr-2024 07:48:53 EDT