συμβασιλευω • SUMBASILEUW • sumbasileuō

Search: συμβασιλευσομεν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
συμβασιλευσομενσυμβασιλεύωσυν·βασιλευ·σομενfut act ind 1st pl

συμ·βασιλεύω (-, συν+βασιλευ·σ-, συν+βασιλευ·σ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσυμβασιλευσωσυν·βασιλευ·σωσυμβασιλευσομαισυν·βασιλευ·σομαι
2ndσυμβασιλευσειςσυν·βασιλευ·σειςσυμβασιλευσῃ, συμβασιλευσει, συμβασιλευσεσαισυν·βασιλευ·σῃ, συν·βασιλευ·σει classical, συν·βασιλευ·σεσαι alt
3rdσυμβασιλευσεισυν·βασιλευ·σεισυμβασιλευσεταισυν·βασιλευ·σεται
Pl1stσυμβασιλευσομεν[GNT]συν·βασιλευ·σομενσυμβασιλευσομεθασυν·βασιλευ·σομεθα
2ndσυμβασιλευσετεσυν·βασιλευ·σετεσυμβασιλευσεσθεσυν·βασιλευ·σεσθε
3rdσυμβασιλευσουσιν, συμβασιλευσουσισυν·βασιλευ·σουσι(ν)συμβασιλευσονταισυν·βασιλευ·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσυμβασιλευσοιμισυν·βασιλευ·σοιμισυμβασιλευσοιμηνσυν·βασιλευ·σοιμην
2ndσυμβασιλευσοιςσυν·βασιλευ·σοιςσυμβασιλευσοιοσυν·βασιλευ·σοιο
3rdσυμβασιλευσοισυν·βασιλευ·σοισυμβασιλευσοιτοσυν·βασιλευ·σοιτο
Pl1stσυμβασιλευσοιμενσυν·βασιλευ·σοιμενσυμβασιλευσοιμεθασυν·βασιλευ·σοιμεθα
2ndσυμβασιλευσοιτεσυν·βασιλευ·σοιτεσυμβασιλευσοισθεσυν·βασιλευ·σοισθε
3rdσυμβασιλευσοιενσυν·βασιλευ·σοιενσυμβασιλευσοιντοσυν·βασιλευ·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
συμβασιλευσειν​συν·βασιλευ·σειν​συμβασιλευσεσθαι​συν·βασιλευ·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσυμβασιλευσουσασυμβασιλευσονσυν·βασιλευ·σουσ·ασυν·βασιλευ·σο[υ]ν[τ]
Nomσυμβασιλευσωνσυν·βασιλευ·σο[υ]ν[τ]·^
Accσυμβασιλευσουσανσυμβασιλευσοντασυν·βασιλευ·σουσ·ανσυν·βασιλευ·σο[υ]ντ·α
Datσυμβασιλευσουσῃσυμβασιλευσοντισυν·βασιλευ·σουσ·ῃσυν·βασιλευ·σο[υ]ντ·ι
Genσυμβασιλευσουσηςσυμβασιλευσοντοςσυν·βασιλευ·σουσ·ηςσυν·βασιλευ·σο[υ]ντ·ος
PlVocσυμβασιλευσουσαισυμβασιλευσοντεςσυμβασιλευσοντασυν·βασιλευ·σουσ·αισυν·βασιλευ·σο[υ]ντ·εςσυν·βασιλευ·σο[υ]ντ·α
Nom
Accσυμβασιλευσουσαςσυμβασιλευσονταςσυν·βασιλευ·σουσ·αςσυν·βασιλευ·σο[υ]ντ·ας
Datσυμβασιλευσουσαιςσυμβασιλευσουσι, συμβασιλευσουσινσυν·βασιλευ·σουσ·αιςσυν·βασιλευ·σου[ντ]·σι(ν)
Genσυμβασιλευσουσωνσυμβασιλευσοντωνσυν·βασιλευ·σουσ·ωνσυν·βασιλευ·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσυμβασιλευσομενησυμβασιλευσομενεσυν·βασιλευ·σομεν·ησυν·βασιλευ·σομεν·ε
Nomσυμβασιλευσομενοςσυν·βασιλευ·σομεν·ος
Accσυμβασιλευσομενηνσυμβασιλευσομενονσυν·βασιλευ·σομεν·ηνσυν·βασιλευ·σομεν·ον
Datσυμβασιλευσομενῃσυμβασιλευσομενῳσυν·βασιλευ·σομεν·ῃσυν·βασιλευ·σομεν·ῳ
Genσυμβασιλευσομενηςσυμβασιλευσομενουσυν·βασιλευ·σομεν·ηςσυν·βασιλευ·σομεν·ου
PlVocσυμβασιλευσομεναισυμβασιλευσομενοισυμβασιλευσομενασυν·βασιλευ·σομεν·αισυν·βασιλευ·σομεν·οισυν·βασιλευ·σομεν·α
Nom
Accσυμβασιλευσομεναςσυμβασιλευσομενουςσυν·βασιλευ·σομεν·αςσυν·βασιλευ·σομεν·ους
Datσυμβασιλευσομεναιςσυμβασιλευσομενοιςσυν·βασιλευ·σομεν·αιςσυν·βασιλευ·σομεν·οις
Genσυμβασιλευσομενωνσυμβασιλευσομενωνσυν·βασιλευ·σομεν·ωνσυν·βασιλευ·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσυνεβασιλευσασυν·ε·βασιλευ·σασυνεβασιλευσαμηνσυν·ε·βασιλευ·σαμην
2ndσυνεβασιλευσαςσυν·ε·βασιλευ·σαςσυνεβασιλευσωσυν·ε·βασιλευ·σω
3rdσυνεβασιλευσεν, συνεβασιλευσεσυν·ε·βασιλευ·σε(ν)συνεβασιλευσατοσυν·ε·βασιλευ·σατο
Pl1stσυνεβασιλευσαμενσυν·ε·βασιλευ·σαμενσυνεβασιλευσαμεθασυν·ε·βασιλευ·σαμεθα
2ndσυνεβασιλευσατεσυν·ε·βασιλευ·σατεσυνεβασιλευσασθεσυν·ε·βασιλευ·σασθε
3rdσυνεβασιλευσανσυν·ε·βασιλευ·σανσυνεβασιλευσαντοσυν·ε·βασιλευ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσυμβασιλευσωσυν·βασιλευ·σωσυμβασιλευσωμαισυν·βασιλευ·σωμαι
2ndσυμβασιλευσῃςσυν·βασιλευ·σῃςσυμβασιλευσῃσυν·βασιλευ·σῃ
3rdσυμβασιλευσῃσυν·βασιλευ·σῃσυμβασιλευσηταισυν·βασιλευ·σηται
Pl1stσυμβασιλευσωμεν[GNT]συν·βασιλευ·σωμενσυμβασιλευσωμεθασυν·βασιλευ·σωμεθα
2ndσυμβασιλευσητεσυν·βασιλευ·σητεσυμβασιλευσησθεσυν·βασιλευ·σησθε
3rdσυμβασιλευσωσιν, συμβασιλευσωσισυν·βασιλευ·σωσι(ν)συμβασιλευσωνταισυν·βασιλευ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stσυμβασιλευσαιμισυν·βασιλευ·σαιμισυμβασιλευσαιμηνσυν·βασιλευ·σαιμην
2ndσυμβασιλευσαις, συμβασιλευσειαςσυν·βασιλευ·σαις, συν·βασιλευ·σειας classicalσυμβασιλευσαιοσυν·βασιλευ·σαιο
3rdσυμβασιλευσαι, συμβασιλευσειεσυν·βασιλευ·σαι, συν·βασιλευ·σειε classicalσυμβασιλευσαιτοσυν·βασιλευ·σαιτο
Pl1stσυμβασιλευσαιμενσυν·βασιλευ·σαιμενσυμβασιλευσαιμεθασυν·βασιλευ·σαιμεθα
2ndσυμβασιλευσαιτεσυν·βασιλευ·σαιτεσυμβασιλευσαισθεσυν·βασιλευ·σαισθε
3rdσυμβασιλευσαιεν, συμβασιλευσαισαν, συμβασιλευσειαν, συμβασιλευσειενσυν·βασιλευ·σαιεν, συν·βασιλευ·σαισαν alt, συν·βασιλευ·σειαν classical, συν·βασιλευ·σειεν classicalσυμβασιλευσαιντοσυν·βασιλευ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndσυμβασιλευσονσυν·βασιλευ·σονσυμβασιλευσαισυν·βασιλευ·σαι
3rdσυμβασιλευσατωσυν·βασιλευ·σατωσυμβασιλευσασθωσυν·βασιλευ·σασθω
Pl1st
2ndσυμβασιλευσατεσυν·βασιλευ·σατεσυμβασιλευσασθεσυν·βασιλευ·σασθε
3rdσυμβασιλευσατωσαν, συμβασιλευσαντωνσυν·βασιλευ·σατωσαν, συν·βασιλευ·σαντων classicalσυμβασιλευσασθωσαν, συμβασιλευσασθωνσυν·βασιλευ·σασθωσαν, συν·βασιλευ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
συμβασιλευσαι​συν·βασιλευ·σαι​συμβασιλευσασθαι​συν·βασιλευ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσυμβασιλευσασασυμβασιλευσαςσυμβασιλευσανσυν·βασιλευ·σασ·ασυν·βασιλευ·σα[ντ]·ςσυν·βασιλευ·σαν[τ]
Nom
Accσυμβασιλευσασανσυμβασιλευσαντασυν·βασιλευ·σασ·ανσυν·βασιλευ·σαντ·α
Datσυμβασιλευσασῃσυμβασιλευσαντισυν·βασιλευ·σασ·ῃσυν·βασιλευ·σαντ·ι
Genσυμβασιλευσασηςσυμβασιλευσαντοςσυν·βασιλευ·σασ·ηςσυν·βασιλευ·σαντ·ος
PlVocσυμβασιλευσασαισυμβασιλευσαντεςσυμβασιλευσαντασυν·βασιλευ·σασ·αισυν·βασιλευ·σαντ·εςσυν·βασιλευ·σαντ·α
Nom
Accσυμβασιλευσασαςσυμβασιλευσανταςσυν·βασιλευ·σασ·αςσυν·βασιλευ·σαντ·ας
Datσυμβασιλευσασαιςσυμβασιλευσασι, συμβασιλευσασινσυν·βασιλευ·σασ·αιςσυν·βασιλευ·σα[ντ]·σι(ν)
Genσυμβασιλευσασωνσυμβασιλευσαντωνσυν·βασιλευ·σασ·ωνσυν·βασιλευ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσυμβασιλευσαμενησυμβασιλευσαμενεσυν·βασιλευ·σαμεν·ησυν·βασιλευ·σαμεν·ε
Nomσυμβασιλευσαμενοςσυν·βασιλευ·σαμεν·ος
Accσυμβασιλευσαμενηνσυμβασιλευσαμενονσυν·βασιλευ·σαμεν·ηνσυν·βασιλευ·σαμεν·ον
Datσυμβασιλευσαμενῃσυμβασιλευσαμενῳσυν·βασιλευ·σαμεν·ῃσυν·βασιλευ·σαμεν·ῳ
Genσυμβασιλευσαμενηςσυμβασιλευσαμενουσυν·βασιλευ·σαμεν·ηςσυν·βασιλευ·σαμεν·ου
PlVocσυμβασιλευσαμεναισυμβασιλευσαμενοισυμβασιλευσαμενασυν·βασιλευ·σαμεν·αισυν·βασιλευ·σαμεν·οισυν·βασιλευ·σαμεν·α
Nom
Accσυμβασιλευσαμεναςσυμβασιλευσαμενουςσυν·βασιλευ·σαμεν·αςσυν·βασιλευ·σαμεν·ους
Datσυμβασιλευσαμεναιςσυμβασιλευσαμενοιςσυν·βασιλευ·σαμεν·αιςσυν·βασιλευ·σαμεν·οις
Genσυμβασιλευσαμενωνσυμβασιλευσαμενωνσυν·βασιλευ·σαμεν·ωνσυν·βασιλευ·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 20:22:19 EDT