στηριζω • STHRIZW • stērizō

Search: στηρισαι

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
στηρισαι; στηρισαι; στηρισαιστηρίζωστηρι·σαι; στηρι·σαι; στηρι·σαι1aor mp imp 2nd sg; 1aor act opt 3rd sg; 1aor act inf

στηρίζω (στηριζ-, στηρι(ε)·[σ]-/στηρι·σ-/στηριξ-, στηρι·σ-/στηριξ-, εστηρι·κ-, εστηρι-/εστηρισ-/εστηριγ-, στηρισ·θ-/στηριχ·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stστηριζωστηριζ·ωστηριζομαιστηριζ·ομαι
2ndστηριζειςστηριζ·ειςστηριζῃ, στηριζει[LXX], στηριζεσαιστηριζ·ῃ, στηριζ·ει classical, στηριζ·εσαι alt
3rdστηριζει[LXX]στηριζ·ειστηριζεται[LXX]στηριζ·εται
Pl1stστηριζομενστηριζ·ομενστηριζομεθαστηριζ·ομεθα
2ndστηριζετεστηριζ·ετεστηριζεσθεστηριζ·εσθε
3rdστηριζουσιν[LXX], στηριζουσιστηριζ·ουσι(ν), στηριζ·ουσι(ν)στηριζονταιστηριζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stστηριζωστηριζ·ωστηριζωμαιστηριζ·ωμαι
2ndστηριζῃςστηριζ·ῃςστηριζῃστηριζ·ῃ
3rdστηριζῃστηριζ·ῃστηριζηταιστηριζ·ηται
Pl1stστηριζωμενστηριζ·ωμενστηριζωμεθαστηριζ·ωμεθα
2ndστηριζητεστηριζ·ητεστηριζησθεστηριζ·ησθε
3rdστηριζωσιν, στηριζωσιστηριζ·ωσι(ν)στηριζωνταιστηριζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stστηριζοιμιστηριζ·οιμιστηριζοιμηνστηριζ·οιμην
2ndστηριζοιςστηριζ·οιςστηριζοιοστηριζ·οιο
3rdστηριζοιστηριζ·οιστηριζοιτοστηριζ·οιτο
Pl1stστηριζοιμενστηριζ·οιμενστηριζοιμεθαστηριζ·οιμεθα
2ndστηριζοιτεστηριζ·οιτεστηριζοισθεστηριζ·οισθε
3rdστηριζοιεν, στηριζοισανστηριζ·οιεν, στηριζ·οισαν altστηριζοιντοστηριζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndστηριζεστηριζ·εστηριζουστηριζ·ου
3rdστηριζετωστηριζ·ετωστηριζεσθωστηριζ·εσθω
Pl1st
2ndστηριζετεστηριζ·ετεστηριζεσθεστηριζ·εσθε
3rdστηριζετωσαν, στηριζοντωνστηριζ·ετωσαν, στηριζ·οντων classicalστηριζεσθωσαν, στηριζεσθωνστηριζ·εσθωσαν, στηριζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
στηριζειν​στηριζ·ειν​στηριζεσθαι​στηριζ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocστηριζουσαστηριζονστηριζ·ουσ·αστηριζ·ο[υ]ν[τ]
Nomστηριζων[LXX]στηριζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accστηριζουσανστηριζονταστηριζ·ουσ·ανστηριζ·ο[υ]ντ·α
Datστηριζουσῃστηριζοντιστηριζ·ουσ·ῃστηριζ·ο[υ]ντ·ι
Genστηριζουσηςστηριζοντοςστηριζ·ουσ·ηςστηριζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocστηριζουσαιστηριζοντεςστηριζονταστηριζ·ουσ·αιστηριζ·ο[υ]ντ·εςστηριζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accστηριζουσαςστηριζονταςστηριζ·ουσ·αςστηριζ·ο[υ]ντ·ας
Datστηριζουσαιςστηριζουσι, στηριζουσιν[LXX]στηριζ·ουσ·αιςστηριζ·ου[ντ]·σι(ν), στηριζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genστηριζουσωνστηριζοντωνστηριζ·ουσ·ωνστηριζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocστηριζομενηστηριζομενεστηριζ·ομεν·ηστηριζ·ομεν·ε
Nomστηριζομενοςστηριζ·ομεν·ος
Accστηριζομενηνστηριζομενονστηριζ·ομεν·ηνστηριζ·ομεν·ον
Datστηριζομενῃστηριζομενῳστηριζ·ομεν·ῃστηριζ·ομεν·ῳ
Genστηριζομενηςστηριζομενουστηριζ·ομεν·ηςστηριζ·ομεν·ου
PlVocστηριζομεναιστηριζομενοιστηριζομεναστηριζ·ομεν·αιστηριζ·ομεν·οιστηριζ·ομεν·α
Nom
Accστηριζομεναςστηριζομενουςστηριζ·ομεν·αςστηριζ·ομεν·ους
Datστηριζομεναιςστηριζομενοιςστηριζ·ομεν·αιςστηριζ·ομεν·οις
Genστηριζομενωνστηριζομενωνστηριζ·ομεν·ωνστηριζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεστηριζον[LXX]ε·στηριζ·ονεστηριζομηνε·στηριζ·ομην
2ndεστηριζεςε·στηριζ·εςεστηριζουε·στηριζ·ου
3rdεστηριζεν, εστηριζεε·στηριζ·ε(ν)εστηριζετοε·στηριζ·ετο
Pl1stεστηριζομενε·στηριζ·ομενεστηριζομεθαε·στηριζ·ομεθα
2ndεστηριζετεε·στηριζ·ετεεστηριζεσθεε·στηριζ·εσθε
3rdεστηριζον[LXX], εστηριζοσανε·στηριζ·ον, ε·στηριζ·οσαν altεστηριζοντοε·στηριζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stστηριω[LXX], στηρισω, στηριξωστηρι(ε)·[σ]ω, στηρι·σω, στηριγ·σωστηριουμαι, στηρισομαι, στηριξομαιστηρι(ε)·[σ]ομαι, στηρι·σομαι, στηριγ·σομαι
2ndστηριεις, στηρισεις, στηριξειςστηρι(ε)·[σ]εις, στηρι·σεις, στηριγ·σειςστηριῃ, στηριει[LXX], στηριεισαι, στηρισῃ, στηριξῃ, στηρισει[LXX], στηριξει[GNT], στηρισεσαι, στηριξεσαιστηρι(ε)·[σ]ῃ, στηρι(ε)·[σ]ει classical, στηρι(ε)·[σ]εσαι alt, στηρι·σῃ, στηριγ·σῃ, στηρι·σει classical, στηριγ·σει classical, στηρι·σεσαι alt, στηριγ·σεσαι alt
3rdστηριει[LXX], στηρισει[LXX], στηριξει[GNT]στηρι(ε)·[σ]ει, στηρι·σει, στηριγ·σειστηριειται, στηρισεται, στηριξεταιστηρι(ε)·[σ]εται, στηρι·σεται, στηριγ·σεται
Pl1stστηριουμεν, στηρισομεν, στηριξομενστηρι(ε)·[σ]ομεν, στηρι·σομεν, στηριγ·σομενστηριουμεθα, στηρισομεθα, στηριξομεθαστηρι(ε)·[σ]ομεθα, στηρι·σομεθα, στηριγ·σομεθα
2ndστηριειτε, στηρισετε, στηριξετεστηρι(ε)·[σ]ετε, στηρι·σετε, στηριγ·σετεστηριεισθε, στηρισεσθε, στηριξεσθεστηρι(ε)·[σ]εσθε, στηρι·σεσθε, στηριγ·σεσθε
3rdστηριουσιν, στηριουσι, στηρισουσιν[LXX], στηριξουσιν, στηρισουσι, στηριξουσιστηρι(ε)·[σ]ουσι(ν), στηρι·σουσι(ν), στηρι·σουσι(ν), στηριγ·σουσι(ν)στηριουνται, στηρισονται, στηριξονταιστηρι(ε)·[σ]ονται, στηρι·σονται, στηριγ·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stστηριοιμι, στηρισοιμι, στηριξοιμιστηρι(ε)·[σ]οιμι, στηρι·σοιμι, στηριγ·σοιμιστηριοιμην, στηρισοιμην, στηριξοιμηνστηρι(ε)·[σ]οιμην, στηρι·σοιμην, στηριγ·σοιμην
2ndστηριοις, στηρισοις, στηριξοιςστηρι(ε)·[σ]οις, στηρι·σοις, στηριγ·σοιςστηριοιο, στηρισοιο, στηριξοιοστηρι(ε)·[σ]οιο, στηρι·σοιο, στηριγ·σοιο
3rdστηριοι, στηρισοι, στηριξοιστηρι(ε)·[σ]οι, στηρι·σοι, στηριγ·σοιστηριοιτο, στηρισοιτο, στηριξοιτοστηρι(ε)·[σ]οιτο, στηρι·σοιτο, στηριγ·σοιτο
Pl1stστηριοιμεν, στηρισοιμεν, στηριξοιμενστηρι(ε)·[σ]οιμεν, στηρι·σοιμεν, στηριγ·σοιμενστηριοιμεθα, στηρισοιμεθα, στηριξοιμεθαστηρι(ε)·[σ]οιμεθα, στηρι·σοιμεθα, στηριγ·σοιμεθα
2ndστηριοιτε, στηρισοιτε, στηριξοιτεστηρι(ε)·[σ]οιτε, στηρι·σοιτε, στηριγ·σοιτεστηριοισθε, στηρισοισθε, στηριξοισθεστηρι(ε)·[σ]οισθε, στηρι·σοισθε, στηριγ·σοισθε
3rdστηριοιεν, στηρισοιεν, στηριξοιενστηρι(ε)·[σ]οιεν, στηρι·σοιεν, στηριγ·σοιενστηριοιντο, στηρισοιντο, στηριξοιντοστηρι(ε)·[σ]οιντο, στηρι·σοιντο, στηριγ·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
στηριειν, στηρισειν, στηριξειν​στηρι(ε)·[σ]ειν, στηρι·σειν, στηριγ·σειν​στηριεισθαι, στηρισεσθαι, στηριξεσθαι​στηρι(ε)·[σ]εσθαι, στηρι·σεσθαι, στηριγ·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocστηριουσα, στηρισουσα, στηριξουσαστηριουν, στηρισον[GNT][LXX], στηριξον[GNT]στηρι(ε)·[σ]ουσ·α, στηρι·σουσ·α, στηριγ·σουσ·αστηρι(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ], στηρι·σο[υ]ν[τ], στηριγ·σο[υ]ν[τ]
Nomστηριων, στηρισων, στηριξωνστηρι(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ]·^, στηρι·σο[υ]ν[τ]·^, στηριγ·σο[υ]ν[τ]·^
Accστηριουσαν, στηρισουσαν, στηριξουσανστηριουντα, στηρισοντα, στηριξονταστηρι(ε)·[σ]ουσ·αν, στηρι·σουσ·αν, στηριγ·σουσ·ανστηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α, στηρι·σο[υ]ντ·α, στηριγ·σο[υ]ντ·α
Datστηριουσῃ, στηρισουσῃ, στηριξουσῃστηριουντι, στηρισοντι, στηριξοντιστηρι(ε)·[σ]ουσ·ῃ, στηρι·σουσ·ῃ, στηριγ·σουσ·ῃστηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ι, στηρι·σο[υ]ντ·ι, στηριγ·σο[υ]ντ·ι
Genστηριουσης, στηρισουσης, στηριξουσηςστηριουντος, στηρισοντος, στηριξοντοςστηρι(ε)·[σ]ουσ·ης, στηρι·σουσ·ης, στηριγ·σουσ·ηςστηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ος, στηρι·σο[υ]ντ·ος, στηριγ·σο[υ]ντ·ος
PlVocστηριουσαι, στηρισουσαι, στηριξουσαιστηριουντες, στηρισοντες, στηριξοντεςστηριουντα, στηρισοντα, στηριξονταστηρι(ε)·[σ]ουσ·αι, στηρι·σουσ·αι, στηριγ·σουσ·αιστηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ες, στηρι·σο[υ]ντ·ες, στηριγ·σο[υ]ντ·εςστηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α, στηρι·σο[υ]ντ·α, στηριγ·σο[υ]ντ·α
Nom
Accστηριουσας, στηρισουσας, στηριξουσαςστηριουντας, στηρισοντας, στηριξονταςστηρι(ε)·[σ]ουσ·ας, στηρι·σουσ·ας, στηριγ·σουσ·αςστηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ας, στηρι·σο[υ]ντ·ας, στηριγ·σο[υ]ντ·ας
Datστηριουσαις, στηρισουσαις, στηριξουσαιςστηριουσι, στηριουσιν, στηρισουσι, στηριξουσι, στηρισουσιν[LXX], στηριξουσινστηρι(ε)·[σ]ουσ·αις, στηρι·σουσ·αις, στηριγ·σουσ·αιςστηρι(ε)·[σ]ου[ντ]·σι(ν), στηρι·σου[ντ]·σι(ν), στηριγ·σου[ντ]·σι(ν), στηρι·σου[ντ]·σι(ν)
Genστηριουσων, στηρισουσων, στηριξουσωνστηριουντων, στηρισοντων, στηριξοντωνστηρι(ε)·[σ]ουσ·ων, στηρι·σουσ·ων, στηριγ·σουσ·ωνστηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ων, στηρι·σο[υ]ντ·ων, στηριγ·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocστηριουμενη, στηρισομενη, στηριξομενηστηριουμενε, στηρισομενε, στηριξομενεστηρι(ε)·[σ]ομεν·η, στηρι·σομεν·η, στηριγ·σομεν·ηστηρι(ε)·[σ]ομεν·ε, στηρι·σομεν·ε, στηριγ·σομεν·ε
Nomστηριουμενος, στηρισομενος, στηριξομενοςστηρι(ε)·[σ]ομεν·ος, στηρι·σομεν·ος, στηριγ·σομεν·ος
Accστηριουμενην, στηρισομενην, στηριξομενηνστηριουμενον, στηρισομενον, στηριξομενονστηρι(ε)·[σ]ομεν·ην, στηρι·σομεν·ην, στηριγ·σομεν·ηνστηρι(ε)·[σ]ομεν·ον, στηρι·σομεν·ον, στηριγ·σομεν·ον
Datστηριουμενῃ, στηρισομενῃ, στηριξομενῃστηριουμενῳ, στηρισομενῳ, στηριξομενῳστηρι(ε)·[σ]ομεν·ῃ, στηρι·σομεν·ῃ, στηριγ·σομεν·ῃστηρι(ε)·[σ]ομεν·ῳ, στηρι·σομεν·ῳ, στηριγ·σομεν·ῳ
Genστηριουμενης, στηρισομενης, στηριξομενηςστηριουμενου, στηρισομενου, στηριξομενουστηρι(ε)·[σ]ομεν·ης, στηρι·σομεν·ης, στηριγ·σομεν·ηςστηρι(ε)·[σ]ομεν·ου, στηρι·σομεν·ου, στηριγ·σομεν·ου
PlVocστηριουμεναι, στηρισομεναι, στηριξομεναιστηριουμενοι, στηρισομενοι, στηριξομενοιστηριουμενα, στηρισομενα, στηριξομεναστηρι(ε)·[σ]ομεν·αι, στηρι·σομεν·αι, στηριγ·σομεν·αιστηρι(ε)·[σ]ομεν·οι, στηρι·σομεν·οι, στηριγ·σομεν·οιστηρι(ε)·[σ]ομεν·α, στηρι·σομεν·α, στηριγ·σομεν·α
Nom
Accστηριουμενας, στηρισομενας, στηριξομεναςστηριουμενους, στηρισομενους, στηριξομενουςστηρι(ε)·[σ]ομεν·ας, στηρι·σομεν·ας, στηριγ·σομεν·αςστηρι(ε)·[σ]ομεν·ους, στηρι·σομεν·ους, στηριγ·σομεν·ους
Datστηριουμεναις, στηρισομεναις, στηριξομεναιςστηριουμενοις, στηρισομενοις, στηριξομενοιςστηρι(ε)·[σ]ομεν·αις, στηρι·σομεν·αις, στηριγ·σομεν·αιςστηρι(ε)·[σ]ομεν·οις, στηρι·σομεν·οις, στηριγ·σομεν·οις
Genστηριουμενων, στηρισομενων, στηριξομενωνστηριουμενων, στηρισομενων, στηριξομενωνστηρι(ε)·[σ]ομεν·ων, στηρι·σομεν·ων, στηριγ·σομεν·ωνστηρι(ε)·[σ]ομεν·ων, στηρι·σομεν·ων, στηριγ·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεστηρισα[LXX], εστηριξα[LXX]ε·στηρι·σα, ε·στηριγ·σαεστηρισαμην, εστηριξαμηνε·στηρι·σαμην, ε·στηριγ·σαμην
2ndεστηρισας, εστηριξαςε·στηρι·σας, ε·στηριγ·σαςεστηρισω, εστηριξωε·στηρι·σω, ε·στηριγ·σω
3rdεστηρισεν[GNT][LXX], εστηρισε, εστηριξεν[GNT], εστηριξεε·στηρι·σε(ν), ε·στηρι·σε(ν), ε·στηριγ·σε(ν), ε·στηριγ·σε(ν)εστηρισατο[LXX], εστηριξατοε·στηρι·σατο, ε·στηριγ·σατο
Pl1stεστηρισαμεν, εστηριξαμενε·στηρι·σαμεν, ε·στηριγ·σαμενεστηρισαμεθα, εστηριξαμεθαε·στηρι·σαμεθα, ε·στηριγ·σαμεθα
2ndεστηρισατε, εστηριξατεε·στηρι·σατε, ε·στηριγ·σατεεστηρισασθε, εστηριξασθεε·στηρι·σασθε, ε·στηριγ·σασθε
3rdεστηρισαν, εστηριξανε·στηρι·σαν, ε·στηριγ·σανεστηρισαντο, εστηριξαντοε·στηρι·σαντο, ε·στηριγ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stστηρισω, στηριξωστηρι·σω, στηριγ·σωστηρισωμαι, στηριξωμαιστηρι·σωμαι, στηριγ·σωμαι
2ndστηρισῃς, στηριξῃςστηρι·σῃς, στηριγ·σῃςστηρισῃ, στηριξῃστηρι·σῃ, στηριγ·σῃ
3rdστηρισῃ, στηριξῃστηρι·σῃ, στηριγ·σῃστηρισηται, στηριξηταιστηρι·σηται, στηριγ·σηται
Pl1stστηρισωμεν, στηριξωμενστηρι·σωμεν, στηριγ·σωμενστηρισωμεθα, στηριξωμεθαστηρι·σωμεθα, στηριγ·σωμεθα
2ndστηρισητε, στηριξητεστηρι·σητε, στηριγ·σητεστηρισησθε, στηριξησθεστηρι·σησθε, στηριγ·σησθε
3rdστηρισωσιν, στηρισωσι, στηριξωσιν, στηριξωσιστηρι·σωσι(ν), στηριγ·σωσι(ν)στηρισωνται, στηριξωνταιστηρι·σωνται, στηριγ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stστηρισαιμι, στηριξαιμιστηρι·σαιμι, στηριγ·σαιμιστηρισαιμην, στηριξαιμηνστηρι·σαιμην, στηριγ·σαιμην
2ndστηρισαις, στηρισειας, στηριξαις, στηριξειαςστηρι·σαις, στηρι·σειας classical, στηριγ·σαις, στηριγ·σειας classicalστηρισαιο, στηριξαιοστηρι·σαιο, στηριγ·σαιο
3rdστηρισαι[LXX], στηρισειε, στηριξαι[GNT], στηριξειεστηρι·σαι, στηρι·σειε classical, στηριγ·σαι, στηριγ·σειε classicalστηρισαιτο, στηριξαιτοστηρι·σαιτο, στηριγ·σαιτο
Pl1stστηρισαιμεν, στηριξαιμενστηρι·σαιμεν, στηριγ·σαιμενστηρισαιμεθα, στηριξαιμεθαστηρι·σαιμεθα, στηριγ·σαιμεθα
2ndστηρισαιτε, στηριξαιτεστηρι·σαιτε, στηριγ·σαιτεστηρισαισθε, στηριξαισθεστηρι·σαισθε, στηριγ·σαισθε
3rdστηρισαιεν, στηρισαισαν, στηρισειαν, στηρισειεν, στηριξαιεν, στηριξαισαν, στηριξειαν, στηριξειενστηρι·σαιεν, στηρι·σαισαν alt, στηρι·σειαν classical, στηρι·σειεν classical, στηριγ·σαιεν, στηριγ·σαισαν alt, στηριγ·σειαν classical, στηριγ·σειεν classicalστηρισαιντο, στηριξαιντοστηρι·σαιντο, στηριγ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndστηρισον[GNT][LXX], στηριξον[GNT]στηρι·σον, στηριγ·σονστηρισαι[LXX], στηριξαι[GNT]στηρι·σαι, στηριγ·σαι
3rdστηρισατω, στηριξατωστηρι·σατω, στηριγ·σατωστηρισασθω, στηριξασθωστηρι·σασθω, στηριγ·σασθω
Pl1st
2ndστηρισατε[LXX], στηριξατε[GNT]στηρι·σατε, στηριγ·σατεστηρισασθε, στηριξασθεστηρι·σασθε, στηριγ·σασθε
3rdστηρισατωσαν, στηρισαντων, στηριξατωσαν, στηριξαντωνστηρι·σατωσαν, στηρι·σαντων classical, στηριγ·σατωσαν, στηριγ·σαντων classicalστηρισασθωσαν, στηρισασθων, στηριξασθωσαν, στηριξασθωνστηρι·σασθωσαν, στηρι·σασθων classical, στηριγ·σασθωσαν, στηριγ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
στηρισαι[LXX], στηριξαι[GNT]​στηρι·σαι, στηριγ·σαιστηρισασθαι, στηριξασθαι​στηρι·σασθαι, στηριγ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocστηρισασα, στηριξασαστηρισας, στηριξαςστηρισαν, στηριξανστηρι·σασ·α, στηριγ·σασ·αστηρι·σα[ντ]·ς, στηριγ·σα[ντ]·ςστηρι·σαν[τ], στηριγ·σαν[τ]
Nom
Accστηρισασαν, στηριξασανστηρισαντα, στηριξανταστηρι·σασ·αν, στηριγ·σασ·ανστηρι·σαντ·α, στηριγ·σαντ·α
Datστηρισασῃ, στηριξασῃστηρισαντι, στηριξαντιστηρι·σασ·ῃ, στηριγ·σασ·ῃστηρι·σαντ·ι, στηριγ·σαντ·ι
Genστηρισασης, στηριξασηςστηρισαντος, στηριξαντοςστηρι·σασ·ης, στηριγ·σασ·ηςστηρι·σαντ·ος, στηριγ·σαντ·ος
PlVocστηρισασαι, στηριξασαιστηρισαντες, στηριξαντεςστηρισαντα, στηριξανταστηρι·σασ·αι, στηριγ·σασ·αιστηρι·σαντ·ες, στηριγ·σαντ·εςστηρι·σαντ·α, στηριγ·σαντ·α
Nom
Accστηρισασας, στηριξασαςστηρισαντας, στηριξανταςστηρι·σασ·ας, στηριγ·σασ·αςστηρι·σαντ·ας, στηριγ·σαντ·ας
Datστηρισασαις, στηριξασαιςστηρισασι, στηρισασιν, στηριξασι, στηριξασινστηρι·σασ·αις, στηριγ·σασ·αιςστηρι·σα[ντ]·σι(ν), στηριγ·σα[ντ]·σι(ν)
Genστηρισασων, στηριξασωνστηρισαντων, στηριξαντωνστηρι·σασ·ων, στηριγ·σασ·ωνστηρι·σαντ·ων, στηριγ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocστηρισαμενη, στηριξαμενηστηρισαμενε, στηριξαμενεστηρι·σαμεν·η, στηριγ·σαμεν·ηστηρι·σαμεν·ε, στηριγ·σαμεν·ε
Nomστηρισαμενος, στηριξαμενοςστηρι·σαμεν·ος, στηριγ·σαμεν·ος
Accστηρισαμενην, στηριξαμενηνστηρισαμενον, στηριξαμενονστηρι·σαμεν·ην, στηριγ·σαμεν·ηνστηρι·σαμεν·ον, στηριγ·σαμεν·ον
Datστηρισαμενῃ, στηριξαμενῃστηρισαμενῳ, στηριξαμενῳστηρι·σαμεν·ῃ, στηριγ·σαμεν·ῃστηρι·σαμεν·ῳ, στηριγ·σαμεν·ῳ
Genστηρισαμενης, στηριξαμενηςστηρισαμενου, στηριξαμενουστηρι·σαμεν·ης, στηριγ·σαμεν·ηςστηρι·σαμεν·ου, στηριγ·σαμεν·ου
PlVocστηρισαμεναι, στηριξαμεναιστηρισαμενοι, στηριξαμενοιστηρισαμενα, στηριξαμεναστηρι·σαμεν·αι, στηριγ·σαμεν·αιστηρι·σαμεν·οι, στηριγ·σαμεν·οιστηρι·σαμεν·α, στηριγ·σαμεν·α
Nom
Accστηρισαμενας, στηριξαμεναςστηρισαμενους, στηριξαμενουςστηρι·σαμεν·ας, στηριγ·σαμεν·αςστηρι·σαμεν·ους, στηριγ·σαμεν·ους
Datστηρισαμεναις, στηριξαμεναιςστηρισαμενοις, στηριξαμενοιςστηρι·σαμεν·αις, στηριγ·σαμεν·αιςστηρι·σαμεν·οις, στηριγ·σαμεν·οις
Genστηρισαμενων, στηριξαμενωνστηρισαμενων, στηριξαμενωνστηρι·σαμεν·ων, στηριγ·σαμεν·ωνστηρι·σαμεν·ων, στηριγ·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεστηρικα[LXX]εστηρι·καεστηριμαι, εστηρισμαι, εστηριγμαιεστηρι·μαι, εστηρισ·μαι, εστηριγ·μαι
2ndεστηρικας, εστηρικεςεστηρι·κας, εστηρι·κες altεστηρισαι[LXX], εστηριξαιεστηρι·σαι, εστηρισ·[σ]αι, εστηριγ·σαι
3rdεστηρικεν, εστηρικεεστηρι·κε(ν)εστηριται, εστηρισται[LXX], εστηρικται[GNT][LXX]εστηρι·ται, εστηρισ·ται, εστηριγ·ται
Pl1stεστηρικαμενεστηρι·καμενεστηριμεθα, εστηρισμεθα, εστηριγμεθαεστηρι·μεθα, εστηρισ·μεθα, εστηριγ·μεθα
2ndεστηρικατεεστηρι·κατεεστηρισθε, εστηριχθεεστηρι·σθε, εστηριγ·σθε, εστηρισ·[σ]θε
3rdεστηρικασιν, εστηρικασι, εστηρικανεστηρι·κασι(ν), εστηρι·καν altεστηρινται, εστηριχαται, εστηριδαταιεστηρι·νται, εστηριγ·νται, εστηρισ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεστηρισομαι, εστηριξομαιεστηρι·σομαι, εστηρισ·[σ]ομαι, εστηριγ·σομαι
2ndεστηρισῃ, εστηρισει, εστηριξῃ, εστηριξειεστηρι·σῃ, εστηρι·σει classical, εστηρισ·[σ]ῃ, εστηριγ·σῃ, εστηρισ·[σ]ει classical, εστηριγ·σει classical
3rdεστηρισεται, εστηριξεταιεστηρι·σεται, εστηρισ·[σ]εται, εστηριγ·σεται
Pl1stεστηρισομεθα, εστηριξομεθαεστηρι·σομεθα, εστηρισ·[σ]ομεθα, εστηριγ·σομεθα
2ndεστηρισεσθε, εστηριξεσθεεστηρι·σεσθε, εστηρισ·[σ]εσθε, εστηριγ·σεσθε
3rdεστηρισονται, εστηριξονταιεστηρι·σονται, εστηρισ·[σ]ονται, εστηριγ·σονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεστηρικωεστηρι·κω
2ndεστηρικῃςεστηρι·κῃς
3rdεστηρικῃεστηρι·κῃ
Pl1stεστηρικωμενεστηρι·κωμεν
2ndεστηρικητεεστηρι·κητε
3rdεστηρικωσιν, εστηρικωσιεστηρι·κωσι(ν)

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεστηρικοιμι, εστηρικοιηνεστηρι·κοιμι, εστηρι·κοιην classical
2ndεστηρικοις, εστηρικοιηςεστηρι·κοις, εστηρι·κοιης classical
3rdεστηρικοι, εστηρικοιηεστηρι·κοι, εστηρι·κοιη classical
Pl1stεστηρικοιμενεστηρι·κοιμεν
2ndεστηρικοιτεεστηρι·κοιτε
3rdεστηρικοιενεστηρι·κοιεν

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεστηρισοιμην, εστηριξοιμηνεστηρι·σοιμην, εστηρισ·[σ]οιμην, εστηριγ·σοιμην
2ndεστηρισοιο, εστηριξοιοεστηρι·σοιο, εστηρισ·[σ]οιο, εστηριγ·σοιο
3rdεστηρισοιτο, εστηριξοιτοεστηρι·σοιτο, εστηρισ·[σ]οιτο, εστηριγ·σοιτο
Pl1stεστηρισοιμεθα, εστηριξοιμεθαεστηρι·σοιμεθα, εστηρισ·[σ]οιμεθα, εστηριγ·σοιμεθα
2ndεστηρισοισθε, εστηριξοισθεεστηρι·σοισθε, εστηρισ·[σ]οισθε, εστηριγ·σοισθε
3rdεστηρισοιντο, εστηριξοιντοεστηρι·σοιντο, εστηρισ·[σ]οιντο, εστηριγ·σοιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεστηρικεεστηρι·κεεστηρισο, εστηριξοεστηρι·σο, εστηρισ·[σ]ο, εστηριγ·σο
3rdεστηρικετωεστηρι·κετωεστηρισθω, εστηριχθωεστηρι·σθω, εστηριγ·σθω, εστηρισ·[σ]θω
Pl1st
2ndεστηρικετεεστηρι·κετεεστηρισθε, εστηριχθεεστηρι·σθε, εστηριγ·σθε, εστηρισ·[σ]θε
3rdεστηρικετωσανεστηρι·κετωσανεστηρισθωσαν, εστηρισθων, εστηριχθωσαν, εστηριχθωνεστηρι·σθωσαν, εστηρι·σθων classical, εστηριγ·σθωσαν, εστηρισ·[σ]θωσαν, εστηριγ·σθων classical, εστηρισ·[σ]θων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εστηρικεναι​εστηρι·κεναι​εστηρισθαι[LXX], εστηριχθαι​εστηρι·σθαι, εστηριγ·σθαι, εστηρισ·[σ]θαι

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εστηρισεσθαι, εστηριξεσθαι​εστηρι·σεσθαι, εστηρισ·[σ]εσθαι, εστηριγ·σεσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεστηρικυιαεστηρικοςεστηρι·κυι·αεστηρι·κο[τ]·ς
Nomεστηρικωςεστηρι·κο[τ]·^ς
Accεστηρικυιανεστηρικοταεστηρι·κυι·ανεστηρι·κοτ·α
Datεστηρικυιᾳεστηρικοτιεστηρι·κυι·ᾳεστηρι·κοτ·ι
Genεστηρικυιαςεστηρικοτοςεστηρι·κυι·αςεστηρι·κοτ·ος
PlVocεστηρικυιαιεστηρικοτεςεστηρικοταεστηρι·κυι·αιεστηρι·κοτ·εςεστηρι·κοτ·α
Nom
Accεστηρικυιαςεστηρικοταςεστηρι·κυι·αςεστηρι·κοτ·ας
Datεστηρικυιαιςεστηρικοσι, εστηρικοσινεστηρι·κυι·αιςεστηρι·κο[τ]·σι(ν)
Genεστηρικυιωνεστηρικοτωνεστηρι·κυι·ωνεστηρι·κοτ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεστηριμενη, εστηρισμενη, εστηριγμενη[LXX]εστηριμενε, εστηρισμενε, εστηριγμενεεστηρι·μεν·η, εστηρισ·μεν·η, εστηριγ·μεν·ηεστηρι·μεν·ε, εστηρισ·μεν·ε, εστηριγ·μεν·ε
Nomεστηριμενος, εστηρισμενος[LXX], εστηριγμενος[LXX]εστηρι·μεν·ος, εστηρισ·μεν·ος, εστηριγ·μεν·ος
Accεστηριμενην, εστηρισμενην, εστηριγμενηνεστηριμενον, εστηρισμενον, εστηριγμενονεστηρι·μεν·ην, εστηρισ·μεν·ην, εστηριγ·μεν·ηνεστηρι·μεν·ον, εστηρισ·μεν·ον, εστηριγ·μεν·ον
Datεστηριμενῃ, εστηρισμενῃ, εστηριγμενῃεστηριμενῳ, εστηρισμενῳ, εστηριγμενῳεστηρι·μεν·ῃ, εστηρισ·μεν·ῃ, εστηριγ·μεν·ῃεστηρι·μεν·ῳ, εστηρισ·μεν·ῳ, εστηριγ·μεν·ῳ
Genεστηριμενης, εστηρισμενης, εστηριγμενηςεστηριμενου, εστηρισμενου, εστηριγμενουεστηρι·μεν·ης, εστηρισ·μεν·ης, εστηριγ·μεν·ηςεστηρι·μεν·ου, εστηρισ·μεν·ου, εστηριγ·μεν·ου
PlVocεστηριμεναι, εστηρισμεναι, εστηριγμεναι[LXX]εστηριμενοι, εστηρισμενοι, εστηριγμενοιεστηριμενα, εστηρισμενα, εστηριγμενα[LXX]εστηρι·μεν·αι, εστηρισ·μεν·αι, εστηριγ·μεν·αιεστηρι·μεν·οι, εστηρισ·μεν·οι, εστηριγ·μεν·οιεστηρι·μεν·α, εστηρισ·μεν·α, εστηριγ·μεν·α
Nom
Accεστηριμενας, εστηρισμενας, εστηριγμεναςεστηριμενους, εστηρισμενους, εστηριγμενους[GNT]εστηρι·μεν·ας, εστηρισ·μεν·ας, εστηριγ·μεν·αςεστηρι·μεν·ους, εστηρισ·μεν·ους, εστηριγ·μεν·ους
Datεστηριμεναις, εστηρισμεναις, εστηριγμεναιςεστηριμενοις, εστηρισμενοις, εστηριγμενοιςεστηρι·μεν·αις, εστηρισ·μεν·αις, εστηριγ·μεν·αιςεστηρι·μεν·οις, εστηρισ·μεν·οις, εστηριγ·μεν·οις
Genεστηριμενων, εστηρισμενων, εστηριγμενωνεστηριμενων, εστηρισμενων, εστηριγμενωνεστηρι·μεν·ων, εστηρισ·μεν·ων, εστηριγ·μεν·ωνεστηρι·μεν·ων, εστηρισ·μεν·ων, εστηριγ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεστηρικειν, εστηρικηε·εστηρι·κειν, ε·εστηρι·κη classicalεστηριμην, εστηρισμην, εστηριγμηνε·εστηρι·μην, ε·εστηρισ·μην, ε·εστηριγ·μην
2ndεστηρικεις, εστηρικηςε·εστηρι·κεις, ε·εστηρι·κης classicalεστηρισο, εστηριξοε·εστηρι·σο, ε·εστηρισ·[σ]ο, ε·εστηριγ·σο
3rdεστηρικειε·εστηρι·κειεστηριτο, εστηριστο, εστηρικτοε·εστηρι·το, ε·εστηρισ·το, ε·εστηριγ·το
Pl1stεστηρικειμεν, εστηρικεμενε·εστηρι·κειμεν, ε·εστηρι·κεμεν classicalεστηριμεθα, εστηρισμεθα, εστηριγμεθαε·εστηρι·μεθα, ε·εστηρισ·μεθα, ε·εστηριγ·μεθα
2ndεστηρικειτε, εστηρικετεε·εστηρι·κειτε, ε·εστηρι·κετε classicalεστηρισθε, εστηριχθεε·εστηρι·σθε, ε·εστηριγ·σθε, ε·εστηρισ·[σ]θε
3rdεστηρικεισαν, εστηρικεσανε·εστηρι·κεισαν, ε·εστηρι·κεσαν classicalεστηριντο, εστηριχατο, εστηριδατοε·εστηρι·ντο, ε·εστηριγ·ντο, ε·εστηρισ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεστηρισθην, εστηριχθην[LXX]ε·στηρισ·θην, ε·στηριγ·θην
2ndεστηρισθης, εστηριχθηςε·στηρισ·θης, ε·στηριγ·θης
3rdεστηρισθη[LXX], εστηριχθηε·στηρισ·θη, ε·στηριγ·θη
Pl1stεστηρισθημεν, εστηριχθημενε·στηρισ·θημεν, ε·στηριγ·θημεν
2ndεστηρισθητε, εστηριχθητεε·στηρισ·θητε, ε·στηριγ·θητε
3rdεστηρισθησαν, εστηριχθησανε·στηρισ·θησαν, ε·στηριγ·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stστηρισθησομαι, στηριχθησομαιστηρισ·θησομαι, στηριγ·θησομαι
2ndστηρισθησῃ, στηρισθησει, στηριχθησῃ, στηριχθησειστηρισ·θησῃ, στηρισ·θησει classical, στηριγ·θησῃ, στηριγ·θησει classical
3rdστηρισθησεται, στηριχθησεται[LXX]στηρισ·θησεται, στηριγ·θησεται
Pl1stστηρισθησομεθα, στηριχθησομεθαστηρισ·θησομεθα, στηριγ·θησομεθα
2ndστηρισθησεσθε, στηριχθησεσθεστηρισ·θησεσθε, στηριγ·θησεσθε
3rdστηρισθησονται, στηριχθησονταιστηρισ·θησονται, στηριγ·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stστηρισθω, στηριχθωστηρισ·θω, στηριγ·θω
2ndστηρισθῃς, στηριχθῃςστηρισ·θῃς, στηριγ·θῃς
3rdστηρισθῃ, στηριχθῃ[LXX]στηρισ·θῃ, στηριγ·θῃ
Pl1stστηρισθωμεν, στηριχθωμενστηρισ·θωμεν, στηριγ·θωμεν
2ndστηρισθητε, στηριχθητεστηρισ·θητε, στηριγ·θητε
3rdστηρισθωσιν, στηρισθωσι, στηριχθωσιν, στηριχθωσιστηρισ·θωσι(ν), στηριγ·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stστηρισθειην, στηριχθειηνστηρισ·θειην, στηριγ·θειην
2ndστηρισθειης, στηριχθειηςστηρισ·θειης, στηριγ·θειης
3rdστηρισθειη, στηριχθειηστηρισ·θειη, στηριγ·θειη
Pl1stστηρισθειημεν, στηρισθειμεν, στηριχθειημεν, στηριχθειμενστηρισ·θειημεν, στηρισ·θειμεν classical, στηριγ·θειημεν, στηριγ·θειμεν classical
2ndστηρισθειητε, στηρισθειτε, στηριχθειητε, στηριχθειτεστηρισ·θειητε, στηρισ·θειτε classical, στηριγ·θειητε, στηριγ·θειτε classical
3rdστηρισθειησαν, στηρισθειεν, στηριχθειησαν, στηριχθειενστηρισ·θειησαν, στηρισ·θειεν classical, στηριγ·θειησαν, στηριγ·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stστηρισθησοιμην, στηριχθησοιμηνστηρισ·θησοιμην, στηριγ·θησοιμην
2ndστηρισθησοιο, στηριχθησοιοστηρισ·θησοιο, στηριγ·θησοιο
3rdστηρισθησοιτο, στηριχθησοιτοστηρισ·θησοιτο, στηριγ·θησοιτο
Pl1stστηρισθησοιμεθα, στηριχθησοιμεθαστηρισ·θησοιμεθα, στηριγ·θησοιμεθα
2ndστηρισθησοισθε, στηριχθησοισθεστηρισ·θησοισθε, στηριγ·θησοισθε
3rdστηρισθησοιντο, στηριχθησοιντοστηρισ·θησοιντο, στηριγ·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndστηρισθητι, στηριχθητιστηρισ·θητι, στηριγ·θητι
3rdστηρισθητω, στηριχθητωστηρισ·θητω, στηριγ·θητω
Pl1st
2ndστηρισθητε, στηριχθητεστηρισ·θητε, στηριγ·θητε
3rdστηρισθητωσαν, στηρισθεντων, στηριχθητωσαν, στηριχθεντωνστηρισ·θητωσαν, στηρισ·θεντων classical, στηριγ·θητωσαν, στηριγ·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
στηρισθηναι, στηριχθηναι[GNT][LXX]​στηρισ·θηναι, στηριγ·θηναι

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
στηρισθησεσθαι, στηριχθησεσθαι​στηρισ·θησεσθαι, στηριγ·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocστηρισθεισα, στηριχθεισαστηρισθεις, στηριχθειςστηρισθεν, στηριχθενστηρισ·θεισ·α, στηριγ·θεισ·αστηρισ·θει[ντ]·ς, στηριγ·θει[ντ]·ςστηρισ·θε[ι]ν[τ], στηριγ·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accστηρισθεισαν, στηριχθεισανστηρισθεντα, στηριχθενταστηρισ·θεισ·αν, στηριγ·θεισ·ανστηρισ·θε[ι]ντ·α, στηριγ·θε[ι]ντ·α
Datστηρισθεισῃ, στηριχθεισῃστηρισθεντι, στηριχθεντιστηρισ·θεισ·ῃ, στηριγ·θεισ·ῃστηρισ·θε[ι]ντ·ι, στηριγ·θε[ι]ντ·ι
Genστηρισθεισης, στηριχθεισηςστηρισθεντος, στηριχθεντοςστηρισ·θεισ·ης, στηριγ·θεισ·ηςστηρισ·θε[ι]ντ·ος, στηριγ·θε[ι]ντ·ος
PlVocστηρισθεισαι, στηριχθεισαιστηρισθεντες, στηριχθεντεςστηρισθεντα, στηριχθενταστηρισ·θεισ·αι, στηριγ·θεισ·αιστηρισ·θε[ι]ντ·ες, στηριγ·θε[ι]ντ·εςστηρισ·θε[ι]ντ·α, στηριγ·θε[ι]ντ·α
Nom
Accστηρισθεισας, στηριχθεισαςστηρισθεντας, στηριχθενταςστηρισ·θεισ·ας, στηριγ·θεισ·αςστηρισ·θε[ι]ντ·ας, στηριγ·θε[ι]ντ·ας
Datστηρισθεισαις, στηριχθεισαιςστηρισθεισι, στηρισθεισιν, στηριχθεισι, στηριχθεισινστηρισ·θεισ·αις, στηριγ·θεισ·αιςστηρισ·θει[ντ]·σι(ν), στηριγ·θει[ντ]·σι(ν)
Genστηρισθεισων, στηριχθεισωνστηρισθεντων, στηριχθεντωνστηρισ·θεισ·ων, στηριγ·θεισ·ωνστηρισ·θε[ι]ντ·ων, στηριγ·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocστηρισθησομενη, στηριχθησομενηστηρισθησομενε, στηριχθησομενεστηρισ·θησομεν·η, στηριγ·θησομεν·ηστηρισ·θησομεν·ε, στηριγ·θησομεν·ε
Nomστηρισθησομενος, στηριχθησομενοςστηρισ·θησομεν·ος, στηριγ·θησομεν·ος
Accστηρισθησομενην, στηριχθησομενηνστηρισθησομενον, στηριχθησομενονστηρισ·θησομεν·ην, στηριγ·θησομεν·ηνστηρισ·θησομεν·ον, στηριγ·θησομεν·ον
Datστηρισθησομενῃ, στηριχθησομενῃστηρισθησομενῳ, στηριχθησομενῳστηρισ·θησομεν·ῃ, στηριγ·θησομεν·ῃστηρισ·θησομεν·ῳ, στηριγ·θησομεν·ῳ
Genστηρισθησομενης, στηριχθησομενηςστηρισθησομενου, στηριχθησομενουστηρισ·θησομεν·ης, στηριγ·θησομεν·ηςστηρισ·θησομεν·ου, στηριγ·θησομεν·ου
PlVocστηρισθησομεναι, στηριχθησομεναιστηρισθησομενοι, στηριχθησομενοιστηρισθησομενα, στηριχθησομεναστηρισ·θησομεν·αι, στηριγ·θησομεν·αιστηρισ·θησομεν·οι, στηριγ·θησομεν·οιστηρισ·θησομεν·α, στηριγ·θησομεν·α
Nom
Accστηρισθησομενας, στηριχθησομεναςστηρισθησομενους, στηριχθησομενουςστηρισ·θησομεν·ας, στηριγ·θησομεν·αςστηρισ·θησομεν·ους, στηριγ·θησομεν·ους
Datστηρισθησομεναις, στηριχθησομεναιςστηρισθησομενοις, στηριχθησομενοιςστηρισ·θησομεν·αις, στηριγ·θησομεν·αιςστηρισ·θησομεν·οις, στηριγ·θησομεν·οις
Genστηρισθησομενων, στηριχθησομενωνστηρισθησομενων, στηριχθησομενωνστηρισ·θησομεν·ων, στηριγ·θησομεν·ωνστηρισ·θησομεν·ων, στηριγ·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Monday, 18-Mar-2024 23:54:08 EDT