σπουδαιοτερος • SPOUDAIOTEROS • spoudaioteros

σπουδαιό·τερος -α -ον (Comp. of σπουδαῖος)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocσπουδαιοτερασπουδαιοτερεσπουδαιοτερ·ασπουδαιοτερ·ε
Nomσπουδαιοτερος[GNT]σπουδαιοτερ·ος
Accσπουδαιοτερανσπουδαιοτερον[GNT]σπουδαιοτερ·ανσπουδαιοτερ·ον
Datσπουδαιοτερᾳσπουδαιοτερῳσπουδαιοτερ·ᾳσπουδαιοτερ·ῳ
Genσπουδαιοτεραςσπουδαιοτερουσπουδαιοτερ·αςσπουδαιοτερ·ου
PlVocσπουδαιοτεραισπουδαιοτεροισπουδαιοτερασπουδαιοτερ·αισπουδαιοτερ·οισπουδαιοτερ·α
Nom
Accσπουδαιοτεραςσπουδαιοτερουςσπουδαιοτερ·αςσπουδαιοτερ·ους
Datσπουδαιοτεραιςσπουδαιοτεροιςσπουδαιοτερ·αιςσπουδαιοτερ·οις
Genσπουδαιοτερωνσπουδαιοτερ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 25-Apr-2024 13:13:15 EDT