προσκαρτερεω • PROSKARTEREW • proskartereō

Search: προσκαρτερουντες

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
προσκαρτερουντεςπροσκαρτερέωπροσ·καρτερ(ε)·ο[υ]ντ·εςpres act ptcp mas nom|voc pl

προσ·καρτερέω (προσ+καρτερ(ε)-, προσ+καρτερη·σ-, προσ+καρτερη·σ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκαρτερω[LXX]προσ·καρτερ(ε)·ωπροσκαρτερουμαιπροσ·καρτερ(ε)·ομαι
2ndπροσκαρτερειςπροσ·καρτερ(ε)·ειςπροσκαρτερῃ[GNT], προσκαρτερει, προσκαρτερεισαιπροσ·καρτερ(ε)·ῃ, προσ·καρτερ(ε)·ει classical, προσ·καρτερ(ε)·εσαι alt
3rdπροσκαρτερειπροσ·καρτερ(ε)·ειπροσκαρτερειταιπροσ·καρτερ(ε)·εται
Pl1stπροσκαρτερουμενπροσ·καρτερ(ε)·ομενπροσκαρτερουμεθαπροσ·καρτερ(ε)·ομεθα
2ndπροσκαρτερειτε[GNT]προσ·καρτερ(ε)·ετεπροσκαρτερεισθεπροσ·καρτερ(ε)·εσθε
3rdπροσκαρτερουσιν, προσκαρτερουσιπροσ·καρτερ(ε)·ουσι(ν)προσκαρτερουνταιπροσ·καρτερ(ε)·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκαρτερω[LXX]προσ·καρτερ(ε)·ωπροσκαρτερωμαιπροσ·καρτερ(ε)·ωμαι
2ndπροσκαρτερῃςπροσ·καρτερ(ε)·ῃςπροσκαρτερῃ[GNT]προσ·καρτερ(ε)·ῃ
3rdπροσκαρτερῃ[GNT]προσ·καρτερ(ε)·ῃπροσκαρτερηταιπροσ·καρτερ(ε)·ηται
Pl1stπροσκαρτερωμενπροσ·καρτερ(ε)·ωμενπροσκαρτερωμεθαπροσ·καρτερ(ε)·ωμεθα
2ndπροσκαρτερητεπροσ·καρτερ(ε)·ητεπροσκαρτερησθεπροσ·καρτερ(ε)·ησθε
3rdπροσκαρτερωσιν, προσκαρτερωσιπροσ·καρτερ(ε)·ωσι(ν)προσκαρτερωνταιπροσ·καρτερ(ε)·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκαρτεροιμιπροσ·καρτερ(ε)·οιμιπροσκαρτεροιμηνπροσ·καρτερ(ε)·οιμην
2ndπροσκαρτεροιςπροσ·καρτερ(ε)·οιςπροσκαρτεροιοπροσ·καρτερ(ε)·οιο
3rdπροσκαρτεροιπροσ·καρτερ(ε)·οιπροσκαρτεροιτοπροσ·καρτερ(ε)·οιτο
Pl1stπροσκαρτεροιμενπροσ·καρτερ(ε)·οιμενπροσκαρτεροιμεθαπροσ·καρτερ(ε)·οιμεθα
2ndπροσκαρτεροιτεπροσ·καρτερ(ε)·οιτεπροσκαρτεροισθεπροσ·καρτερ(ε)·οισθε
3rdπροσκαρτεροιεν, προσκαρτεροισανπροσ·καρτερ(ε)·οιεν, προσ·καρτερ(ε)·οισαν altπροσκαρτεροιντοπροσ·καρτερ(ε)·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndπροσκαρτερειπροσ·καρτερ(ε)·επροσκαρτερουπροσ·καρτερ(ε)·ου
3rdπροσκαρτερειτωπροσ·καρτερ(ε)·ετωπροσκαρτερεισθωπροσ·καρτερ(ε)·εσθω
Pl1st
2ndπροσκαρτερειτε[GNT]προσ·καρτερ(ε)·ετεπροσκαρτερεισθεπροσ·καρτερ(ε)·εσθε
3rdπροσκαρτερειτωσαν, προσκαρτερουντων[GNT]προσ·καρτερ(ε)·ετωσαν, προσ·καρτερ(ε)·οντων classicalπροσκαρτερεισθωσαν, προσκαρτερεισθωνπροσ·καρτερ(ε)·εσθωσαν, προσ·καρτερ(ε)·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
προσκαρτερειν​προσ·καρτερ(ε)·ειν​προσκαρτερεισθαι​προσ·καρτερ(ε)·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκαρτερουσαπροσκαρτερουνπροσ·καρτερ(ε)·ουσ·απροσ·καρτερ(ε)·ο[υ]ν[τ]
Nomπροσκαρτερων[GNT]προσ·καρτερ(ε)·ο[υ]ν[τ]·^
Accπροσκαρτερουσανπροσκαρτερουνταπροσ·καρτερ(ε)·ουσ·ανπροσ·καρτερ(ε)·ο[υ]ντ·α
Datπροσκαρτερουσῃπροσκαρτερουντιπροσ·καρτερ(ε)·ουσ·ῃπροσ·καρτερ(ε)·ο[υ]ντ·ι
Genπροσκαρτερουσηςπροσκαρτερουντοςπροσ·καρτερ(ε)·ουσ·ηςπροσ·καρτερ(ε)·ο[υ]ντ·ος
PlVocπροσκαρτερουσαιπροσκαρτερουντες[GNT]προσκαρτερουνταπροσ·καρτερ(ε)·ουσ·αιπροσ·καρτερ(ε)·ο[υ]ντ·εςπροσ·καρτερ(ε)·ο[υ]ντ·α
Nom
Accπροσκαρτερουσαςπροσκαρτερουνταςπροσ·καρτερ(ε)·ουσ·αςπροσ·καρτερ(ε)·ο[υ]ντ·ας
Datπροσκαρτερουσαιςπροσκαρτερουσι, προσκαρτερουσινπροσ·καρτερ(ε)·ουσ·αιςπροσ·καρτερ(ε)·ου[ντ]·σι(ν)
Genπροσκαρτερουσωνπροσκαρτερουντων[GNT]προσ·καρτερ(ε)·ουσ·ωνπροσ·καρτερ(ε)·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκαρτερουμενηπροσκαρτερουμενεπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ηπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ε
Nomπροσκαρτερουμενοςπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ος
Accπροσκαρτερουμενηνπροσκαρτερουμενονπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ηνπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ον
Datπροσκαρτερουμενῃπροσκαρτερουμενῳπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ῃπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ῳ
Genπροσκαρτερουμενηςπροσκαρτερουμενουπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ηςπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ου
PlVocπροσκαρτερουμεναιπροσκαρτερουμενοιπροσκαρτερουμεναπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·αιπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·οιπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·α
Nom
Accπροσκαρτερουμεναςπροσκαρτερουμενουςπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·αςπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ους
Datπροσκαρτερουμεναιςπροσκαρτερουμενοιςπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·αιςπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·οις
Genπροσκαρτερουμενωνπροσκαρτερουμενωνπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ωνπροσ·καρτερ(ε)·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσεκαρτερουν[LXX]προσ·ε·καρτερ(ε)·ονπροσεκαρτερουμηνπροσ·ε·καρτερ(ε)·ομην
2ndπροσεκαρτερειςπροσ·ε·καρτερ(ε)·εςπροσεκαρτερουπροσ·ε·καρτερ(ε)·ου
3rdπροσεκαρτερειπροσ·ε·καρτερ(ε)·επροσεκαρτερειτοπροσ·ε·καρτερ(ε)·ετο
Pl1stπροσεκαρτερουμενπροσ·ε·καρτερ(ε)·ομενπροσεκαρτερουμεθαπροσ·ε·καρτερ(ε)·ομεθα
2ndπροσεκαρτερειτεπροσ·ε·καρτερ(ε)·ετεπροσεκαρτερεισθεπροσ·ε·καρτερ(ε)·εσθε
3rdπροσεκαρτερουν[LXX], προσεκαρτερουσανπροσ·ε·καρτερ(ε)·ον, προσ·ε·καρτερ(ε)·οσαν altπροσεκαρτερουντοπροσ·ε·καρτερ(ε)·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκαρτερησωπροσ·καρτερη·σωπροσκαρτερησομαιπροσ·καρτερη·σομαι
2ndπροσκαρτερησειςπροσ·καρτερη·σειςπροσκαρτερησῃ, προσκαρτερησει[GNT], προσκαρτερησεσαιπροσ·καρτερη·σῃ, προσ·καρτερη·σει classical, προσ·καρτερη·σεσαι alt
3rdπροσκαρτερησει[GNT]προσ·καρτερη·σειπροσκαρτερησεταιπροσ·καρτερη·σεται
Pl1stπροσκαρτερησομεν[GNT]προσ·καρτερη·σομενπροσκαρτερησομεθαπροσ·καρτερη·σομεθα
2ndπροσκαρτερησετεπροσ·καρτερη·σετεπροσκαρτερησεσθεπροσ·καρτερη·σεσθε
3rdπροσκαρτερησουσιν, προσκαρτερησουσιπροσ·καρτερη·σουσι(ν)προσκαρτερησονταιπροσ·καρτερη·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκαρτερησοιμιπροσ·καρτερη·σοιμιπροσκαρτερησοιμηνπροσ·καρτερη·σοιμην
2ndπροσκαρτερησοιςπροσ·καρτερη·σοιςπροσκαρτερησοιοπροσ·καρτερη·σοιο
3rdπροσκαρτερησοιπροσ·καρτερη·σοιπροσκαρτερησοιτοπροσ·καρτερη·σοιτο
Pl1stπροσκαρτερησοιμενπροσ·καρτερη·σοιμενπροσκαρτερησοιμεθαπροσ·καρτερη·σοιμεθα
2ndπροσκαρτερησοιτεπροσ·καρτερη·σοιτεπροσκαρτερησοισθεπροσ·καρτερη·σοισθε
3rdπροσκαρτερησοιενπροσ·καρτερη·σοιενπροσκαρτερησοιντοπροσ·καρτερη·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
προσκαρτερησειν​προσ·καρτερη·σειν​προσκαρτερησεσθαι​προσ·καρτερη·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκαρτερησουσαπροσκαρτερησονπροσ·καρτερη·σουσ·απροσ·καρτερη·σο[υ]ν[τ]
Nomπροσκαρτερησωνπροσ·καρτερη·σο[υ]ν[τ]·^
Accπροσκαρτερησουσανπροσκαρτερησονταπροσ·καρτερη·σουσ·ανπροσ·καρτερη·σο[υ]ντ·α
Datπροσκαρτερησουσῃπροσκαρτερησοντιπροσ·καρτερη·σουσ·ῃπροσ·καρτερη·σο[υ]ντ·ι
Genπροσκαρτερησουσηςπροσκαρτερησοντοςπροσ·καρτερη·σουσ·ηςπροσ·καρτερη·σο[υ]ντ·ος
PlVocπροσκαρτερησουσαιπροσκαρτερησοντεςπροσκαρτερησονταπροσ·καρτερη·σουσ·αιπροσ·καρτερη·σο[υ]ντ·εςπροσ·καρτερη·σο[υ]ντ·α
Nom
Accπροσκαρτερησουσαςπροσκαρτερησονταςπροσ·καρτερη·σουσ·αςπροσ·καρτερη·σο[υ]ντ·ας
Datπροσκαρτερησουσαιςπροσκαρτερησουσι, προσκαρτερησουσινπροσ·καρτερη·σουσ·αιςπροσ·καρτερη·σου[ντ]·σι(ν)
Genπροσκαρτερησουσωνπροσκαρτερησοντωνπροσ·καρτερη·σουσ·ωνπροσ·καρτερη·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκαρτερησομενηπροσκαρτερησομενεπροσ·καρτερη·σομεν·ηπροσ·καρτερη·σομεν·ε
Nomπροσκαρτερησομενοςπροσ·καρτερη·σομεν·ος
Accπροσκαρτερησομενηνπροσκαρτερησομενονπροσ·καρτερη·σομεν·ηνπροσ·καρτερη·σομεν·ον
Datπροσκαρτερησομενῃπροσκαρτερησομενῳπροσ·καρτερη·σομεν·ῃπροσ·καρτερη·σομεν·ῳ
Genπροσκαρτερησομενηςπροσκαρτερησομενουπροσ·καρτερη·σομεν·ηςπροσ·καρτερη·σομεν·ου
PlVocπροσκαρτερησομεναιπροσκαρτερησομενοιπροσκαρτερησομεναπροσ·καρτερη·σομεν·αιπροσ·καρτερη·σομεν·οιπροσ·καρτερη·σομεν·α
Nom
Accπροσκαρτερησομεναςπροσκαρτερησομενουςπροσ·καρτερη·σομεν·αςπροσ·καρτερη·σομεν·ους
Datπροσκαρτερησομεναιςπροσκαρτερησομενοιςπροσ·καρτερη·σομεν·αιςπροσ·καρτερη·σομεν·οις
Genπροσκαρτερησομενωνπροσκαρτερησομενωνπροσ·καρτερη·σομεν·ωνπροσ·καρτερη·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσεκαρτερησαπροσ·ε·καρτερη·σαπροσεκαρτερησαμηνπροσ·ε·καρτερη·σαμην
2ndπροσεκαρτερησαςπροσ·ε·καρτερη·σαςπροσεκαρτερησωπροσ·ε·καρτερη·σω
3rdπροσεκαρτερησεν, προσεκαρτερησεπροσ·ε·καρτερη·σε(ν)προσεκαρτερησατοπροσ·ε·καρτερη·σατο
Pl1stπροσεκαρτερησαμενπροσ·ε·καρτερη·σαμενπροσεκαρτερησαμεθαπροσ·ε·καρτερη·σαμεθα
2ndπροσεκαρτερησατεπροσ·ε·καρτερη·σατεπροσεκαρτερησασθεπροσ·ε·καρτερη·σασθε
3rdπροσεκαρτερησανπροσ·ε·καρτερη·σανπροσεκαρτερησαντοπροσ·ε·καρτερη·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκαρτερησωπροσ·καρτερη·σωπροσκαρτερησωμαιπροσ·καρτερη·σωμαι
2ndπροσκαρτερησῃςπροσ·καρτερη·σῃςπροσκαρτερησῃπροσ·καρτερη·σῃ
3rdπροσκαρτερησῃπροσ·καρτερη·σῃπροσκαρτερησηταιπροσ·καρτερη·σηται
Pl1stπροσκαρτερησωμενπροσ·καρτερη·σωμενπροσκαρτερησωμεθαπροσ·καρτερη·σωμεθα
2ndπροσκαρτερησητεπροσ·καρτερη·σητεπροσκαρτερησησθεπροσ·καρτερη·σησθε
3rdπροσκαρτερησωσιν, προσκαρτερησωσιπροσ·καρτερη·σωσι(ν)προσκαρτερησωνταιπροσ·καρτερη·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκαρτερησαιμιπροσ·καρτερη·σαιμιπροσκαρτερησαιμηνπροσ·καρτερη·σαιμην
2ndπροσκαρτερησαις, προσκαρτερησειαςπροσ·καρτερη·σαις, προσ·καρτερη·σειας classicalπροσκαρτερησαιοπροσ·καρτερη·σαιο
3rdπροσκαρτερησαι, προσκαρτερησειεπροσ·καρτερη·σαι, προσ·καρτερη·σειε classicalπροσκαρτερησαιτοπροσ·καρτερη·σαιτο
Pl1stπροσκαρτερησαιμενπροσ·καρτερη·σαιμενπροσκαρτερησαιμεθαπροσ·καρτερη·σαιμεθα
2ndπροσκαρτερησαιτεπροσ·καρτερη·σαιτεπροσκαρτερησαισθεπροσ·καρτερη·σαισθε
3rdπροσκαρτερησαιεν, προσκαρτερησαισαν, προσκαρτερησειαν, προσκαρτερησειενπροσ·καρτερη·σαιεν, προσ·καρτερη·σαισαν alt, προσ·καρτερη·σειαν classical, προσ·καρτερη·σειεν classicalπροσκαρτερησαιντοπροσ·καρτερη·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndπροσκαρτερησονπροσ·καρτερη·σονπροσκαρτερησαιπροσ·καρτερη·σαι
3rdπροσκαρτερησατωπροσ·καρτερη·σατωπροσκαρτερησασθωπροσ·καρτερη·σασθω
Pl1st
2ndπροσκαρτερησατεπροσ·καρτερη·σατεπροσκαρτερησασθεπροσ·καρτερη·σασθε
3rdπροσκαρτερησατωσαν, προσκαρτερησαντωνπροσ·καρτερη·σατωσαν, προσ·καρτερη·σαντων classicalπροσκαρτερησασθωσαν, προσκαρτερησασθωνπροσ·καρτερη·σασθωσαν, προσ·καρτερη·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
προσκαρτερησαι​προσ·καρτερη·σαι​προσκαρτερησασθαι​προσ·καρτερη·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκαρτερησασαπροσκαρτερησαςπροσκαρτερησανπροσ·καρτερη·σασ·απροσ·καρτερη·σα[ντ]·ςπροσ·καρτερη·σαν[τ]
Nom
Accπροσκαρτερησασανπροσκαρτερησανταπροσ·καρτερη·σασ·ανπροσ·καρτερη·σαντ·α
Datπροσκαρτερησασῃπροσκαρτερησαντιπροσ·καρτερη·σασ·ῃπροσ·καρτερη·σαντ·ι
Genπροσκαρτερησασηςπροσκαρτερησαντοςπροσ·καρτερη·σασ·ηςπροσ·καρτερη·σαντ·ος
PlVocπροσκαρτερησασαιπροσκαρτερησαντες[LXX]προσκαρτερησανταπροσ·καρτερη·σασ·αιπροσ·καρτερη·σαντ·εςπροσ·καρτερη·σαντ·α
Nom
Accπροσκαρτερησασαςπροσκαρτερησανταςπροσ·καρτερη·σασ·αςπροσ·καρτερη·σαντ·ας
Datπροσκαρτερησασαιςπροσκαρτερησασι, προσκαρτερησασινπροσ·καρτερη·σασ·αιςπροσ·καρτερη·σα[ντ]·σι(ν)
Genπροσκαρτερησασωνπροσκαρτερησαντωνπροσ·καρτερη·σασ·ωνπροσ·καρτερη·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκαρτερησαμενηπροσκαρτερησαμενεπροσ·καρτερη·σαμεν·ηπροσ·καρτερη·σαμεν·ε
Nomπροσκαρτερησαμενοςπροσ·καρτερη·σαμεν·ος
Accπροσκαρτερησαμενηνπροσκαρτερησαμενονπροσ·καρτερη·σαμεν·ηνπροσ·καρτερη·σαμεν·ον
Datπροσκαρτερησαμενῃπροσκαρτερησαμενῳπροσ·καρτερη·σαμεν·ῃπροσ·καρτερη·σαμεν·ῳ
Genπροσκαρτερησαμενηςπροσκαρτερησαμενουπροσ·καρτερη·σαμεν·ηςπροσ·καρτερη·σαμεν·ου
PlVocπροσκαρτερησαμεναιπροσκαρτερησαμενοιπροσκαρτερησαμεναπροσ·καρτερη·σαμεν·αιπροσ·καρτερη·σαμεν·οιπροσ·καρτερη·σαμεν·α
Nom
Accπροσκαρτερησαμεναςπροσκαρτερησαμενουςπροσ·καρτερη·σαμεν·αςπροσ·καρτερη·σαμεν·ους
Datπροσκαρτερησαμεναιςπροσκαρτερησαμενοιςπροσ·καρτερη·σαμεν·αιςπροσ·καρτερη·σαμεν·οις
Genπροσκαρτερησαμενωνπροσκαρτερησαμενωνπροσ·καρτερη·σαμεν·ωνπροσ·καρτερη·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Monday, 18-Mar-2024 22:47:47 EDT