πολυτιμοτερος • POLUTIMOTEROS • polutimoteros

πολυ·τιμό·τερος -α -ον (Comp. of πολύ·τιμος)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπολυτιμοτεραπολυτιμοτερεπολυτιμοτερ·απολυτιμοτερ·ε
Nomπολυτιμοτεροςπολυτιμοτερ·ος
Accπολυτιμοτερανπολυτιμοτερον[GNT]πολυτιμοτερ·ανπολυτιμοτερ·ον
Datπολυτιμοτερᾳπολυτιμοτερῳπολυτιμοτερ·ᾳπολυτιμοτερ·ῳ
Genπολυτιμοτεραςπολυτιμοτερουπολυτιμοτερ·αςπολυτιμοτερ·ου
PlVocπολυτιμοτεραιπολυτιμοτεροιπολυτιμοτεραπολυτιμοτερ·αιπολυτιμοτερ·οιπολυτιμοτερ·α
Nom
Accπολυτιμοτεραςπολυτιμοτερουςπολυτιμοτερ·αςπολυτιμοτερ·ους
Datπολυτιμοτεραιςπολυτιμοτεροιςπολυτιμοτερ·αιςπολυτιμοτερ·οις
Genπολυτιμοτερωνπολυτιμοτερ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 19-Apr-2024 01:23:49 EDT