πλουσιωτερος • PLOUSIWTEROS • plousiōteros

Search: πλουσιωτερῳ

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
πλουσιωτερῳ; πλουσιωτερῳπλουσιώτεροςπλουσιωτερ·ῳ; πλουσιωτερ·ῳneu dat sg; mas dat sg

πλουσιώ·τερος -α -ον [LXX] (Comp. of πλούσιος)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπλουσιωτεραπλουσιωτερεπλουσιωτερ·απλουσιωτερ·ε
Nomπλουσιωτεροςπλουσιωτερ·ος
Accπλουσιωτερανπλουσιωτερον[LXX]πλουσιωτερ·ανπλουσιωτερ·ον
Datπλουσιωτερᾳπλουσιωτερῳ[LXX]πλουσιωτερ·ᾳπλουσιωτερ·ῳ
Genπλουσιωτεραςπλουσιωτερουπλουσιωτερ·αςπλουσιωτερ·ου
PlVocπλουσιωτεραιπλουσιωτεροιπλουσιωτεραπλουσιωτερ·αιπλουσιωτερ·οιπλουσιωτερ·α
Nom
Accπλουσιωτεραςπλουσιωτερουςπλουσιωτερ·αςπλουσιωτερ·ους
Datπλουσιωτεραιςπλουσιωτεροιςπλουσιωτερ·αιςπλουσιωτερ·οις
Genπλουσιωτερωνπλουσιωτερ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 15:39:56 EDT