μοσχοποιεω • MOSCOPOIEW MOSXOPOIEW • moschopoieō

μοσχο·ποιέω (-, -, μοσχοποιη·σ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεμοσχοποιησαε·μοσχοποιη·σαεμοσχοποιησαμηνε·μοσχοποιη·σαμην
2ndεμοσχοποιησαςε·μοσχοποιη·σαςεμοσχοποιησωε·μοσχοποιη·σω
3rdεμοσχοποιησεν, εμοσχοποιησεε·μοσχοποιη·σε(ν)εμοσχοποιησατοε·μοσχοποιη·σατο
Pl1stεμοσχοποιησαμενε·μοσχοποιη·σαμενεμοσχοποιησαμεθαε·μοσχοποιη·σαμεθα
2ndεμοσχοποιησατεε·μοσχοποιη·σατεεμοσχοποιησασθεε·μοσχοποιη·σασθε
3rdεμοσχοποιησαν[GNT]ε·μοσχοποιη·σανεμοσχοποιησαντοε·μοσχοποιη·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμοσχοποιησωμοσχοποιη·σωμοσχοποιησωμαιμοσχοποιη·σωμαι
2ndμοσχοποιησῃςμοσχοποιη·σῃςμοσχοποιησῃμοσχοποιη·σῃ
3rdμοσχοποιησῃμοσχοποιη·σῃμοσχοποιησηταιμοσχοποιη·σηται
Pl1stμοσχοποιησωμενμοσχοποιη·σωμενμοσχοποιησωμεθαμοσχοποιη·σωμεθα
2ndμοσχοποιησητεμοσχοποιη·σητεμοσχοποιησησθεμοσχοποιη·σησθε
3rdμοσχοποιησωσιν, μοσχοποιησωσιμοσχοποιη·σωσι(ν)μοσχοποιησωνταιμοσχοποιη·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμοσχοποιησαιμιμοσχοποιη·σαιμιμοσχοποιησαιμηνμοσχοποιη·σαιμην
2ndμοσχοποιησαις, μοσχοποιησειαςμοσχοποιη·σαις, μοσχοποιη·σειας classicalμοσχοποιησαιομοσχοποιη·σαιο
3rdμοσχοποιησαι, μοσχοποιησειεμοσχοποιη·σαι, μοσχοποιη·σειε classicalμοσχοποιησαιτομοσχοποιη·σαιτο
Pl1stμοσχοποιησαιμενμοσχοποιη·σαιμενμοσχοποιησαιμεθαμοσχοποιη·σαιμεθα
2ndμοσχοποιησαιτεμοσχοποιη·σαιτεμοσχοποιησαισθεμοσχοποιη·σαισθε
3rdμοσχοποιησαιεν, μοσχοποιησαισαν, μοσχοποιησειαν, μοσχοποιησειενμοσχοποιη·σαιεν, μοσχοποιη·σαισαν alt, μοσχοποιη·σειαν classical, μοσχοποιη·σειεν classicalμοσχοποιησαιντομοσχοποιη·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμοσχοποιησονμοσχοποιη·σονμοσχοποιησαιμοσχοποιη·σαι
3rdμοσχοποιησατωμοσχοποιη·σατωμοσχοποιησασθωμοσχοποιη·σασθω
Pl1st
2ndμοσχοποιησατεμοσχοποιη·σατεμοσχοποιησασθεμοσχοποιη·σασθε
3rdμοσχοποιησατωσαν, μοσχοποιησαντωνμοσχοποιη·σατωσαν, μοσχοποιη·σαντων classicalμοσχοποιησασθωσαν, μοσχοποιησασθωνμοσχοποιη·σασθωσαν, μοσχοποιη·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μοσχοποιησαι​μοσχοποιη·σαι​μοσχοποιησασθαι​μοσχοποιη·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμοσχοποιησασαμοσχοποιησαςμοσχοποιησανμοσχοποιη·σασ·αμοσχοποιη·σα[ντ]·ςμοσχοποιη·σαν[τ]
Nom
Accμοσχοποιησασανμοσχοποιησανταμοσχοποιη·σασ·ανμοσχοποιη·σαντ·α
Datμοσχοποιησασῃμοσχοποιησαντιμοσχοποιη·σασ·ῃμοσχοποιη·σαντ·ι
Genμοσχοποιησασηςμοσχοποιησαντοςμοσχοποιη·σασ·ηςμοσχοποιη·σαντ·ος
PlVocμοσχοποιησασαιμοσχοποιησαντεςμοσχοποιησανταμοσχοποιη·σασ·αιμοσχοποιη·σαντ·εςμοσχοποιη·σαντ·α
Nom
Accμοσχοποιησασαςμοσχοποιησανταςμοσχοποιη·σασ·αςμοσχοποιη·σαντ·ας
Datμοσχοποιησασαιςμοσχοποιησασι, μοσχοποιησασινμοσχοποιη·σασ·αιςμοσχοποιη·σα[ντ]·σι(ν)
Genμοσχοποιησασωνμοσχοποιησαντωνμοσχοποιη·σασ·ωνμοσχοποιη·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμοσχοποιησαμενημοσχοποιησαμενεμοσχοποιη·σαμεν·ημοσχοποιη·σαμεν·ε
Nomμοσχοποιησαμενοςμοσχοποιη·σαμεν·ος
Accμοσχοποιησαμενηνμοσχοποιησαμενονμοσχοποιη·σαμεν·ηνμοσχοποιη·σαμεν·ον
Datμοσχοποιησαμενῃμοσχοποιησαμενῳμοσχοποιη·σαμεν·ῃμοσχοποιη·σαμεν·ῳ
Genμοσχοποιησαμενηςμοσχοποιησαμενουμοσχοποιη·σαμεν·ηςμοσχοποιη·σαμεν·ου
PlVocμοσχοποιησαμεναιμοσχοποιησαμενοιμοσχοποιησαμεναμοσχοποιη·σαμεν·αιμοσχοποιη·σαμεν·οιμοσχοποιη·σαμεν·α
Nom
Accμοσχοποιησαμεναςμοσχοποιησαμενουςμοσχοποιη·σαμεν·αςμοσχοποιη·σαμεν·ους
Datμοσχοποιησαμεναιςμοσχοποιησαμενοιςμοσχοποιη·σαμεν·αιςμοσχοποιη·σαμεν·οις
Genμοσχοποιησαμενωνμοσχοποιησαμενωνμοσχοποιη·σαμεν·ωνμοσχοποιη·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 16-Apr-2024 07:08:31 EDT