μετασχηματιζω • METASCHMATIZW METASXHMATIZW • metaschēmatizō

Search: μετεσχηματισα

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
μετεσχηματισαμετασχηματίζωμετα·ε·σχηματι·σα1aor act ind 1st sg

μετα·σχηματίζω (μετα+σχηματιζ-, μετα+σχηματι·σ-, μετα+σχηματι·σ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετασχηματιζωμετα·σχηματιζ·ωμετασχηματιζομαιμετα·σχηματιζ·ομαι
2ndμετασχηματιζειςμετα·σχηματιζ·ειςμετασχηματιζῃ, μετασχηματιζει, μετασχηματιζεσαιμετα·σχηματιζ·ῃ, μετα·σχηματιζ·ει classical, μετα·σχηματιζ·εσαι alt
3rdμετασχηματιζειμετα·σχηματιζ·ειμετασχηματιζεται[GNT]μετα·σχηματιζ·εται
Pl1stμετασχηματιζομενμετα·σχηματιζ·ομενμετασχηματιζομεθαμετα·σχηματιζ·ομεθα
2ndμετασχηματιζετεμετα·σχηματιζ·ετεμετασχηματιζεσθεμετα·σχηματιζ·εσθε
3rdμετασχηματιζουσιν, μετασχηματιζουσιμετα·σχηματιζ·ουσι(ν)μετασχηματιζονται[GNT]μετα·σχηματιζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετασχηματιζωμετα·σχηματιζ·ωμετασχηματιζωμαιμετα·σχηματιζ·ωμαι
2ndμετασχηματιζῃςμετα·σχηματιζ·ῃςμετασχηματιζῃμετα·σχηματιζ·ῃ
3rdμετασχηματιζῃμετα·σχηματιζ·ῃμετασχηματιζηταιμετα·σχηματιζ·ηται
Pl1stμετασχηματιζωμενμετα·σχηματιζ·ωμενμετασχηματιζωμεθαμετα·σχηματιζ·ωμεθα
2ndμετασχηματιζητεμετα·σχηματιζ·ητεμετασχηματιζησθεμετα·σχηματιζ·ησθε
3rdμετασχηματιζωσιν, μετασχηματιζωσιμετα·σχηματιζ·ωσι(ν)μετασχηματιζωνταιμετα·σχηματιζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετασχηματιζοιμιμετα·σχηματιζ·οιμιμετασχηματιζοιμηνμετα·σχηματιζ·οιμην
2ndμετασχηματιζοιςμετα·σχηματιζ·οιςμετασχηματιζοιομετα·σχηματιζ·οιο
3rdμετασχηματιζοιμετα·σχηματιζ·οιμετασχηματιζοιτομετα·σχηματιζ·οιτο
Pl1stμετασχηματιζοιμενμετα·σχηματιζ·οιμενμετασχηματιζοιμεθαμετα·σχηματιζ·οιμεθα
2ndμετασχηματιζοιτεμετα·σχηματιζ·οιτεμετασχηματιζοισθεμετα·σχηματιζ·οισθε
3rdμετασχηματιζοιεν, μετασχηματιζοισανμετα·σχηματιζ·οιεν, μετα·σχηματιζ·οισαν altμετασχηματιζοιντομετα·σχηματιζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμετασχηματιζεμετα·σχηματιζ·εμετασχηματιζουμετα·σχηματιζ·ου
3rdμετασχηματιζετωμετα·σχηματιζ·ετωμετασχηματιζεσθωμετα·σχηματιζ·εσθω
Pl1st
2ndμετασχηματιζετεμετα·σχηματιζ·ετεμετασχηματιζεσθεμετα·σχηματιζ·εσθε
3rdμετασχηματιζετωσαν, μετασχηματιζοντωνμετα·σχηματιζ·ετωσαν, μετα·σχηματιζ·οντων classicalμετασχηματιζεσθωσαν, μετασχηματιζεσθωνμετα·σχηματιζ·εσθωσαν, μετα·σχηματιζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μετασχηματιζειν​μετα·σχηματιζ·ειν​μετασχηματιζεσθαι​μετα·σχηματιζ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμετασχηματιζουσαμετασχηματιζονμετα·σχηματιζ·ουσ·αμετα·σχηματιζ·ο[υ]ν[τ]
Nomμετασχηματιζωνμετα·σχηματιζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accμετασχηματιζουσανμετασχηματιζονταμετα·σχηματιζ·ουσ·ανμετα·σχηματιζ·ο[υ]ντ·α
Datμετασχηματιζουσῃμετασχηματιζοντιμετα·σχηματιζ·ουσ·ῃμετα·σχηματιζ·ο[υ]ντ·ι
Genμετασχηματιζουσηςμετασχηματιζοντοςμετα·σχηματιζ·ουσ·ηςμετα·σχηματιζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocμετασχηματιζουσαιμετασχηματιζοντεςμετασχηματιζονταμετα·σχηματιζ·ουσ·αιμετα·σχηματιζ·ο[υ]ντ·εςμετα·σχηματιζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accμετασχηματιζουσαςμετασχηματιζονταςμετα·σχηματιζ·ουσ·αςμετα·σχηματιζ·ο[υ]ντ·ας
Datμετασχηματιζουσαιςμετασχηματιζουσι, μετασχηματιζουσινμετα·σχηματιζ·ουσ·αιςμετα·σχηματιζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genμετασχηματιζουσωνμετασχηματιζοντωνμετα·σχηματιζ·ουσ·ωνμετα·σχηματιζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμετασχηματιζομενημετασχηματιζομενεμετα·σχηματιζ·ομεν·ημετα·σχηματιζ·ομεν·ε
Nomμετασχηματιζομενος[LXX]μετα·σχηματιζ·ομεν·ος
Accμετασχηματιζομενηνμετασχηματιζομενονμετα·σχηματιζ·ομεν·ηνμετα·σχηματιζ·ομεν·ον
Datμετασχηματιζομενῃμετασχηματιζομενῳμετα·σχηματιζ·ομεν·ῃμετα·σχηματιζ·ομεν·ῳ
Genμετασχηματιζομενηςμετασχηματιζομενουμετα·σχηματιζ·ομεν·ηςμετα·σχηματιζ·ομεν·ου
PlVocμετασχηματιζομεναιμετασχηματιζομενοι[GNT]μετασχηματιζομεναμετα·σχηματιζ·ομεν·αιμετα·σχηματιζ·ομεν·οιμετα·σχηματιζ·ομεν·α
Nom
Accμετασχηματιζομεναςμετασχηματιζομενουςμετα·σχηματιζ·ομεν·αςμετα·σχηματιζ·ομεν·ους
Datμετασχηματιζομεναιςμετασχηματιζομενοιςμετα·σχηματιζ·ομεν·αιςμετα·σχηματιζ·ομεν·οις
Genμετασχηματιζομενωνμετασχηματιζομενωνμετα·σχηματιζ·ομεν·ωνμετα·σχηματιζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετεσχηματιζονμετα·ε·σχηματιζ·ονμετεσχηματιζομηνμετα·ε·σχηματιζ·ομην
2ndμετεσχηματιζεςμετα·ε·σχηματιζ·εςμετεσχηματιζουμετα·ε·σχηματιζ·ου
3rdμετεσχηματιζεν, μετεσχηματιζεμετα·ε·σχηματιζ·ε(ν)μετεσχηματιζετομετα·ε·σχηματιζ·ετο
Pl1stμετεσχηματιζομενμετα·ε·σχηματιζ·ομενμετεσχηματιζομεθαμετα·ε·σχηματιζ·ομεθα
2ndμετεσχηματιζετεμετα·ε·σχηματιζ·ετεμετεσχηματιζεσθεμετα·ε·σχηματιζ·εσθε
3rdμετεσχηματιζον, μετεσχηματιζοσανμετα·ε·σχηματιζ·ον, μετα·ε·σχηματιζ·οσαν altμετεσχηματιζοντομετα·ε·σχηματιζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετασχηματισωμετα·σχηματι·σωμετασχηματισομαιμετα·σχηματι·σομαι
2ndμετασχηματισειςμετα·σχηματι·σειςμετασχηματισῃ, μετασχηματισει[GNT], μετασχηματισεσαιμετα·σχηματι·σῃ, μετα·σχηματι·σει classical, μετα·σχηματι·σεσαι alt
3rdμετασχηματισει[GNT]μετα·σχηματι·σειμετασχηματισεταιμετα·σχηματι·σεται
Pl1stμετασχηματισομενμετα·σχηματι·σομενμετασχηματισομεθαμετα·σχηματι·σομεθα
2ndμετασχηματισετεμετα·σχηματι·σετεμετασχηματισεσθεμετα·σχηματι·σεσθε
3rdμετασχηματισουσιν, μετασχηματισουσιμετα·σχηματι·σουσι(ν)μετασχηματισονταιμετα·σχηματι·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετασχηματισοιμιμετα·σχηματι·σοιμιμετασχηματισοιμηνμετα·σχηματι·σοιμην
2ndμετασχηματισοιςμετα·σχηματι·σοιςμετασχηματισοιομετα·σχηματι·σοιο
3rdμετασχηματισοιμετα·σχηματι·σοιμετασχηματισοιτομετα·σχηματι·σοιτο
Pl1stμετασχηματισοιμενμετα·σχηματι·σοιμενμετασχηματισοιμεθαμετα·σχηματι·σοιμεθα
2ndμετασχηματισοιτεμετα·σχηματι·σοιτεμετασχηματισοισθεμετα·σχηματι·σοισθε
3rdμετασχηματισοιενμετα·σχηματι·σοιενμετασχηματισοιντομετα·σχηματι·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μετασχηματισειν​μετα·σχηματι·σειν​μετασχηματισεσθαι​μετα·σχηματι·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμετασχηματισουσαμετασχηματισονμετα·σχηματι·σουσ·αμετα·σχηματι·σο[υ]ν[τ]
Nomμετασχηματισωνμετα·σχηματι·σο[υ]ν[τ]·^
Accμετασχηματισουσανμετασχηματισονταμετα·σχηματι·σουσ·ανμετα·σχηματι·σο[υ]ντ·α
Datμετασχηματισουσῃμετασχηματισοντιμετα·σχηματι·σουσ·ῃμετα·σχηματι·σο[υ]ντ·ι
Genμετασχηματισουσηςμετασχηματισοντοςμετα·σχηματι·σουσ·ηςμετα·σχηματι·σο[υ]ντ·ος
PlVocμετασχηματισουσαιμετασχηματισοντεςμετασχηματισονταμετα·σχηματι·σουσ·αιμετα·σχηματι·σο[υ]ντ·εςμετα·σχηματι·σο[υ]ντ·α
Nom
Accμετασχηματισουσαςμετασχηματισονταςμετα·σχηματι·σουσ·αςμετα·σχηματι·σο[υ]ντ·ας
Datμετασχηματισουσαιςμετασχηματισουσι, μετασχηματισουσινμετα·σχηματι·σουσ·αιςμετα·σχηματι·σου[ντ]·σι(ν)
Genμετασχηματισουσωνμετασχηματισοντωνμετα·σχηματι·σουσ·ωνμετα·σχηματι·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμετασχηματισομενημετασχηματισομενεμετα·σχηματι·σομεν·ημετα·σχηματι·σομεν·ε
Nomμετασχηματισομενοςμετα·σχηματι·σομεν·ος
Accμετασχηματισομενηνμετασχηματισομενονμετα·σχηματι·σομεν·ηνμετα·σχηματι·σομεν·ον
Datμετασχηματισομενῃμετασχηματισομενῳμετα·σχηματι·σομεν·ῃμετα·σχηματι·σομεν·ῳ
Genμετασχηματισομενηςμετασχηματισομενουμετα·σχηματι·σομεν·ηςμετα·σχηματι·σομεν·ου
PlVocμετασχηματισομεναιμετασχηματισομενοιμετασχηματισομεναμετα·σχηματι·σομεν·αιμετα·σχηματι·σομεν·οιμετα·σχηματι·σομεν·α
Nom
Accμετασχηματισομεναςμετασχηματισομενουςμετα·σχηματι·σομεν·αςμετα·σχηματι·σομεν·ους
Datμετασχηματισομεναιςμετασχηματισομενοιςμετα·σχηματι·σομεν·αιςμετα·σχηματι·σομεν·οις
Genμετασχηματισομενωνμετασχηματισομενωνμετα·σχηματι·σομεν·ωνμετα·σχηματι·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετεσχηματισα[GNT]μετα·ε·σχηματι·σαμετεσχηματισαμηνμετα·ε·σχηματι·σαμην
2ndμετεσχηματισαςμετα·ε·σχηματι·σαςμετεσχηματισωμετα·ε·σχηματι·σω
3rdμετεσχηματισεν, μετεσχηματισεμετα·ε·σχηματι·σε(ν)μετεσχηματισατομετα·ε·σχηματι·σατο
Pl1stμετεσχηματισαμενμετα·ε·σχηματι·σαμενμετεσχηματισαμεθαμετα·ε·σχηματι·σαμεθα
2ndμετεσχηματισατεμετα·ε·σχηματι·σατεμετεσχηματισασθεμετα·ε·σχηματι·σασθε
3rdμετεσχηματισανμετα·ε·σχηματι·σανμετεσχηματισαντομετα·ε·σχηματι·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετασχηματισωμετα·σχηματι·σωμετασχηματισωμαιμετα·σχηματι·σωμαι
2ndμετασχηματισῃςμετα·σχηματι·σῃςμετασχηματισῃμετα·σχηματι·σῃ
3rdμετασχηματισῃμετα·σχηματι·σῃμετασχηματισηταιμετα·σχηματι·σηται
Pl1stμετασχηματισωμενμετα·σχηματι·σωμενμετασχηματισωμεθαμετα·σχηματι·σωμεθα
2ndμετασχηματισητεμετα·σχηματι·σητεμετασχηματισησθεμετα·σχηματι·σησθε
3rdμετασχηματισωσιν, μετασχηματισωσιμετα·σχηματι·σωσι(ν)μετασχηματισωνταιμετα·σχηματι·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετασχηματισαιμιμετα·σχηματι·σαιμιμετασχηματισαιμηνμετα·σχηματι·σαιμην
2ndμετασχηματισαις, μετασχηματισειαςμετα·σχηματι·σαις, μετα·σχηματι·σειας classicalμετασχηματισαιομετα·σχηματι·σαιο
3rdμετασχηματισαι, μετασχηματισειεμετα·σχηματι·σαι, μετα·σχηματι·σειε classicalμετασχηματισαιτομετα·σχηματι·σαιτο
Pl1stμετασχηματισαιμενμετα·σχηματι·σαιμενμετασχηματισαιμεθαμετα·σχηματι·σαιμεθα
2ndμετασχηματισαιτεμετα·σχηματι·σαιτεμετασχηματισαισθεμετα·σχηματι·σαισθε
3rdμετασχηματισαιεν, μετασχηματισαισαν, μετασχηματισειαν, μετασχηματισειενμετα·σχηματι·σαιεν, μετα·σχηματι·σαισαν alt, μετα·σχηματι·σειαν classical, μετα·σχηματι·σειεν classicalμετασχηματισαιντομετα·σχηματι·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμετασχηματισονμετα·σχηματι·σονμετασχηματισαιμετα·σχηματι·σαι
3rdμετασχηματισατωμετα·σχηματι·σατωμετασχηματισασθωμετα·σχηματι·σασθω
Pl1st
2ndμετασχηματισατεμετα·σχηματι·σατεμετασχηματισασθεμετα·σχηματι·σασθε
3rdμετασχηματισατωσαν, μετασχηματισαντωνμετα·σχηματι·σατωσαν, μετα·σχηματι·σαντων classicalμετασχηματισασθωσαν, μετασχηματισασθωνμετα·σχηματι·σασθωσαν, μετα·σχηματι·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μετασχηματισαι​μετα·σχηματι·σαι​μετασχηματισασθαι​μετα·σχηματι·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμετασχηματισασαμετασχηματισαςμετασχηματισανμετα·σχηματι·σασ·αμετα·σχηματι·σα[ντ]·ςμετα·σχηματι·σαν[τ]
Nom
Accμετασχηματισασανμετασχηματισανταμετα·σχηματι·σασ·ανμετα·σχηματι·σαντ·α
Datμετασχηματισασῃμετασχηματισαντιμετα·σχηματι·σασ·ῃμετα·σχηματι·σαντ·ι
Genμετασχηματισασηςμετασχηματισαντοςμετα·σχηματι·σασ·ηςμετα·σχηματι·σαντ·ος
PlVocμετασχηματισασαιμετασχηματισαντεςμετασχηματισανταμετα·σχηματι·σασ·αιμετα·σχηματι·σαντ·εςμετα·σχηματι·σαντ·α
Nom
Accμετασχηματισασαςμετασχηματισανταςμετα·σχηματι·σασ·αςμετα·σχηματι·σαντ·ας
Datμετασχηματισασαιςμετασχηματισασι, μετασχηματισασινμετα·σχηματι·σασ·αιςμετα·σχηματι·σα[ντ]·σι(ν)
Genμετασχηματισασωνμετασχηματισαντωνμετα·σχηματι·σασ·ωνμετα·σχηματι·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμετασχηματισαμενημετασχηματισαμενεμετα·σχηματι·σαμεν·ημετα·σχηματι·σαμεν·ε
Nomμετασχηματισαμενοςμετα·σχηματι·σαμεν·ος
Accμετασχηματισαμενηνμετασχηματισαμενονμετα·σχηματι·σαμεν·ηνμετα·σχηματι·σαμεν·ον
Datμετασχηματισαμενῃμετασχηματισαμενῳμετα·σχηματι·σαμεν·ῃμετα·σχηματι·σαμεν·ῳ
Genμετασχηματισαμενηςμετασχηματισαμενουμετα·σχηματι·σαμεν·ηςμετα·σχηματι·σαμεν·ου
PlVocμετασχηματισαμεναιμετασχηματισαμενοιμετασχηματισαμεναμετα·σχηματι·σαμεν·αιμετα·σχηματι·σαμεν·οιμετα·σχηματι·σαμεν·α
Nom
Accμετασχηματισαμεναςμετασχηματισαμενουςμετα·σχηματι·σαμεν·αςμετα·σχηματι·σαμεν·ους
Datμετασχηματισαμεναιςμετασχηματισαμενοιςμετα·σχηματι·σαμεν·αιςμετα·σχηματι·σαμεν·οις
Genμετασχηματισαμενωνμετασχηματισαμενωνμετα·σχηματι·σαμεν·ωνμετα·σχηματι·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 19-Apr-2024 00:34:46 EDT