κατασφαζω • KATASFAZW • katasphazō

Search: κατεσφαζον

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
κατεσφαζον; κατεσφαζονκατασφάζωκατα·ε·σφαζ·ον; κατα·ε·σφαζ·ονimpf act ind 1st sg; impf act ind 3rd pl

κατα·σφάζω (κατα+σφαζ-, κατα+σφαξ-, κατα+σφαξ-, -, -, κατα+σφαγ·[θ]-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατασφαζωκατα·σφαζ·ωκατασφαζομαικατα·σφαζ·ομαι
2ndκατασφαζειςκατα·σφαζ·ειςκατασφαζῃ, κατασφαζει, κατασφαζεσαικατα·σφαζ·ῃ, κατα·σφαζ·ει classical, κατα·σφαζ·εσαι alt
3rdκατασφαζεικατα·σφαζ·εικατασφαζεταικατα·σφαζ·εται
Pl1stκατασφαζομενκατα·σφαζ·ομενκατασφαζομεθακατα·σφαζ·ομεθα
2ndκατασφαζετεκατα·σφαζ·ετεκατασφαζεσθεκατα·σφαζ·εσθε
3rdκατασφαζουσιν, κατασφαζουσικατα·σφαζ·ουσι(ν)κατασφαζονταικατα·σφαζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατασφαζωκατα·σφαζ·ωκατασφαζωμαικατα·σφαζ·ωμαι
2ndκατασφαζῃςκατα·σφαζ·ῃςκατασφαζῃκατα·σφαζ·ῃ
3rdκατασφαζῃκατα·σφαζ·ῃκατασφαζηταικατα·σφαζ·ηται
Pl1stκατασφαζωμενκατα·σφαζ·ωμενκατασφαζωμεθακατα·σφαζ·ωμεθα
2ndκατασφαζητεκατα·σφαζ·ητεκατασφαζησθεκατα·σφαζ·ησθε
3rdκατασφαζωσιν, κατασφαζωσικατα·σφαζ·ωσι(ν)κατασφαζωνταικατα·σφαζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατασφαζοιμικατα·σφαζ·οιμικατασφαζοιμηνκατα·σφαζ·οιμην
2ndκατασφαζοιςκατα·σφαζ·οιςκατασφαζοιοκατα·σφαζ·οιο
3rdκατασφαζοικατα·σφαζ·οικατασφαζοιτοκατα·σφαζ·οιτο
Pl1stκατασφαζοιμενκατα·σφαζ·οιμενκατασφαζοιμεθακατα·σφαζ·οιμεθα
2ndκατασφαζοιτεκατα·σφαζ·οιτεκατασφαζοισθεκατα·σφαζ·οισθε
3rdκατασφαζοιεν, κατασφαζοισανκατα·σφαζ·οιεν, κατα·σφαζ·οισαν altκατασφαζοιντοκατα·σφαζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndκατασφαζεκατα·σφαζ·εκατασφαζουκατα·σφαζ·ου
3rdκατασφαζετωκατα·σφαζ·ετωκατασφαζεσθωκατα·σφαζ·εσθω
Pl1st
2ndκατασφαζετεκατα·σφαζ·ετεκατασφαζεσθεκατα·σφαζ·εσθε
3rdκατασφαζετωσαν, κατασφαζοντωνκατα·σφαζ·ετωσαν, κατα·σφαζ·οντων classicalκατασφαζεσθωσαν, κατασφαζεσθωνκατα·σφαζ·εσθωσαν, κατα·σφαζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
κατασφαζειν[LXX]​κατα·σφαζ·εινκατασφαζεσθαι​κατα·σφαζ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατασφαζουσακατασφαζονκατα·σφαζ·ουσ·ακατα·σφαζ·ο[υ]ν[τ]
Nomκατασφαζωνκατα·σφαζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accκατασφαζουσανκατασφαζοντακατα·σφαζ·ουσ·ανκατα·σφαζ·ο[υ]ντ·α
Datκατασφαζουσῃκατασφαζοντικατα·σφαζ·ουσ·ῃκατα·σφαζ·ο[υ]ντ·ι
Genκατασφαζουσηςκατασφαζοντοςκατα·σφαζ·ουσ·ηςκατα·σφαζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocκατασφαζουσαικατασφαζοντεςκατασφαζοντακατα·σφαζ·ουσ·αικατα·σφαζ·ο[υ]ντ·εςκατα·σφαζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accκατασφαζουσαςκατασφαζονταςκατα·σφαζ·ουσ·αςκατα·σφαζ·ο[υ]ντ·ας
Datκατασφαζουσαιςκατασφαζουσι, κατασφαζουσινκατα·σφαζ·ουσ·αιςκατα·σφαζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genκατασφαζουσωνκατασφαζοντωνκατα·σφαζ·ουσ·ωνκατα·σφαζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατασφαζομενηκατασφαζομενεκατα·σφαζ·ομεν·ηκατα·σφαζ·ομεν·ε
Nomκατασφαζομενοςκατα·σφαζ·ομεν·ος
Accκατασφαζομενηνκατασφαζομενονκατα·σφαζ·ομεν·ηνκατα·σφαζ·ομεν·ον
Datκατασφαζομενῃκατασφαζομενῳκατα·σφαζ·ομεν·ῃκατα·σφαζ·ομεν·ῳ
Genκατασφαζομενηςκατασφαζομενουκατα·σφαζ·ομεν·ηςκατα·σφαζ·ομεν·ου
PlVocκατασφαζομεναικατασφαζομενοικατασφαζομενακατα·σφαζ·ομεν·αικατα·σφαζ·ομεν·οικατα·σφαζ·ομεν·α
Nom
Accκατασφαζομεναςκατασφαζομενουςκατα·σφαζ·ομεν·αςκατα·σφαζ·ομεν·ους
Datκατασφαζομεναιςκατασφαζομενοιςκατα·σφαζ·ομεν·αιςκατα·σφαζ·ομεν·οις
Genκατασφαζομενωνκατασφαζομενωνκατα·σφαζ·ομεν·ωνκατα·σφαζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατεσφαζον[LXX]κατα·ε·σφαζ·ονκατεσφαζομηνκατα·ε·σφαζ·ομην
2ndκατεσφαζεςκατα·ε·σφαζ·εςκατεσφαζουκατα·ε·σφαζ·ου
3rdκατεσφαζεν, κατεσφαζεκατα·ε·σφαζ·ε(ν)κατεσφαζετοκατα·ε·σφαζ·ετο
Pl1stκατεσφαζομενκατα·ε·σφαζ·ομενκατεσφαζομεθακατα·ε·σφαζ·ομεθα
2ndκατεσφαζετεκατα·ε·σφαζ·ετεκατεσφαζεσθεκατα·ε·σφαζ·εσθε
3rdκατεσφαζον[LXX], κατεσφαζοσανκατα·ε·σφαζ·ον, κατα·ε·σφαζ·οσαν altκατεσφαζοντοκατα·ε·σφαζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατασφαξωκατα·σφαγ·σωκατασφαξομαικατα·σφαγ·σομαι
2ndκατασφαξειςκατα·σφαγ·σειςκατασφαξῃ, κατασφαξει, κατασφαξεσαικατα·σφαγ·σῃ, κατα·σφαγ·σει classical, κατα·σφαγ·σεσαι alt
3rdκατασφαξεικατα·σφαγ·σεικατασφαξεταικατα·σφαγ·σεται
Pl1stκατασφαξομενκατα·σφαγ·σομενκατασφαξομεθακατα·σφαγ·σομεθα
2ndκατασφαξετεκατα·σφαγ·σετεκατασφαξεσθεκατα·σφαγ·σεσθε
3rdκατασφαξουσιν[LXX], κατασφαξουσικατα·σφαγ·σουσι(ν), κατα·σφαγ·σουσι(ν)κατασφαξονταικατα·σφαγ·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατασφαξοιμικατα·σφαγ·σοιμικατασφαξοιμηνκατα·σφαγ·σοιμην
2ndκατασφαξοιςκατα·σφαγ·σοιςκατασφαξοιοκατα·σφαγ·σοιο
3rdκατασφαξοικατα·σφαγ·σοικατασφαξοιτοκατα·σφαγ·σοιτο
Pl1stκατασφαξοιμενκατα·σφαγ·σοιμενκατασφαξοιμεθακατα·σφαγ·σοιμεθα
2ndκατασφαξοιτεκατα·σφαγ·σοιτεκατασφαξοισθεκατα·σφαγ·σοισθε
3rdκατασφαξοιενκατα·σφαγ·σοιενκατασφαξοιντοκατα·σφαγ·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
κατασφαξειν​κατα·σφαγ·σειν​κατασφαξεσθαι​κατα·σφαγ·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατασφαξουσακατασφαξονκατα·σφαγ·σουσ·ακατα·σφαγ·σο[υ]ν[τ]
Nomκατασφαξωνκατα·σφαγ·σο[υ]ν[τ]·^
Accκατασφαξουσανκατασφαξοντακατα·σφαγ·σουσ·ανκατα·σφαγ·σο[υ]ντ·α
Datκατασφαξουσῃκατασφαξοντικατα·σφαγ·σουσ·ῃκατα·σφαγ·σο[υ]ντ·ι
Genκατασφαξουσηςκατασφαξοντοςκατα·σφαγ·σουσ·ηςκατα·σφαγ·σο[υ]ντ·ος
PlVocκατασφαξουσαικατασφαξοντεςκατασφαξοντακατα·σφαγ·σουσ·αικατα·σφαγ·σο[υ]ντ·εςκατα·σφαγ·σο[υ]ντ·α
Nom
Accκατασφαξουσαςκατασφαξονταςκατα·σφαγ·σουσ·αςκατα·σφαγ·σο[υ]ντ·ας
Datκατασφαξουσαιςκατασφαξουσι, κατασφαξουσιν[LXX]κατα·σφαγ·σουσ·αιςκατα·σφαγ·σου[ντ]·σι(ν), κατα·σφαγ·σου[ντ]·σι(ν)
Genκατασφαξουσωνκατασφαξοντωνκατα·σφαγ·σουσ·ωνκατα·σφαγ·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατασφαξομενηκατασφαξομενεκατα·σφαγ·σομεν·ηκατα·σφαγ·σομεν·ε
Nomκατασφαξομενοςκατα·σφαγ·σομεν·ος
Accκατασφαξομενηνκατασφαξομενονκατα·σφαγ·σομεν·ηνκατα·σφαγ·σομεν·ον
Datκατασφαξομενῃκατασφαξομενῳκατα·σφαγ·σομεν·ῃκατα·σφαγ·σομεν·ῳ
Genκατασφαξομενηςκατασφαξομενουκατα·σφαγ·σομεν·ηςκατα·σφαγ·σομεν·ου
PlVocκατασφαξομεναικατασφαξομενοικατασφαξομενακατα·σφαγ·σομεν·αικατα·σφαγ·σομεν·οικατα·σφαγ·σομεν·α
Nom
Accκατασφαξομεναςκατασφαξομενουςκατα·σφαγ·σομεν·αςκατα·σφαγ·σομεν·ους
Datκατασφαξομεναιςκατασφαξομενοιςκατα·σφαγ·σομεν·αιςκατα·σφαγ·σομεν·οις
Genκατασφαξομενωνκατασφαξομενωνκατα·σφαγ·σομεν·ωνκατα·σφαγ·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατεσφαξακατα·ε·σφαγ·σακατεσφαξαμηνκατα·ε·σφαγ·σαμην
2ndκατεσφαξαςκατα·ε·σφαγ·σαςκατεσφαξωκατα·ε·σφαγ·σω
3rdκατεσφαξεν[LXX], κατεσφαξεκατα·ε·σφαγ·σε(ν), κατα·ε·σφαγ·σε(ν)κατεσφαξατοκατα·ε·σφαγ·σατο
Pl1stκατεσφαξαμενκατα·ε·σφαγ·σαμενκατεσφαξαμεθακατα·ε·σφαγ·σαμεθα
2ndκατεσφαξατεκατα·ε·σφαγ·σατεκατεσφαξασθεκατα·ε·σφαγ·σασθε
3rdκατεσφαξαν[LXX]κατα·ε·σφαγ·σανκατεσφαξαντοκατα·ε·σφαγ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατασφαξωκατα·σφαγ·σωκατασφαξωμαικατα·σφαγ·σωμαι
2ndκατασφαξῃςκατα·σφαγ·σῃςκατασφαξῃκατα·σφαγ·σῃ
3rdκατασφαξῃκατα·σφαγ·σῃκατασφαξηταικατα·σφαγ·σηται
Pl1stκατασφαξωμενκατα·σφαγ·σωμενκατασφαξωμεθακατα·σφαγ·σωμεθα
2ndκατασφαξητεκατα·σφαγ·σητεκατασφαξησθεκατα·σφαγ·σησθε
3rdκατασφαξωσιν, κατασφαξωσικατα·σφαγ·σωσι(ν)κατασφαξωνταικατα·σφαγ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατασφαξαιμικατα·σφαγ·σαιμικατασφαξαιμηνκατα·σφαγ·σαιμην
2ndκατασφαξαις, κατασφαξειαςκατα·σφαγ·σαις, κατα·σφαγ·σειας classicalκατασφαξαιοκατα·σφαγ·σαιο
3rdκατασφαξαι[LXX], κατασφαξειεκατα·σφαγ·σαι, κατα·σφαγ·σειε classicalκατασφαξαιτοκατα·σφαγ·σαιτο
Pl1stκατασφαξαιμενκατα·σφαγ·σαιμενκατασφαξαιμεθακατα·σφαγ·σαιμεθα
2ndκατασφαξαιτεκατα·σφαγ·σαιτεκατασφαξαισθεκατα·σφαγ·σαισθε
3rdκατασφαξαιεν, κατασφαξαισαν, κατασφαξειαν, κατασφαξειενκατα·σφαγ·σαιεν, κατα·σφαγ·σαισαν alt, κατα·σφαγ·σειαν classical, κατα·σφαγ·σειεν classicalκατασφαξαιντοκατα·σφαγ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndκατασφαξονκατα·σφαγ·σονκατασφαξαι[LXX]κατα·σφαγ·σαι
3rdκατασφαξατωκατα·σφαγ·σατωκατασφαξασθωκατα·σφαγ·σασθω
Pl1st
2ndκατασφαξατε[GNT]κατα·σφαγ·σατεκατασφαξασθεκατα·σφαγ·σασθε
3rdκατασφαξατωσαν, κατασφαξαντωνκατα·σφαγ·σατωσαν, κατα·σφαγ·σαντων classicalκατασφαξασθωσαν, κατασφαξασθωνκατα·σφαγ·σασθωσαν, κατα·σφαγ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
κατασφαξαι[LXX]​κατα·σφαγ·σαικατασφαξασθαι​κατα·σφαγ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατασφαξασακατασφαξαςκατασφαξανκατα·σφαγ·σασ·ακατα·σφαγ·σα[ντ]·ςκατα·σφαγ·σαν[τ]
Nom
Accκατασφαξασανκατασφαξαντακατα·σφαγ·σασ·ανκατα·σφαγ·σαντ·α
Datκατασφαξασῃκατασφαξαντικατα·σφαγ·σασ·ῃκατα·σφαγ·σαντ·ι
Genκατασφαξασηςκατασφαξαντοςκατα·σφαγ·σασ·ηςκατα·σφαγ·σαντ·ος
PlVocκατασφαξασαικατασφαξαντεςκατασφαξαντακατα·σφαγ·σασ·αικατα·σφαγ·σαντ·εςκατα·σφαγ·σαντ·α
Nom
Accκατασφαξασαςκατασφαξανταςκατα·σφαγ·σασ·αςκατα·σφαγ·σαντ·ας
Datκατασφαξασαιςκατασφαξασι, κατασφαξασινκατα·σφαγ·σασ·αιςκατα·σφαγ·σα[ντ]·σι(ν)
Genκατασφαξασωνκατασφαξαντωνκατα·σφαγ·σασ·ωνκατα·σφαγ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατασφαξαμενηκατασφαξαμενεκατα·σφαγ·σαμεν·ηκατα·σφαγ·σαμεν·ε
Nomκατασφαξαμενοςκατα·σφαγ·σαμεν·ος
Accκατασφαξαμενηνκατασφαξαμενονκατα·σφαγ·σαμεν·ηνκατα·σφαγ·σαμεν·ον
Datκατασφαξαμενῃκατασφαξαμενῳκατα·σφαγ·σαμεν·ῃκατα·σφαγ·σαμεν·ῳ
Genκατασφαξαμενηςκατασφαξαμενουκατα·σφαγ·σαμεν·ηςκατα·σφαγ·σαμεν·ου
PlVocκατασφαξαμεναικατασφαξαμενοικατασφαξαμενακατα·σφαγ·σαμεν·αικατα·σφαγ·σαμεν·οικατα·σφαγ·σαμεν·α
Nom
Accκατασφαξαμεναςκατασφαξαμενουςκατα·σφαγ·σαμεν·αςκατα·σφαγ·σαμεν·ους
Datκατασφαξαμεναιςκατασφαξαμενοιςκατα·σφαγ·σαμεν·αιςκατα·σφαγ·σαμεν·οις
Genκατασφαξαμενωνκατασφαξαμενωνκατα·σφαγ·σαμεν·ωνκατα·σφαγ·σαμεν·ων

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stκατεσφαγηνκατα·ε·σφαγ·[θ]ην
2ndκατεσφαγηςκατα·ε·σφαγ·[θ]ης
3rdκατεσφαγηκατα·ε·σφαγ·[θ]η
Pl1stκατεσφαγημενκατα·ε·σφαγ·[θ]ημεν
2ndκατεσφαγητεκατα·ε·σφαγ·[θ]ητε
3rdκατεσφαγησαν[LXX]κατα·ε·σφαγ·[θ]ησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stκατασφαγησομαικατα·σφαγ·[θ]ησομαι
2ndκατασφαγησῃ, κατασφαγησεικατα·σφαγ·[θ]ησῃ, κατα·σφαγ·[θ]ησει classical
3rdκατασφαγησεταικατα·σφαγ·[θ]ησεται
Pl1stκατασφαγησομεθακατα·σφαγ·[θ]ησομεθα
2ndκατασφαγησεσθεκατα·σφαγ·[θ]ησεσθε
3rdκατασφαγησονταικατα·σφαγ·[θ]ησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stκατασφαγωκατα·σφαγ·[θ]ω
2ndκατασφαγῃςκατα·σφαγ·[θ]ῃς
3rdκατασφαγῃκατα·σφαγ·[θ]ῃ
Pl1stκατασφαγωμενκατα·σφαγ·[θ]ωμεν
2ndκατασφαγητεκατα·σφαγ·[θ]ητε
3rdκατασφαγωσιν, κατασφαγωσικατα·σφαγ·[θ]ωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stκατασφαγειηνκατα·σφαγ·[θ]ειην
2ndκατασφαγειηςκατα·σφαγ·[θ]ειης
3rdκατασφαγειηκατα·σφαγ·[θ]ειη
Pl1stκατασφαγειημεν, κατασφαγειμενκατα·σφαγ·[θ]ειημεν, κατα·σφαγ·[θ]ειμεν classical
2ndκατασφαγειητε, κατασφαγειτεκατα·σφαγ·[θ]ειητε, κατα·σφαγ·[θ]ειτε classical
3rdκατασφαγειησαν, κατασφαγειενκατα·σφαγ·[θ]ειησαν, κατα·σφαγ·[θ]ειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stκατασφαγησοιμηνκατα·σφαγ·[θ]ησοιμην
2ndκατασφαγησοιοκατα·σφαγ·[θ]ησοιο
3rdκατασφαγησοιτοκατα·σφαγ·[θ]ησοιτο
Pl1stκατασφαγησοιμεθακατα·σφαγ·[θ]ησοιμεθα
2ndκατασφαγησοισθεκατα·σφαγ·[θ]ησοισθε
3rdκατασφαγησοιντοκατα·σφαγ·[θ]ησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndκατασφαγηθικατα·σφαγ·[θ]ητι
3rdκατασφαγητωκατα·σφαγ·[θ]ητω
Pl1st
2ndκατασφαγητεκατα·σφαγ·[θ]ητε
3rdκατασφαγητωσαν, κατασφαγεντωνκατα·σφαγ·[θ]ητωσαν, κατα·σφαγ·[θ]εντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
κατασφαγηναι​κατα·σφαγ·[θ]ηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
κατασφαγησεσθαι​κατα·σφαγ·[θ]ησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατασφαγεισακατασφαγειςκατασφαγενκατα·σφαγ·[θ]εισ·ακατα·σφαγ·[θ]ει[ντ]·ςκατα·σφαγ·[θ]ε[ι]ν[τ]
Nom
Accκατασφαγεισανκατασφαγεντακατα·σφαγ·[θ]εισ·ανκατα·σφαγ·[θ]ε[ι]ντ·α
Datκατασφαγεισῃκατασφαγεντικατα·σφαγ·[θ]εισ·ῃκατα·σφαγ·[θ]ε[ι]ντ·ι
Genκατασφαγεισηςκατασφαγεντοςκατα·σφαγ·[θ]εισ·ηςκατα·σφαγ·[θ]ε[ι]ντ·ος
PlVocκατασφαγεισαικατασφαγεντεςκατασφαγεντακατα·σφαγ·[θ]εισ·αικατα·σφαγ·[θ]ε[ι]ντ·εςκατα·σφαγ·[θ]ε[ι]ντ·α
Nom
Accκατασφαγεισαςκατασφαγενταςκατα·σφαγ·[θ]εισ·αςκατα·σφαγ·[θ]ε[ι]ντ·ας
Datκατασφαγεισαιςκατασφαγεισι, κατασφαγεισινκατα·σφαγ·[θ]εισ·αιςκατα·σφαγ·[θ]ει[ντ]·σι(ν)
Genκατασφαγεισωνκατασφαγεντωνκατα·σφαγ·[θ]εισ·ωνκατα·σφαγ·[θ]ε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατασφαγησομενηκατασφαγησομενεκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ηκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ε
Nomκατασφαγησομενοςκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ος
Accκατασφαγησομενηνκατασφαγησομενονκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ηνκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ον
Datκατασφαγησομενῃκατασφαγησομενῳκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ῃκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ῳ
Genκατασφαγησομενηςκατασφαγησομενουκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ηςκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ου
PlVocκατασφαγησομεναικατασφαγησομενοικατασφαγησομενακατα·σφαγ·[θ]ησομεν·αικατα·σφαγ·[θ]ησομεν·οικατα·σφαγ·[θ]ησομεν·α
Nom
Accκατασφαγησομεναςκατασφαγησομενουςκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·αςκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ους
Datκατασφαγησομεναιςκατασφαγησομενοιςκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·αιςκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·οις
Genκατασφαγησομενωνκατασφαγησομενωνκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ωνκατα·σφαγ·[θ]ησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 19:36:22 EDT