κατανταω • KATANTAW • katantaō

κατ·αντάω (-, -, κατ+αντη·σ-, κατ+ηντη·κ-, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατηντησακατ·ε·αντη·σακατηντησαμηνκατ·ε·αντη·σαμην
2ndκατηντησαςκατ·ε·αντη·σαςκατηντησωκατ·ε·αντη·σω
3rdκατηντησεν[GNT][LXX], κατηντησεκατ·ε·αντη·σε(ν), κατ·ε·αντη·σε(ν)κατηντησατοκατ·ε·αντη·σατο
Pl1stκατηντησαμεν[GNT]κατ·ε·αντη·σαμενκατηντησαμεθακατ·ε·αντη·σαμεθα
2ndκατηντησατεκατ·ε·αντη·σατεκατηντησασθεκατ·ε·αντη·σασθε
3rdκατηντησαν[GNT]κατ·ε·αντη·σανκατηντησαντοκατ·ε·αντη·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκαταντησω[GNT]κατ·αντη·σωκαταντησωμαικατ·αντη·σωμαι
2ndκαταντησῃςκατ·αντη·σῃςκαταντησῃκατ·αντη·σῃ
3rdκαταντησῃκατ·αντη·σῃκαταντησηταικατ·αντη·σηται
Pl1stκαταντησωμεν[GNT]κατ·αντη·σωμενκαταντησωμεθακατ·αντη·σωμεθα
2ndκαταντησητεκατ·αντη·σητεκαταντησησθεκατ·αντη·σησθε
3rdκαταντησωσιν, καταντησωσικατ·αντη·σωσι(ν)καταντησωνταικατ·αντη·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκαταντησαιμικατ·αντη·σαιμικαταντησαιμηνκατ·αντη·σαιμην
2ndκαταντησαις, καταντησειαςκατ·αντη·σαις, κατ·αντη·σειας classicalκαταντησαιοκατ·αντη·σαιο
3rdκαταντησαι[GNT], καταντησειεκατ·αντη·σαι, κατ·αντη·σειε classicalκαταντησαιτοκατ·αντη·σαιτο
Pl1stκαταντησαιμενκατ·αντη·σαιμενκαταντησαιμεθακατ·αντη·σαιμεθα
2ndκαταντησαιτεκατ·αντη·σαιτεκαταντησαισθεκατ·αντη·σαισθε
3rdκαταντησαιεν, καταντησαισαν, καταντησειαν, καταντησειενκατ·αντη·σαιεν, κατ·αντη·σαισαν alt, κατ·αντη·σειαν classical, κατ·αντη·σειεν classicalκαταντησαιντοκατ·αντη·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndκαταντησονκατ·αντη·σονκαταντησαι[GNT]κατ·αντη·σαι
3rdκαταντησατωκατ·αντη·σατωκαταντησασθωκατ·αντη·σασθω
Pl1st
2ndκαταντησατεκατ·αντη·σατεκαταντησασθεκατ·αντη·σασθε
3rdκαταντησατωσαν[LXX], καταντησαντωνκατ·αντη·σατωσαν, κατ·αντη·σαντων classicalκαταντησασθωσαν, καταντησασθωνκατ·αντη·σασθωσαν, κατ·αντη·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
καταντησαι[GNT]​κατ·αντη·σαικαταντησασθαι​κατ·αντη·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκαταντησασακαταντησαςκαταντησανκατ·αντη·σασ·ακατ·αντη·σα[ντ]·ςκατ·αντη·σαν[τ]
Nom
Accκαταντησασανκαταντησαντακατ·αντη·σασ·ανκατ·αντη·σαντ·α
Datκαταντησασῃκαταντησαντικατ·αντη·σασ·ῃκατ·αντη·σαντ·ι
Genκαταντησασηςκαταντησαντος[LXX]κατ·αντη·σασ·ηςκατ·αντη·σαντ·ος
PlVocκαταντησασαικαταντησαντες[GNT]καταντησαντακατ·αντη·σασ·αικατ·αντη·σαντ·εςκατ·αντη·σαντ·α
Nom
Accκαταντησασαςκαταντησαντας[LXX]κατ·αντη·σασ·αςκατ·αντη·σαντ·ας
Datκαταντησασαιςκαταντησασι, καταντησασινκατ·αντη·σασ·αιςκατ·αντη·σα[ντ]·σι(ν)
Genκαταντησασωνκαταντησαντωνκατ·αντη·σασ·ωνκατ·αντη·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκαταντησαμενηκαταντησαμενεκατ·αντη·σαμεν·ηκατ·αντη·σαμεν·ε
Nomκαταντησαμενοςκατ·αντη·σαμεν·ος
Accκαταντησαμενηνκαταντησαμενονκατ·αντη·σαμεν·ηνκατ·αντη·σαμεν·ον
Datκαταντησαμενῃκαταντησαμενῳκατ·αντη·σαμεν·ῃκατ·αντη·σαμεν·ῳ
Genκαταντησαμενηςκαταντησαμενουκατ·αντη·σαμεν·ηςκατ·αντη·σαμεν·ου
PlVocκαταντησαμεναικαταντησαμενοικαταντησαμενακατ·αντη·σαμεν·αικατ·αντη·σαμεν·οικατ·αντη·σαμεν·α
Nom
Accκαταντησαμεναςκαταντησαμενουςκατ·αντη·σαμεν·αςκατ·αντη·σαμεν·ους
Datκαταντησαμεναιςκαταντησαμενοιςκατ·αντη·σαμεν·αιςκατ·αντη·σαμεν·οις
Genκαταντησαμενωνκαταντησαμενωνκατ·αντη·σαμεν·ωνκατ·αντη·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατηντηκακατ·ηντη·κα
2ndκατηντηκας, κατηντηκεςκατ·ηντη·κας, κατ·ηντη·κες alt
3rdκατηντηκεν[GNT], κατηντηκεκατ·ηντη·κε(ν), κατ·ηντη·κε(ν)
Pl1stκατηντηκαμενκατ·ηντη·καμεν
2ndκατηντηκατεκατ·ηντη·κατε
3rdκατηντηκασιν, κατηντηκασι, κατηντηκανκατ·ηντη·κασι(ν), κατ·ηντη·καν alt

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατηντηκωκατ·ηντη·κω
2ndκατηντηκῃςκατ·ηντη·κῃς
3rdκατηντηκῃκατ·ηντη·κῃ
Pl1stκατηντηκωμενκατ·ηντη·κωμεν
2ndκατηντηκητεκατ·ηντη·κητε
3rdκατηντηκωσιν, κατηντηκωσικατ·ηντη·κωσι(ν)

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατηντηκοιμι, κατηντηκοιηνκατ·ηντη·κοιμι, κατ·ηντη·κοιην classical
2ndκατηντηκοις, κατηντηκοιηςκατ·ηντη·κοις, κατ·ηντη·κοιης classical
3rdκατηντηκοι, κατηντηκοιηκατ·ηντη·κοι, κατ·ηντη·κοιη classical
Pl1stκατηντηκοιμενκατ·ηντη·κοιμεν
2ndκατηντηκοιτεκατ·ηντη·κοιτε
3rdκατηντηκοιενκατ·ηντη·κοιεν

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndκατηντηκεκατ·ηντη·κε
3rdκατηντηκετωκατ·ηντη·κετω
Pl1st
2ndκατηντηκετεκατ·ηντη·κετε
3rdκατηντηκετωσανκατ·ηντη·κετωσαν

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
κατηντηκεναι​κατ·ηντη·κεναι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατηντηκυιακατηντηκοςκατ·ηντη·κυι·ακατ·ηντη·κο[τ]·ς
Nomκατηντηκωςκατ·ηντη·κο[τ]·^ς
Accκατηντηκυιανκατηντηκοτακατ·ηντη·κυι·ανκατ·ηντη·κοτ·α
Datκατηντηκυιᾳκατηντηκοτικατ·ηντη·κυι·ᾳκατ·ηντη·κοτ·ι
Genκατηντηκυιαςκατηντηκοτοςκατ·ηντη·κυι·αςκατ·ηντη·κοτ·ος
PlVocκατηντηκυιαικατηντηκοτεςκατηντηκοτακατ·ηντη·κυι·αικατ·ηντη·κοτ·εςκατ·ηντη·κοτ·α
Nom
Accκατηντηκυιαςκατηντηκοταςκατ·ηντη·κυι·αςκατ·ηντη·κοτ·ας
Datκατηντηκυιαιςκατηντηκοσι, κατηντηκοσινκατ·ηντη·κυι·αιςκατ·ηντη·κο[τ]·σι(ν)
Genκατηντηκυιωνκατηντηκοτωνκατ·ηντη·κυι·ωνκατ·ηντη·κοτ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατηντηκειν, κατηντηκηκατ·ε·ηντη·κειν, κατ·ε·ηντη·κη classical
2ndκατηντηκεις, κατηντηκηςκατ·ε·ηντη·κεις, κατ·ε·ηντη·κης classical
3rdκατηντηκεικατ·ε·ηντη·κει
Pl1stκατηντηκειμεν, κατηντηκεμενκατ·ε·ηντη·κειμεν, κατ·ε·ηντη·κεμεν classical
2ndκατηντηκειτε, κατηντηκετεκατ·ε·ηντη·κειτε, κατ·ε·ηντη·κετε classical
3rdκατηντηκεισαν, κατηντηκεσανκατ·ε·ηντη·κεισαν, κατ·ε·ηντη·κεσαν classical

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 17:30:07 EDT