ευπορεω • EUPOREW • euporeō

Search: ευπορηθεις

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
ευπορηθειςεὐπορέωευπορη·θει[ντ]·ςaor θη ptcp mas nom|voc sg

εὐ·πορέω (ευπορ(ε)-, -, ευπορη·σ-, -, -, ευπορη·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευπορωευπορ(ε)·ωευπορουμαιευπορ(ε)·ομαι
2ndευπορειςευπορ(ε)·ειςευπορῃ, ευπορει, ευπορεισαιευπορ(ε)·ῃ, ευπορ(ε)·ει classical, ευπορ(ε)·εσαι alt
3rdευπορειευπορ(ε)·ειευπορειταιευπορ(ε)·εται
Pl1stευπορουμενευπορ(ε)·ομενευπορουμεθαευπορ(ε)·ομεθα
2ndευπορειτεευπορ(ε)·ετεευπορεισθεευπορ(ε)·εσθε
3rdευπορουσιν, ευπορουσιευπορ(ε)·ουσι(ν)ευπορουνταιευπορ(ε)·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευπορωευπορ(ε)·ωευπορωμαιευπορ(ε)·ωμαι
2ndευπορῃςευπορ(ε)·ῃςευπορῃευπορ(ε)·ῃ
3rdευπορῃευπορ(ε)·ῃευπορηταιευπορ(ε)·ηται
Pl1stευπορωμενευπορ(ε)·ωμενευπορωμεθαευπορ(ε)·ωμεθα
2ndευπορητεευπορ(ε)·ητεευπορησθεευπορ(ε)·ησθε
3rdευπορωσιν, ευπορωσιευπορ(ε)·ωσι(ν)ευπορωνταιευπορ(ε)·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευποροιμιευπορ(ε)·οιμιευποροιμηνευπορ(ε)·οιμην
2ndευποροιςευπορ(ε)·οιςευποροιοευπορ(ε)·οιο
3rdευποροιευπορ(ε)·οιευποροιτοευπορ(ε)·οιτο
Pl1stευποροιμενευπορ(ε)·οιμενευποροιμεθαευπορ(ε)·οιμεθα
2ndευποροιτεευπορ(ε)·οιτεευποροισθεευπορ(ε)·οισθε
3rdευποροιεν, ευποροισανευπορ(ε)·οιεν, ευπορ(ε)·οισαν altευποροιντοευπορ(ε)·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndευπορειευπορ(ε)·εευπορουευπορ(ε)·ου
3rdευπορειτωευπορ(ε)·ετωευπορεισθωευπορ(ε)·εσθω
Pl1st
2ndευπορειτεευπορ(ε)·ετεευπορεισθεευπορ(ε)·εσθε
3rdευπορειτωσαν, ευπορουντωνευπορ(ε)·ετωσαν, ευπορ(ε)·οντων classicalευπορεισθωσαν, ευπορεισθωνευπορ(ε)·εσθωσαν, ευπορ(ε)·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
ευπορειν​ευπορ(ε)·ειν​ευπορεισθαι​ευπορ(ε)·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευπορουσαευπορουνευπορ(ε)·ουσ·αευπορ(ε)·ο[υ]ν[τ]
Nomευπορωνευπορ(ε)·ο[υ]ν[τ]·^
Accευπορουσανευπορουνταευπορ(ε)·ουσ·ανευπορ(ε)·ο[υ]ντ·α
Datευπορουσῃευπορουντιευπορ(ε)·ουσ·ῃευπορ(ε)·ο[υ]ντ·ι
Genευπορουσηςευπορουντοςευπορ(ε)·ουσ·ηςευπορ(ε)·ο[υ]ντ·ος
PlVocευπορουσαιευπορουντεςευπορουνταευπορ(ε)·ουσ·αιευπορ(ε)·ο[υ]ντ·εςευπορ(ε)·ο[υ]ντ·α
Nom
Accευπορουσαςευπορουνταςευπορ(ε)·ουσ·αςευπορ(ε)·ο[υ]ντ·ας
Datευπορουσαιςευπορουσι, ευπορουσινευπορ(ε)·ουσ·αιςευπορ(ε)·ου[ντ]·σι(ν)
Genευπορουσωνευπορουντωνευπορ(ε)·ουσ·ωνευπορ(ε)·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευπορουμενηευπορουμενεευπορ(ε)·ομεν·ηευπορ(ε)·ομεν·ε
Nomευπορουμενοςευπορ(ε)·ομεν·ος
Accευπορουμενηνευπορουμενονευπορ(ε)·ομεν·ηνευπορ(ε)·ομεν·ον
Datευπορουμενῃευπορουμενῳευπορ(ε)·ομεν·ῃευπορ(ε)·ομεν·ῳ
Genευπορουμενηςευπορουμενουευπορ(ε)·ομεν·ηςευπορ(ε)·ομεν·ου
PlVocευπορουμεναιευπορουμενοιευπορουμεναευπορ(ε)·ομεν·αιευπορ(ε)·ομεν·οιευπορ(ε)·ομεν·α
Nom
Accευπορουμεναςευπορουμενουςευπορ(ε)·ομεν·αςευπορ(ε)·ομεν·ους
Datευπορουμεναιςευπορουμενοιςευπορ(ε)·ομεν·αιςευπορ(ε)·ομεν·οις
Genευπορουμενωνευπορουμενωνευπορ(ε)·ομεν·ωνευπορ(ε)·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευπορουνε·ευπορ(ε)·ονευπορουμηνε·ευπορ(ε)·ομην
2ndευπορειςε·ευπορ(ε)·εςευπορουε·ευπορ(ε)·ου
3rdευπορειε·ευπορ(ε)·εευπορειτο[GNT]ε·ευπορ(ε)·ετο
Pl1stευπορουμενε·ευπορ(ε)·ομενευπορουμεθαε·ευπορ(ε)·ομεθα
2ndευπορειτεε·ευπορ(ε)·ετεευπορεισθεε·ευπορ(ε)·εσθε
3rdευπορουν, ευπορουσανε·ευπορ(ε)·ον, ε·ευπορ(ε)·οσαν altευπορουντοε·ευπορ(ε)·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευπορησαε·ευπορη·σαευπορησαμηνε·ευπορη·σαμην
2ndευπορησαςε·ευπορη·σαςευπορησωε·ευπορη·σω
3rdευπορησεν[LXX], ευπορησεε·ευπορη·σε(ν), ε·ευπορη·σε(ν)ευπορησατοε·ευπορη·σατο
Pl1stευπορησαμενε·ευπορη·σαμενευπορησαμεθαε·ευπορη·σαμεθα
2ndευπορησατεε·ευπορη·σατεευπορησασθεε·ευπορη·σασθε
3rdευπορησανε·ευπορη·σανευπορησαντοε·ευπορη·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευπορησωευπορη·σωευπορησωμαιευπορη·σωμαι
2ndευπορησῃςευπορη·σῃςευπορησῃευπορη·σῃ
3rdευπορησῃευπορη·σῃευπορησηταιευπορη·σηται
Pl1stευπορησωμενευπορη·σωμενευπορησωμεθαευπορη·σωμεθα
2ndευπορησητεευπορη·σητεευπορησησθεευπορη·σησθε
3rdευπορησωσιν, ευπορησωσιευπορη·σωσι(ν)ευπορησωνταιευπορη·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευπορησαιμιευπορη·σαιμιευπορησαιμηνευπορη·σαιμην
2ndευπορησαις, ευπορησειαςευπορη·σαις, ευπορη·σειας classicalευπορησαιοευπορη·σαιο
3rdευπορησαι, ευπορησειεευπορη·σαι, ευπορη·σειε classicalευπορησαιτοευπορη·σαιτο
Pl1stευπορησαιμενευπορη·σαιμενευπορησαιμεθαευπορη·σαιμεθα
2ndευπορησαιτεευπορη·σαιτεευπορησαισθεευπορη·σαισθε
3rdευπορησαιεν, ευπορησαισαν, ευπορησειαν, ευπορησειενευπορη·σαιεν, ευπορη·σαισαν alt, ευπορη·σειαν classical, ευπορη·σειεν classicalευπορησαιντοευπορη·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndευπορησονευπορη·σονευπορησαιευπορη·σαι
3rdευπορησατωευπορη·σατωευπορησασθωευπορη·σασθω
Pl1st
2ndευπορησατεευπορη·σατεευπορησασθεευπορη·σασθε
3rdευπορησατωσαν, ευπορησαντωνευπορη·σατωσαν, ευπορη·σαντων classicalευπορησασθωσαν, ευπορησασθωνευπορη·σασθωσαν, ευπορη·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
ευπορησαι​ευπορη·σαι​ευπορησασθαι​ευπορη·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευπορησασαευπορησαςευπορησανευπορη·σασ·αευπορη·σα[ντ]·ςευπορη·σαν[τ]
Nom
Accευπορησασανευπορησανταευπορη·σασ·ανευπορη·σαντ·α
Datευπορησασῃευπορησαντιευπορη·σασ·ῃευπορη·σαντ·ι
Genευπορησασηςευπορησαντοςευπορη·σασ·ηςευπορη·σαντ·ος
PlVocευπορησασαιευπορησαντεςευπορησανταευπορη·σασ·αιευπορη·σαντ·εςευπορη·σαντ·α
Nom
Accευπορησασαςευπορησανταςευπορη·σασ·αςευπορη·σαντ·ας
Datευπορησασαιςευπορησασι, ευπορησασινευπορη·σασ·αιςευπορη·σα[ντ]·σι(ν)
Genευπορησασωνευπορησαντωνευπορη·σασ·ωνευπορη·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευπορησαμενηευπορησαμενεευπορη·σαμεν·ηευπορη·σαμεν·ε
Nomευπορησαμενοςευπορη·σαμεν·ος
Accευπορησαμενηνευπορησαμενονευπορη·σαμεν·ηνευπορη·σαμεν·ον
Datευπορησαμενῃευπορησαμενῳευπορη·σαμεν·ῃευπορη·σαμεν·ῳ
Genευπορησαμενηςευπορησαμενουευπορη·σαμεν·ηςευπορη·σαμεν·ου
PlVocευπορησαμεναιευπορησαμενοιευπορησαμεναευπορη·σαμεν·αιευπορη·σαμεν·οιευπορη·σαμεν·α
Nom
Accευπορησαμεναςευπορησαμενουςευπορη·σαμεν·αςευπορη·σαμεν·ους
Datευπορησαμεναιςευπορησαμενοιςευπορη·σαμεν·αιςευπορη·σαμεν·οις
Genευπορησαμενωνευπορησαμενωνευπορη·σαμεν·ωνευπορη·σαμεν·ων

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stευπορηθηνε·ευπορη·θην
2ndευπορηθηςε·ευπορη·θης
3rdευπορηθηε·ευπορη·θη
Pl1stευπορηθημενε·ευπορη·θημεν
2ndευπορηθητεε·ευπορη·θητε
3rdευπορηθησανε·ευπορη·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stευπορηθησομαιευπορη·θησομαι
2ndευπορηθησῃ, ευπορηθησειευπορη·θησῃ, ευπορη·θησει classical
3rdευπορηθησεταιευπορη·θησεται
Pl1stευπορηθησομεθαευπορη·θησομεθα
2ndευπορηθησεσθεευπορη·θησεσθε
3rdευπορηθησονταιευπορη·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stευπορηθωευπορη·θω
2ndευπορηθῃςευπορη·θῃς
3rdευπορηθῃ[LXX]ευπορη·θῃ
Pl1stευπορηθωμενευπορη·θωμεν
2ndευπορηθητεευπορη·θητε
3rdευπορηθωσιν, ευπορηθωσιευπορη·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stευπορηθειηνευπορη·θειην
2ndευπορηθειηςευπορη·θειης
3rdευπορηθειηευπορη·θειη
Pl1stευπορηθειημεν, ευπορηθειμενευπορη·θειημεν, ευπορη·θειμεν classical
2ndευπορηθειητε, ευπορηθειτεευπορη·θειητε, ευπορη·θειτε classical
3rdευπορηθειησαν, ευπορηθειενευπορη·θειησαν, ευπορη·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stευπορηθησοιμηνευπορη·θησοιμην
2ndευπορηθησοιοευπορη·θησοιο
3rdευπορηθησοιτοευπορη·θησοιτο
Pl1stευπορηθησοιμεθαευπορη·θησοιμεθα
2ndευπορηθησοισθεευπορη·θησοισθε
3rdευπορηθησοιντοευπορη·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndευπορηθητιευπορη·θητι
3rdευπορηθητωευπορη·θητω
Pl1st
2ndευπορηθητεευπορη·θητε
3rdευπορηθητωσαν, ευπορηθεντωνευπορη·θητωσαν, ευπορη·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
ευπορηθηναι​ευπορη·θηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
ευπορηθησεσθαι​ευπορη·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευπορηθεισαευπορηθεις[LXX]ευπορηθενευπορη·θεισ·αευπορη·θει[ντ]·ςευπορη·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accευπορηθεισανευπορηθενταευπορη·θεισ·ανευπορη·θε[ι]ντ·α
Datευπορηθεισῃευπορηθεντιευπορη·θεισ·ῃευπορη·θε[ι]ντ·ι
Genευπορηθεισηςευπορηθεντοςευπορη·θεισ·ηςευπορη·θε[ι]ντ·ος
PlVocευπορηθεισαιευπορηθεντεςευπορηθενταευπορη·θεισ·αιευπορη·θε[ι]ντ·εςευπορη·θε[ι]ντ·α
Nom
Accευπορηθεισαςευπορηθενταςευπορη·θεισ·αςευπορη·θε[ι]ντ·ας
Datευπορηθεισαιςευπορηθεισι, ευπορηθεισινευπορη·θεισ·αιςευπορη·θει[ντ]·σι(ν)
Genευπορηθεισωνευπορηθεντωνευπορη·θεισ·ωνευπορη·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευπορηθησομενηευπορηθησομενεευπορη·θησομεν·ηευπορη·θησομεν·ε
Nomευπορηθησομενοςευπορη·θησομεν·ος
Accευπορηθησομενηνευπορηθησομενονευπορη·θησομεν·ηνευπορη·θησομεν·ον
Datευπορηθησομενῃευπορηθησομενῳευπορη·θησομεν·ῃευπορη·θησομεν·ῳ
Genευπορηθησομενηςευπορηθησομενουευπορη·θησομεν·ηςευπορη·θησομεν·ου
PlVocευπορηθησομεναιευπορηθησομενοιευπορηθησομεναευπορη·θησομεν·αιευπορη·θησομεν·οιευπορη·θησομεν·α
Nom
Accευπορηθησομεναςευπορηθησομενουςευπορη·θησομεν·αςευπορη·θησομεν·ους
Datευπορηθησομεναιςευπορηθησομενοιςευπορη·θησομεν·αιςευπορη·θησομεν·οις
Genευπορηθησομενωνευπορηθησομενωνευπορη·θησομεν·ωνευπορη·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 29-Mar-2024 02:39:03 EDT