ευνουχιζω • EUNOUCIZW EUNOUXIZW • eunouchizō

εὐν·ουχίζω (-, -, ευνουχι·σ-, -, -, ευνουχισ·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευνουχισαε·ευνουχι·σαευνουχισαμηνε·ευνουχι·σαμην
2ndευνουχισαςε·ευνουχι·σαςευνουχισωε·ευνουχι·σω
3rdευνουχισεν, ευνουχισεε·ευνουχι·σε(ν)ευνουχισατοε·ευνουχι·σατο
Pl1stευνουχισαμενε·ευνουχι·σαμενευνουχισαμεθαε·ευνουχι·σαμεθα
2ndευνουχισατεε·ευνουχι·σατεευνουχισασθεε·ευνουχι·σασθε
3rdευνουχισαν[GNT]ε·ευνουχι·σανευνουχισαντοε·ευνουχι·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευνουχισωευνουχι·σωευνουχισωμαιευνουχι·σωμαι
2ndευνουχισῃςευνουχι·σῃςευνουχισῃευνουχι·σῃ
3rdευνουχισῃευνουχι·σῃευνουχισηταιευνουχι·σηται
Pl1stευνουχισωμενευνουχι·σωμενευνουχισωμεθαευνουχι·σωμεθα
2ndευνουχισητεευνουχι·σητεευνουχισησθεευνουχι·σησθε
3rdευνουχισωσιν, ευνουχισωσιευνουχι·σωσι(ν)ευνουχισωνταιευνουχι·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευνουχισαιμιευνουχι·σαιμιευνουχισαιμηνευνουχι·σαιμην
2ndευνουχισαις, ευνουχισειαςευνουχι·σαις, ευνουχι·σειας classicalευνουχισαιοευνουχι·σαιο
3rdευνουχισαι, ευνουχισειεευνουχι·σαι, ευνουχι·σειε classicalευνουχισαιτοευνουχι·σαιτο
Pl1stευνουχισαιμενευνουχι·σαιμενευνουχισαιμεθαευνουχι·σαιμεθα
2ndευνουχισαιτεευνουχι·σαιτεευνουχισαισθεευνουχι·σαισθε
3rdευνουχισαιεν, ευνουχισαισαν, ευνουχισειαν, ευνουχισειενευνουχι·σαιεν, ευνουχι·σαισαν alt, ευνουχι·σειαν classical, ευνουχι·σειεν classicalευνουχισαιντοευνουχι·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndευνουχισονευνουχι·σονευνουχισαιευνουχι·σαι
3rdευνουχισατωευνουχι·σατωευνουχισασθωευνουχι·σασθω
Pl1st
2ndευνουχισατεευνουχι·σατεευνουχισασθεευνουχι·σασθε
3rdευνουχισατωσαν, ευνουχισαντωνευνουχι·σατωσαν, ευνουχι·σαντων classicalευνουχισασθωσαν, ευνουχισασθωνευνουχι·σασθωσαν, ευνουχι·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
ευνουχισαι​ευνουχι·σαι​ευνουχισασθαι​ευνουχι·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευνουχισασαευνουχισαςευνουχισαν[GNT]ευνουχι·σασ·αευνουχι·σα[ντ]·ςευνουχι·σαν[τ]
Nom
Accευνουχισασανευνουχισανταευνουχι·σασ·ανευνουχι·σαντ·α
Datευνουχισασῃευνουχισαντιευνουχι·σασ·ῃευνουχι·σαντ·ι
Genευνουχισασηςευνουχισαντοςευνουχι·σασ·ηςευνουχι·σαντ·ος
PlVocευνουχισασαιευνουχισαντεςευνουχισανταευνουχι·σασ·αιευνουχι·σαντ·εςευνουχι·σαντ·α
Nom
Accευνουχισασαςευνουχισανταςευνουχι·σασ·αςευνουχι·σαντ·ας
Datευνουχισασαιςευνουχισασι, ευνουχισασινευνουχι·σασ·αιςευνουχι·σα[ντ]·σι(ν)
Genευνουχισασωνευνουχισαντωνευνουχι·σασ·ωνευνουχι·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευνουχισαμενηευνουχισαμενεευνουχι·σαμεν·ηευνουχι·σαμεν·ε
Nomευνουχισαμενοςευνουχι·σαμεν·ος
Accευνουχισαμενηνευνουχισαμενονευνουχι·σαμεν·ηνευνουχι·σαμεν·ον
Datευνουχισαμενῃευνουχισαμενῳευνουχι·σαμεν·ῃευνουχι·σαμεν·ῳ
Genευνουχισαμενηςευνουχισαμενουευνουχι·σαμεν·ηςευνουχι·σαμεν·ου
PlVocευνουχισαμεναιευνουχισαμενοιευνουχισαμεναευνουχι·σαμεν·αιευνουχι·σαμεν·οιευνουχι·σαμεν·α
Nom
Accευνουχισαμεναςευνουχισαμενουςευνουχι·σαμεν·αςευνουχι·σαμεν·ους
Datευνουχισαμεναιςευνουχισαμενοιςευνουχι·σαμεν·αιςευνουχι·σαμεν·οις
Genευνουχισαμενωνευνουχισαμενωνευνουχι·σαμεν·ωνευνουχι·σαμεν·ων

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stευνουχισθηνε·ευνουχισ·θην
2ndευνουχισθηςε·ευνουχισ·θης
3rdευνουχισθηε·ευνουχισ·θη
Pl1stευνουχισθημενε·ευνουχισ·θημεν
2ndευνουχισθητεε·ευνουχισ·θητε
3rdευνουχισθησαν[GNT]ε·ευνουχισ·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stευνουχισθησομαιευνουχισ·θησομαι
2ndευνουχισθησῃ, ευνουχισθησειευνουχισ·θησῃ, ευνουχισ·θησει classical
3rdευνουχισθησεταιευνουχισ·θησεται
Pl1stευνουχισθησομεθαευνουχισ·θησομεθα
2ndευνουχισθησεσθεευνουχισ·θησεσθε
3rdευνουχισθησονταιευνουχισ·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stευνουχισθωευνουχισ·θω
2ndευνουχισθῃςευνουχισ·θῃς
3rdευνουχισθῃευνουχισ·θῃ
Pl1stευνουχισθωμενευνουχισ·θωμεν
2ndευνουχισθητεευνουχισ·θητε
3rdευνουχισθωσιν, ευνουχισθωσιευνουχισ·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stευνουχισθειηνευνουχισ·θειην
2ndευνουχισθειηςευνουχισ·θειης
3rdευνουχισθειηευνουχισ·θειη
Pl1stευνουχισθειημεν, ευνουχισθειμενευνουχισ·θειημεν, ευνουχισ·θειμεν classical
2ndευνουχισθειητε, ευνουχισθειτεευνουχισ·θειητε, ευνουχισ·θειτε classical
3rdευνουχισθειησαν, ευνουχισθειενευνουχισ·θειησαν, ευνουχισ·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stευνουχισθησοιμηνευνουχισ·θησοιμην
2ndευνουχισθησοιοευνουχισ·θησοιο
3rdευνουχισθησοιτοευνουχισ·θησοιτο
Pl1stευνουχισθησοιμεθαευνουχισ·θησοιμεθα
2ndευνουχισθησοισθεευνουχισ·θησοισθε
3rdευνουχισθησοιντοευνουχισ·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndευνουχισθητιευνουχισ·θητι
3rdευνουχισθητωευνουχισ·θητω
Pl1st
2ndευνουχισθητεευνουχισ·θητε
3rdευνουχισθητωσαν, ευνουχισθεντωνευνουχισ·θητωσαν, ευνουχισ·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
ευνουχισθηναι​ευνουχισ·θηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
ευνουχισθησεσθαι​ευνουχισ·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευνουχισθεισαευνουχισθειςευνουχισθενευνουχισ·θεισ·αευνουχισ·θει[ντ]·ςευνουχισ·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accευνουχισθεισανευνουχισθενταευνουχισ·θεισ·ανευνουχισ·θε[ι]ντ·α
Datευνουχισθεισῃευνουχισθεντιευνουχισ·θεισ·ῃευνουχισ·θε[ι]ντ·ι
Genευνουχισθεισηςευνουχισθεντοςευνουχισ·θεισ·ηςευνουχισ·θε[ι]ντ·ος
PlVocευνουχισθεισαιευνουχισθεντεςευνουχισθενταευνουχισ·θεισ·αιευνουχισ·θε[ι]ντ·εςευνουχισ·θε[ι]ντ·α
Nom
Accευνουχισθεισαςευνουχισθενταςευνουχισ·θεισ·αςευνουχισ·θε[ι]ντ·ας
Datευνουχισθεισαιςευνουχισθεισι, ευνουχισθεισινευνουχισ·θεισ·αιςευνουχισ·θει[ντ]·σι(ν)
Genευνουχισθεισωνευνουχισθεντωνευνουχισ·θεισ·ωνευνουχισ·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευνουχισθησομενηευνουχισθησομενεευνουχισ·θησομεν·ηευνουχισ·θησομεν·ε
Nomευνουχισθησομενοςευνουχισ·θησομεν·ος
Accευνουχισθησομενηνευνουχισθησομενονευνουχισ·θησομεν·ηνευνουχισ·θησομεν·ον
Datευνουχισθησομενῃευνουχισθησομενῳευνουχισ·θησομεν·ῃευνουχισ·θησομεν·ῳ
Genευνουχισθησομενηςευνουχισθησομενουευνουχισ·θησομεν·ηςευνουχισ·θησομεν·ου
PlVocευνουχισθησομεναιευνουχισθησομενοιευνουχισθησομεναευνουχισ·θησομεν·αιευνουχισ·θησομεν·οιευνουχισ·θησομεν·α
Nom
Accευνουχισθησομεναςευνουχισθησομενουςευνουχισ·θησομεν·αςευνουχισ·θησομεν·ους
Datευνουχισθησομεναιςευνουχισθησομενοιςευνουχισ·θησομεν·αιςευνουχισ·θησομεν·οις
Genευνουχισθησομενωνευνουχισθησομενωνευνουχισ·θησομεν·ωνευνουχισ·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 19-Apr-2024 01:02:42 EDT