ευκοπωτερος • EUKOPWTEROS • eukopōteros

εὐ·κοπώ·τερος -α -ον (Comp. of εὔ·κοπος)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευκοπωτεραευκοπωτερεευκοπωτερ·αευκοπωτερ·ε
Nomευκοπωτεροςευκοπωτερ·ος
Accευκοπωτερανευκοπωτερον[GNT]ευκοπωτερ·ανευκοπωτερ·ον
Datευκοπωτερᾳευκοπωτερῳευκοπωτερ·ᾳευκοπωτερ·ῳ
Genευκοπωτεραςευκοπωτερουευκοπωτερ·αςευκοπωτερ·ου
PlVocευκοπωτεραιευκοπωτεροιευκοπωτεραευκοπωτερ·αιευκοπωτερ·οιευκοπωτερ·α
Nom
Accευκοπωτεραςευκοπωτερουςευκοπωτερ·αςευκοπωτερ·ους
Datευκοπωτεραιςευκοπωτεροιςευκοπωτερ·αιςευκοπωτερ·οις
Genευκοπωτερωνευκοπωτερ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 16:39:21 EDT