διασκορπιζω • DIASKORPIZW • diaskorpizō

Search: διεσκορπισθητε

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
διεσκορπισθητεδιασκορπίζωδια·ε·σκορπισ·θητεaor θη ind 2nd pl

δια·σκορπίζω (δια+σκορπιζ-, δια+σκορπι(ε)·[σ]-/δια+σκορπι·σ-, δια+σκορπι·σ-, -, δι+εσκορπισ-, δια+σκορπισ·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπιζωδια·σκορπιζ·ωδιασκορπιζομαιδια·σκορπιζ·ομαι
2ndδιασκορπιζεις[LXX]δια·σκορπιζ·ειςδιασκορπιζῃ, διασκορπιζει, διασκορπιζεσαιδια·σκορπιζ·ῃ, δια·σκορπιζ·ει classical, δια·σκορπιζ·εσαι alt
3rdδιασκορπιζειδια·σκορπιζ·ειδιασκορπιζεταιδια·σκορπιζ·εται
Pl1stδιασκορπιζομενδια·σκορπιζ·ομενδιασκορπιζομεθαδια·σκορπιζ·ομεθα
2ndδιασκορπιζετεδια·σκορπιζ·ετεδιασκορπιζεσθεδια·σκορπιζ·εσθε
3rdδιασκορπιζουσιν, διασκορπιζουσιδια·σκορπιζ·ουσι(ν)διασκορπιζονταιδια·σκορπιζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπιζωδια·σκορπιζ·ωδιασκορπιζωμαιδια·σκορπιζ·ωμαι
2ndδιασκορπιζῃςδια·σκορπιζ·ῃςδιασκορπιζῃδια·σκορπιζ·ῃ
3rdδιασκορπιζῃδια·σκορπιζ·ῃδιασκορπιζηται[LXX]δια·σκορπιζ·ηται
Pl1stδιασκορπιζωμενδια·σκορπιζ·ωμενδιασκορπιζωμεθαδια·σκορπιζ·ωμεθα
2ndδιασκορπιζητεδια·σκορπιζ·ητεδιασκορπιζησθεδια·σκορπιζ·ησθε
3rdδιασκορπιζωσιν, διασκορπιζωσιδια·σκορπιζ·ωσι(ν)διασκορπιζωνταιδια·σκορπιζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπιζοιμιδια·σκορπιζ·οιμιδιασκορπιζοιμηνδια·σκορπιζ·οιμην
2ndδιασκορπιζοιςδια·σκορπιζ·οιςδιασκορπιζοιοδια·σκορπιζ·οιο
3rdδιασκορπιζοιδια·σκορπιζ·οιδιασκορπιζοιτοδια·σκορπιζ·οιτο
Pl1stδιασκορπιζοιμενδια·σκορπιζ·οιμενδιασκορπιζοιμεθαδια·σκορπιζ·οιμεθα
2ndδιασκορπιζοιτεδια·σκορπιζ·οιτεδιασκορπιζοισθεδια·σκορπιζ·οισθε
3rdδιασκορπιζοιεν, διασκορπιζοισανδια·σκορπιζ·οιεν, δια·σκορπιζ·οισαν altδιασκορπιζοιντοδια·σκορπιζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιασκορπιζεδια·σκορπιζ·εδιασκορπιζουδια·σκορπιζ·ου
3rdδιασκορπιζετωδια·σκορπιζ·ετωδιασκορπιζεσθωδια·σκορπιζ·εσθω
Pl1st
2ndδιασκορπιζετεδια·σκορπιζ·ετεδιασκορπιζεσθεδια·σκορπιζ·εσθε
3rdδιασκορπιζετωσαν, διασκορπιζοντωνδια·σκορπιζ·ετωσαν, δια·σκορπιζ·οντων classicalδιασκορπιζεσθωσαν, διασκορπιζεσθωνδια·σκορπιζ·εσθωσαν, δια·σκορπιζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διασκορπιζειν​δια·σκορπιζ·ειν​διασκορπιζεσθαι​δια·σκορπιζ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιασκορπιζουσαδιασκορπιζονδια·σκορπιζ·ουσ·αδια·σκορπιζ·ο[υ]ν[τ]
Nomδιασκορπιζων[GNT]δια·σκορπιζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accδιασκορπιζουσανδιασκορπιζονταδια·σκορπιζ·ουσ·ανδια·σκορπιζ·ο[υ]ντ·α
Datδιασκορπιζουσῃδιασκορπιζοντιδια·σκορπιζ·ουσ·ῃδια·σκορπιζ·ο[υ]ντ·ι
Genδιασκορπιζουσηςδιασκορπιζοντοςδια·σκορπιζ·ουσ·ηςδια·σκορπιζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocδιασκορπιζουσαιδιασκορπιζοντες[LXX]διασκορπιζονταδια·σκορπιζ·ουσ·αιδια·σκορπιζ·ο[υ]ντ·εςδια·σκορπιζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accδιασκορπιζουσαςδιασκορπιζονταςδια·σκορπιζ·ουσ·αςδια·σκορπιζ·ο[υ]ντ·ας
Datδιασκορπιζουσαιςδιασκορπιζουσι, διασκορπιζουσινδια·σκορπιζ·ουσ·αιςδια·σκορπιζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genδιασκορπιζουσωνδιασκορπιζοντωνδια·σκορπιζ·ουσ·ωνδια·σκορπιζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιασκορπιζομενηδιασκορπιζομενεδια·σκορπιζ·ομεν·ηδια·σκορπιζ·ομεν·ε
Nomδιασκορπιζομενοςδια·σκορπιζ·ομεν·ος
Accδιασκορπιζομενηνδιασκορπιζομενονδια·σκορπιζ·ομεν·ηνδια·σκορπιζ·ομεν·ον
Datδιασκορπιζομενῃδιασκορπιζομενῳδια·σκορπιζ·ομεν·ῃδια·σκορπιζ·ομεν·ῳ
Genδιασκορπιζομενηςδιασκορπιζομενουδια·σκορπιζ·ομεν·ηςδια·σκορπιζ·ομεν·ου
PlVocδιασκορπιζομεναιδιασκορπιζομενοιδιασκορπιζομεναδια·σκορπιζ·ομεν·αιδια·σκορπιζ·ομεν·οιδια·σκορπιζ·ομεν·α
Nom
Accδιασκορπιζομεναςδιασκορπιζομενουςδια·σκορπιζ·ομεν·αςδια·σκορπιζ·ομεν·ους
Datδιασκορπιζομεναιςδιασκορπιζομενοιςδια·σκορπιζ·ομεν·αιςδια·σκορπιζ·ομεν·οις
Genδιασκορπιζομενωνδιασκορπιζομενωνδια·σκορπιζ·ομεν·ωνδια·σκορπιζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιεσκορπιζονδια·ε·σκορπιζ·ονδιεσκορπιζομηνδια·ε·σκορπιζ·ομην
2ndδιεσκορπιζεςδια·ε·σκορπιζ·εςδιεσκορπιζουδια·ε·σκορπιζ·ου
3rdδιεσκορπιζεν, διεσκορπιζεδια·ε·σκορπιζ·ε(ν)διεσκορπιζετοδια·ε·σκορπιζ·ετο
Pl1stδιεσκορπιζομενδια·ε·σκορπιζ·ομενδιεσκορπιζομεθαδια·ε·σκορπιζ·ομεθα
2ndδιεσκορπιζετεδια·ε·σκορπιζ·ετεδιεσκορπιζεσθεδια·ε·σκορπιζ·εσθε
3rdδιεσκορπιζον, διεσκορπιζοσανδια·ε·σκορπιζ·ον, δια·ε·σκορπιζ·οσαν altδιεσκορπιζοντοδια·ε·σκορπιζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπιω[LXX], διασκορπισωδια·σκορπι(ε)·[σ]ω, δια·σκορπι·σωδιασκορπιουμαι, διασκορπισομαιδια·σκορπι(ε)·[σ]ομαι, δια·σκορπι·σομαι
2ndδιασκορπιεις, διασκορπισεις[LXX]δια·σκορπι(ε)·[σ]εις, δια·σκορπι·σειςδιασκορπιῃ, διασκορπιει[LXX], διασκορπιεισαι, διασκορπισῃ[LXX], διασκορπισει, διασκορπισεσαιδια·σκορπι(ε)·[σ]ῃ, δια·σκορπι(ε)·[σ]ει classical, δια·σκορπι(ε)·[σ]εσαι alt, δια·σκορπι·σῃ, δια·σκορπι·σει classical, δια·σκορπι·σεσαι alt
3rdδιασκορπιει[LXX], διασκορπισειδια·σκορπι(ε)·[σ]ει, δια·σκορπι·σειδιασκορπιειται, διασκορπισεταιδια·σκορπι(ε)·[σ]εται, δια·σκορπι·σεται
Pl1stδιασκορπιουμεν, διασκορπισομενδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν, δια·σκορπι·σομενδιασκορπιουμεθα, διασκορπισομεθαδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεθα, δια·σκορπι·σομεθα
2ndδιασκορπιειτε, διασκορπισετεδια·σκορπι(ε)·[σ]ετε, δια·σκορπι·σετεδιασκορπιεισθε, διασκορπισεσθεδια·σκορπι(ε)·[σ]εσθε, δια·σκορπι·σεσθε
3rdδιασκορπιουσιν, διασκορπιουσι, διασκορπισουσιν, διασκορπισουσιδια·σκορπι(ε)·[σ]ουσι(ν), δια·σκορπι·σουσι(ν)διασκορπιουνται, διασκορπισονταιδια·σκορπι(ε)·[σ]ονται, δια·σκορπι·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπιοιμι, διασκορπισοιμιδια·σκορπι(ε)·[σ]οιμι, δια·σκορπι·σοιμιδιασκορπιοιμην, διασκορπισοιμηνδια·σκορπι(ε)·[σ]οιμην, δια·σκορπι·σοιμην
2ndδιασκορπιοις, διασκορπισοιςδια·σκορπι(ε)·[σ]οις, δια·σκορπι·σοιςδιασκορπιοιο, διασκορπισοιοδια·σκορπι(ε)·[σ]οιο, δια·σκορπι·σοιο
3rdδιασκορπιοι, διασκορπισοιδια·σκορπι(ε)·[σ]οι, δια·σκορπι·σοιδιασκορπιοιτο, διασκορπισοιτοδια·σκορπι(ε)·[σ]οιτο, δια·σκορπι·σοιτο
Pl1stδιασκορπιοιμεν, διασκορπισοιμενδια·σκορπι(ε)·[σ]οιμεν, δια·σκορπι·σοιμενδιασκορπιοιμεθα, διασκορπισοιμεθαδια·σκορπι(ε)·[σ]οιμεθα, δια·σκορπι·σοιμεθα
2ndδιασκορπιοιτε, διασκορπισοιτεδια·σκορπι(ε)·[σ]οιτε, δια·σκορπι·σοιτεδιασκορπιοισθε, διασκορπισοισθεδια·σκορπι(ε)·[σ]οισθε, δια·σκορπι·σοισθε
3rdδιασκορπιοιεν, διασκορπισοιενδια·σκορπι(ε)·[σ]οιεν, δια·σκορπι·σοιενδιασκορπιοιντο, διασκορπισοιντοδια·σκορπι(ε)·[σ]οιντο, δια·σκορπι·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διασκορπιειν, διασκορπισειν​δια·σκορπι(ε)·[σ]ειν, δια·σκορπι·σειν​διασκορπιεισθαι, διασκορπισεσθαι​δια·σκορπι(ε)·[σ]εσθαι, δια·σκορπι·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιασκορπιουσα, διασκορπισουσαδιασκορπιουν, διασκορπισον[LXX]δια·σκορπι(ε)·[σ]ουσ·α, δια·σκορπι·σουσ·αδια·σκορπι(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ], δια·σκορπι·σο[υ]ν[τ]
Nomδιασκορπιων, διασκορπισωνδια·σκορπι(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ]·^, δια·σκορπι·σο[υ]ν[τ]·^
Accδιασκορπιουσαν, διασκορπισουσανδιασκορπιουντα, διασκορπισονταδια·σκορπι(ε)·[σ]ουσ·αν, δια·σκορπι·σουσ·ανδια·σκορπι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α, δια·σκορπι·σο[υ]ντ·α
Datδιασκορπιουσῃ, διασκορπισουσῃδιασκορπιουντι, διασκορπισοντιδια·σκορπι(ε)·[σ]ουσ·ῃ, δια·σκορπι·σουσ·ῃδια·σκορπι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ι, δια·σκορπι·σο[υ]ντ·ι
Genδιασκορπιουσης, διασκορπισουσηςδιασκορπιουντος, διασκορπισοντοςδια·σκορπι(ε)·[σ]ουσ·ης, δια·σκορπι·σουσ·ηςδια·σκορπι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ος, δια·σκορπι·σο[υ]ντ·ος
PlVocδιασκορπιουσαι, διασκορπισουσαιδιασκορπιουντες, διασκορπισοντεςδιασκορπιουντα, διασκορπισονταδια·σκορπι(ε)·[σ]ουσ·αι, δια·σκορπι·σουσ·αιδια·σκορπι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ες, δια·σκορπι·σο[υ]ντ·εςδια·σκορπι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α, δια·σκορπι·σο[υ]ντ·α
Nom
Accδιασκορπιουσας, διασκορπισουσαςδιασκορπιουντας, διασκορπισονταςδια·σκορπι(ε)·[σ]ουσ·ας, δια·σκορπι·σουσ·αςδια·σκορπι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ας, δια·σκορπι·σο[υ]ντ·ας
Datδιασκορπιουσαις, διασκορπισουσαιςδιασκορπιουσι, διασκορπιουσιν, διασκορπισουσι, διασκορπισουσινδια·σκορπι(ε)·[σ]ουσ·αις, δια·σκορπι·σουσ·αιςδια·σκορπι(ε)·[σ]ου[ντ]·σι(ν), δια·σκορπι·σου[ντ]·σι(ν)
Genδιασκορπιουσων, διασκορπισουσωνδιασκορπιουντων, διασκορπισοντωνδια·σκορπι(ε)·[σ]ουσ·ων, δια·σκορπι·σουσ·ωνδια·σκορπι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ων, δια·σκορπι·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιασκορπιουμενη, διασκορπισομενηδιασκορπιουμενε, διασκορπισομενεδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·η, δια·σκορπι·σομεν·ηδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ε, δια·σκορπι·σομεν·ε
Nomδιασκορπιουμενος, διασκορπισομενοςδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ος, δια·σκορπι·σομεν·ος
Accδιασκορπιουμενην, διασκορπισομενηνδιασκορπιουμενον, διασκορπισομενονδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ην, δια·σκορπι·σομεν·ηνδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ον, δια·σκορπι·σομεν·ον
Datδιασκορπιουμενῃ, διασκορπισομενῃδιασκορπιουμενῳ, διασκορπισομενῳδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ῃ, δια·σκορπι·σομεν·ῃδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ῳ, δια·σκορπι·σομεν·ῳ
Genδιασκορπιουμενης, διασκορπισομενηςδιασκορπιουμενου, διασκορπισομενουδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ης, δια·σκορπι·σομεν·ηςδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ου, δια·σκορπι·σομεν·ου
PlVocδιασκορπιουμεναι, διασκορπισομεναιδιασκορπιουμενοι, διασκορπισομενοιδιασκορπιουμενα, διασκορπισομεναδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·αι, δια·σκορπι·σομεν·αιδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·οι, δια·σκορπι·σομεν·οιδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·α, δια·σκορπι·σομεν·α
Nom
Accδιασκορπιουμενας, διασκορπισομεναςδιασκορπιουμενους, διασκορπισομενουςδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ας, δια·σκορπι·σομεν·αςδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ους, δια·σκορπι·σομεν·ους
Datδιασκορπιουμεναις, διασκορπισομεναιςδιασκορπιουμενοις, διασκορπισομενοιςδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·αις, δια·σκορπι·σομεν·αιςδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·οις, δια·σκορπι·σομεν·οις
Genδιασκορπιουμενων, διασκορπισομενωνδιασκορπιουμενων, διασκορπισομενωνδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ων, δια·σκορπι·σομεν·ωνδια·σκορπι(ε)·[σ]ομεν·ων, δια·σκορπι·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιεσκορπισα[GNT]δια·ε·σκορπι·σαδιεσκορπισαμηνδια·ε·σκορπι·σαμην
2ndδιεσκορπισας[GNT][LXX]δια·ε·σκορπι·σαςδιεσκορπισωδια·ε·σκορπι·σω
3rdδιεσκορπισεν[GNT][LXX], διεσκορπισεδια·ε·σκορπι·σε(ν), δια·ε·σκορπι·σε(ν)διεσκορπισατοδια·ε·σκορπι·σατο
Pl1stδιεσκορπισαμενδια·ε·σκορπι·σαμενδιεσκορπισαμεθαδια·ε·σκορπι·σαμεθα
2ndδιεσκορπισατε[LXX]δια·ε·σκορπι·σατεδιεσκορπισασθεδια·ε·σκορπι·σασθε
3rdδιεσκορπισανδια·ε·σκορπι·σανδιεσκορπισαντοδια·ε·σκορπι·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπισωδια·σκορπι·σωδιασκορπισωμαιδια·σκορπι·σωμαι
2ndδιασκορπισῃςδια·σκορπι·σῃςδιασκορπισῃ[LXX]δια·σκορπι·σῃ
3rdδιασκορπισῃ[LXX]δια·σκορπι·σῃδιασκορπισηταιδια·σκορπι·σηται
Pl1stδιασκορπισωμενδια·σκορπι·σωμενδιασκορπισωμεθαδια·σκορπι·σωμεθα
2ndδιασκορπισητεδια·σκορπι·σητεδιασκορπισησθεδια·σκορπι·σησθε
3rdδιασκορπισωσιν, διασκορπισωσιδια·σκορπι·σωσι(ν)διασκορπισωνταιδια·σκορπι·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπισαιμιδια·σκορπι·σαιμιδιασκορπισαιμηνδια·σκορπι·σαιμην
2ndδιασκορπισαις, διασκορπισειαςδια·σκορπι·σαις, δια·σκορπι·σειας classicalδιασκορπισαιοδια·σκορπι·σαιο
3rdδιασκορπισαι[LXX], διασκορπισειεδια·σκορπι·σαι, δια·σκορπι·σειε classicalδιασκορπισαιτοδια·σκορπι·σαιτο
Pl1stδιασκορπισαιμενδια·σκορπι·σαιμενδιασκορπισαιμεθαδια·σκορπι·σαιμεθα
2ndδιασκορπισαιτεδια·σκορπι·σαιτεδιασκορπισαισθεδια·σκορπι·σαισθε
3rdδιασκορπισαιεν, διασκορπισαισαν, διασκορπισειαν, διασκορπισειενδια·σκορπι·σαιεν, δια·σκορπι·σαισαν alt, δια·σκορπι·σειαν classical, δια·σκορπι·σειεν classicalδιασκορπισαιντοδια·σκορπι·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιασκορπισον[LXX]δια·σκορπι·σονδιασκορπισαι[LXX]δια·σκορπι·σαι
3rdδιασκορπισατωδια·σκορπι·σατωδιασκορπισασθωδια·σκορπι·σασθω
Pl1st
2ndδιασκορπισατε[LXX]δια·σκορπι·σατεδιασκορπισασθεδια·σκορπι·σασθε
3rdδιασκορπισατωσαν, διασκορπισαντωνδια·σκορπι·σατωσαν, δια·σκορπι·σαντων classicalδιασκορπισασθωσαν, διασκορπισασθωνδια·σκορπι·σασθωσαν, δια·σκορπι·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διασκορπισαι[LXX]​δια·σκορπι·σαιδιασκορπισασθαι​δια·σκορπι·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιασκορπισασαδιασκορπισαςδιασκορπισανδια·σκορπι·σασ·αδια·σκορπι·σα[ντ]·ςδια·σκορπι·σαν[τ]
Nom
Accδιασκορπισασανδιασκορπισαντα[LXX]δια·σκορπι·σασ·ανδια·σκορπι·σαντ·α
Datδιασκορπισασῃδιασκορπισαντιδια·σκορπι·σασ·ῃδια·σκορπι·σαντ·ι
Genδιασκορπισασηςδιασκορπισαντοςδια·σκορπι·σασ·ηςδια·σκορπι·σαντ·ος
PlVocδιασκορπισασαιδιασκορπισαντεςδιασκορπισαντα[LXX]δια·σκορπι·σασ·αιδια·σκορπι·σαντ·εςδια·σκορπι·σαντ·α
Nom
Accδιασκορπισασαςδιασκορπισανταςδια·σκορπι·σασ·αςδια·σκορπι·σαντ·ας
Datδιασκορπισασαιςδιασκορπισασι, διασκορπισασινδια·σκορπι·σασ·αιςδια·σκορπι·σα[ντ]·σι(ν)
Genδιασκορπισασωνδιασκορπισαντωνδια·σκορπι·σασ·ωνδια·σκορπι·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιασκορπισαμενηδιασκορπισαμενεδια·σκορπι·σαμεν·ηδια·σκορπι·σαμεν·ε
Nomδιασκορπισαμενοςδια·σκορπι·σαμεν·ος
Accδιασκορπισαμενηνδιασκορπισαμενονδια·σκορπι·σαμεν·ηνδια·σκορπι·σαμεν·ον
Datδιασκορπισαμενῃδιασκορπισαμενῳδια·σκορπι·σαμεν·ῃδια·σκορπι·σαμεν·ῳ
Genδιασκορπισαμενηςδιασκορπισαμενουδια·σκορπι·σαμεν·ηςδια·σκορπι·σαμεν·ου
PlVocδιασκορπισαμεναιδιασκορπισαμενοιδιασκορπισαμεναδια·σκορπι·σαμεν·αιδια·σκορπι·σαμεν·οιδια·σκορπι·σαμεν·α
Nom
Accδιασκορπισαμεναςδιασκορπισαμενουςδια·σκορπι·σαμεν·αςδια·σκορπι·σαμεν·ους
Datδιασκορπισαμεναιςδιασκορπισαμενοιςδια·σκορπι·σαμεν·αιςδια·σκορπι·σαμεν·οις
Genδιασκορπισαμενωνδιασκορπισαμενωνδια·σκορπι·σαμεν·ωνδια·σκορπι·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιεσκορπισμαιδι·εσκορπισ·μαι
2ndδιεσκορπισαιδι·εσκορπισ·[σ]αι
3rdδιεσκορπισταιδι·εσκορπισ·ται
Pl1stδιεσκορπισμεθαδι·εσκορπισ·μεθα
2ndδιεσκορπισθεδι·εσκορπισ·[σ]θε
3rdδιεσκορπιδαταιδι·εσκορπισ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιεσκορπισομαιδι·εσκορπισ·[σ]ομαι
2ndδιεσκορπισῃ, διεσκορπισειδι·εσκορπισ·[σ]ῃ, δι·εσκορπισ·[σ]ει classical
3rdδιεσκορπισεταιδι·εσκορπισ·[σ]εται
Pl1stδιεσκορπισομεθαδι·εσκορπισ·[σ]ομεθα
2ndδιεσκορπισεσθεδι·εσκορπισ·[σ]εσθε
3rdδιεσκορπισονταιδι·εσκορπισ·[σ]ονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιεσκορπισοιμηνδι·εσκορπισ·[σ]οιμην
2ndδιεσκορπισοιοδι·εσκορπισ·[σ]οιο
3rdδιεσκορπισοιτοδι·εσκορπισ·[σ]οιτο
Pl1stδιεσκορπισοιμεθαδι·εσκορπισ·[σ]οιμεθα
2ndδιεσκορπισοισθεδι·εσκορπισ·[σ]οισθε
3rdδιεσκορπισοιντοδι·εσκορπισ·[σ]οιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιεσκορπισοδι·εσκορπισ·[σ]ο
3rdδιεσκορπισθωδι·εσκορπισ·[σ]θω
Pl1st
2ndδιεσκορπισθεδι·εσκορπισ·[σ]θε
3rdδιεσκορπισθωσαν, διεσκορπισθωνδι·εσκορπισ·[σ]θωσαν, δι·εσκορπισ·[σ]θων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διεσκορπισθαι​δι·εσκορπισ·[σ]θαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διεσκορπισεσθαι​δι·εσκορπισ·[σ]εσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιεσκορπισμενηδιεσκορπισμενεδι·εσκορπισ·μεν·ηδι·εσκορπισ·μεν·ε
Nomδιεσκορπισμενοςδι·εσκορπισ·μεν·ος
Accδιεσκορπισμενηνδιεσκορπισμενον[LXX]δι·εσκορπισ·μεν·ηνδι·εσκορπισ·μεν·ον
Datδιεσκορπισμενῃδιεσκορπισμενῳδι·εσκορπισ·μεν·ῃδι·εσκορπισ·μεν·ῳ
Genδιεσκορπισμενηςδιεσκορπισμενουδι·εσκορπισ·μεν·ηςδι·εσκορπισ·μεν·ου
PlVocδιεσκορπισμεναιδιεσκορπισμενοιδιεσκορπισμενα[GNT]δι·εσκορπισ·μεν·αιδι·εσκορπισ·μεν·οιδι·εσκορπισ·μεν·α
Nom
Accδιεσκορπισμεναςδιεσκορπισμενουςδι·εσκορπισ·μεν·αςδι·εσκορπισ·μεν·ους
Datδιεσκορπισμεναιςδιεσκορπισμενοιςδι·εσκορπισ·μεν·αιςδι·εσκορπισ·μεν·οις
Genδιεσκορπισμενωνδιεσκορπισμενωνδι·εσκορπισ·μεν·ωνδι·εσκορπισ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιεσκορπισμηνδι·ε·εσκορπισ·μην
2ndδιεσκορπισοδι·ε·εσκορπισ·[σ]ο
3rdδιεσκορπιστοδι·ε·εσκορπισ·το
Pl1stδιεσκορπισμεθαδι·ε·εσκορπισ·μεθα
2ndδιεσκορπισθεδι·ε·εσκορπισ·[σ]θε
3rdδιεσκορπιδατοδι·ε·εσκορπισ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stδιεσκορπισθηνδια·ε·σκορπισ·θην
2ndδιεσκορπισθηςδια·ε·σκορπισ·θης
3rdδιεσκορπισθη[LXX]δια·ε·σκορπισ·θη
Pl1stδιεσκορπισθημενδια·ε·σκορπισ·θημεν
2ndδιεσκορπισθητε[LXX]δια·ε·σκορπισ·θητε
3rdδιεσκορπισθησαν[GNT][LXX]δια·ε·σκορπισ·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπισθησομαιδια·σκορπισ·θησομαι
2ndδιασκορπισθησῃ, διασκορπισθησειδια·σκορπισ·θησῃ, δια·σκορπισ·θησει classical
3rdδιασκορπισθησεται[GNT]δια·σκορπισ·θησεται
Pl1stδιασκορπισθησομεθαδια·σκορπισ·θησομεθα
2ndδιασκορπισθησεσθεδια·σκορπισ·θησεσθε
3rdδιασκορπισθησονται[GNT][LXX]δια·σκορπισ·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπισθωδια·σκορπισ·θω
2ndδιασκορπισθῃςδια·σκορπισ·θῃς
3rdδιασκορπισθῃδια·σκορπισ·θῃ
Pl1stδιασκορπισθωμενδια·σκορπισ·θωμεν
2ndδιασκορπισθητε[LXX]δια·σκορπισ·θητε
3rdδιασκορπισθωσιν, διασκορπισθωσιδια·σκορπισ·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπισθειηνδια·σκορπισ·θειην
2ndδιασκορπισθειηςδια·σκορπισ·θειης
3rdδιασκορπισθειηδια·σκορπισ·θειη
Pl1stδιασκορπισθειημεν, διασκορπισθειμενδια·σκορπισ·θειημεν, δια·σκορπισ·θειμεν classical
2ndδιασκορπισθειητε, διασκορπισθειτεδια·σκορπισ·θειητε, δια·σκορπισ·θειτε classical
3rdδιασκορπισθειησαν, διασκορπισθειενδια·σκορπισ·θειησαν, δια·σκορπισ·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stδιασκορπισθησοιμηνδια·σκορπισ·θησοιμην
2ndδιασκορπισθησοιοδια·σκορπισ·θησοιο
3rdδιασκορπισθησοιτοδια·σκορπισ·θησοιτο
Pl1stδιασκορπισθησοιμεθαδια·σκορπισ·θησοιμεθα
2ndδιασκορπισθησοισθεδια·σκορπισ·θησοισθε
3rdδιασκορπισθησοιντοδια·σκορπισ·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιασκορπισθητιδια·σκορπισ·θητι
3rdδιασκορπισθητωδια·σκορπισ·θητω
Pl1st
2ndδιασκορπισθητε[LXX]δια·σκορπισ·θητε
3rdδιασκορπισθητωσαν[LXX], διασκορπισθεντωνδια·σκορπισ·θητωσαν, δια·σκορπισ·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
διασκορπισθηναι​δια·σκορπισ·θηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
διασκορπισθησεσθαι​δια·σκορπισ·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιασκορπισθεισαδιασκορπισθειςδιασκορπισθενδια·σκορπισ·θεισ·αδια·σκορπισ·θει[ντ]·ςδια·σκορπισ·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accδιασκορπισθεισανδιασκορπισθενταδια·σκορπισ·θεισ·ανδια·σκορπισ·θε[ι]ντ·α
Datδιασκορπισθεισῃδιασκορπισθεντιδια·σκορπισ·θεισ·ῃδια·σκορπισ·θε[ι]ντ·ι
Genδιασκορπισθεισηςδιασκορπισθεντοςδια·σκορπισ·θεισ·ηςδια·σκορπισ·θε[ι]ντ·ος
PlVocδιασκορπισθεισαιδιασκορπισθεντεςδιασκορπισθενταδια·σκορπισ·θεισ·αιδια·σκορπισ·θε[ι]ντ·εςδια·σκορπισ·θε[ι]ντ·α
Nom
Accδιασκορπισθεισαςδιασκορπισθενταςδια·σκορπισ·θεισ·αςδια·σκορπισ·θε[ι]ντ·ας
Datδιασκορπισθεισαιςδιασκορπισθεισι, διασκορπισθεισινδια·σκορπισ·θεισ·αιςδια·σκορπισ·θει[ντ]·σι(ν)
Genδιασκορπισθεισωνδιασκορπισθεντωνδια·σκορπισ·θεισ·ωνδια·σκορπισ·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιασκορπισθησομενηδιασκορπισθησομενεδια·σκορπισ·θησομεν·ηδια·σκορπισ·θησομεν·ε
Nomδιασκορπισθησομενοςδια·σκορπισ·θησομεν·ος
Accδιασκορπισθησομενηνδιασκορπισθησομενονδια·σκορπισ·θησομεν·ηνδια·σκορπισ·θησομεν·ον
Datδιασκορπισθησομενῃδιασκορπισθησομενῳδια·σκορπισ·θησομεν·ῃδια·σκορπισ·θησομεν·ῳ
Genδιασκορπισθησομενηςδιασκορπισθησομενουδια·σκορπισ·θησομεν·ηςδια·σκορπισ·θησομεν·ου
PlVocδιασκορπισθησομεναιδιασκορπισθησομενοιδιασκορπισθησομεναδια·σκορπισ·θησομεν·αιδια·σκορπισ·θησομεν·οιδια·σκορπισ·θησομεν·α
Nom
Accδιασκορπισθησομεναςδιασκορπισθησομενουςδια·σκορπισ·θησομεν·αςδια·σκορπισ·θησομεν·ους
Datδιασκορπισθησομεναιςδιασκορπισθησομενοιςδια·σκορπισ·θησομεν·αιςδια·σκορπισ·θησομεν·οις
Genδιασκορπισθησομενωνδιασκορπισθησομενωνδια·σκορπισ·θησομεν·ωνδια·σκορπισ·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 14:47:44 EDT