διδακτικός -ή -όν
Adjective (2-1-2) Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.
2-1-2 Adjective |
| | Contracted | Uncontracted |
| | Fem | Mas | Neu | Fem | Mas | Neu |
Sg | Voc | διδακτικη | διδακτικε | | διδακτικ·η | διδακτικ·ε | |
Nom | διδακτικος | διδακτικ·ος |
Acc | διδακτικην | | διδακτικον[GNT] | διδακτικ·ην | | διδακτικ·ον |
Dat | διδακτικῃ | διδακτικῳ | διδακτικ·ῃ | διδακτικ·ῳ |
Gen | διδακτικης | διδακτικου | διδακτικ·ης | διδακτικ·ου |
Pl | Voc | διδακτικαι | διδακτικοι | διδακτικα | διδακτικ·αι | διδακτικ·οι | διδακτικ·α |
Nom |
Acc | διδακτικας | διδακτικους | διδακτικ·ας | διδακτικ·ους |
Dat | διδακτικαις | διδακτικοις | διδακτικ·αις | διδακτικ·οις |
Gen | διδακτικων | διδακτικ·ων |
|