διαχλευαζω • DIACLEUAZW DIAXLEUAZW • diachleuazō

Search: διαχλευαζοντες

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
διαχλευαζοντεςδιαχλευάζωδια·χλευαζ·ο[υ]ντ·εςpres act ptcp mas nom|voc pl

δια·χλευάζω (δια+χλευαζ-, -, -, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιαχλευαζωδια·χλευαζ·ωδιαχλευαζομαιδια·χλευαζ·ομαι
2ndδιαχλευαζειςδια·χλευαζ·ειςδιαχλευαζῃ, διαχλευαζει, διαχλευαζεσαιδια·χλευαζ·ῃ, δια·χλευαζ·ει classical, δια·χλευαζ·εσαι alt
3rdδιαχλευαζειδια·χλευαζ·ειδιαχλευαζεταιδια·χλευαζ·εται
Pl1stδιαχλευαζομενδια·χλευαζ·ομενδιαχλευαζομεθαδια·χλευαζ·ομεθα
2ndδιαχλευαζετεδια·χλευαζ·ετεδιαχλευαζεσθεδια·χλευαζ·εσθε
3rdδιαχλευαζουσιν, διαχλευαζουσιδια·χλευαζ·ουσι(ν)διαχλευαζονταιδια·χλευαζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιαχλευαζωδια·χλευαζ·ωδιαχλευαζωμαιδια·χλευαζ·ωμαι
2ndδιαχλευαζῃςδια·χλευαζ·ῃςδιαχλευαζῃδια·χλευαζ·ῃ
3rdδιαχλευαζῃδια·χλευαζ·ῃδιαχλευαζηταιδια·χλευαζ·ηται
Pl1stδιαχλευαζωμενδια·χλευαζ·ωμενδιαχλευαζωμεθαδια·χλευαζ·ωμεθα
2ndδιαχλευαζητεδια·χλευαζ·ητεδιαχλευαζησθεδια·χλευαζ·ησθε
3rdδιαχλευαζωσιν, διαχλευαζωσιδια·χλευαζ·ωσι(ν)διαχλευαζωνταιδια·χλευαζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιαχλευαζοιμιδια·χλευαζ·οιμιδιαχλευαζοιμηνδια·χλευαζ·οιμην
2ndδιαχλευαζοιςδια·χλευαζ·οιςδιαχλευαζοιοδια·χλευαζ·οιο
3rdδιαχλευαζοιδια·χλευαζ·οιδιαχλευαζοιτοδια·χλευαζ·οιτο
Pl1stδιαχλευαζοιμενδια·χλευαζ·οιμενδιαχλευαζοιμεθαδια·χλευαζ·οιμεθα
2ndδιαχλευαζοιτεδια·χλευαζ·οιτεδιαχλευαζοισθεδια·χλευαζ·οισθε
3rdδιαχλευαζοιεν, διαχλευαζοισανδια·χλευαζ·οιεν, δια·χλευαζ·οισαν altδιαχλευαζοιντοδια·χλευαζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιαχλευαζεδια·χλευαζ·εδιαχλευαζουδια·χλευαζ·ου
3rdδιαχλευαζετωδια·χλευαζ·ετωδιαχλευαζεσθωδια·χλευαζ·εσθω
Pl1st
2ndδιαχλευαζετεδια·χλευαζ·ετεδιαχλευαζεσθεδια·χλευαζ·εσθε
3rdδιαχλευαζετωσαν, διαχλευαζοντωνδια·χλευαζ·ετωσαν, δια·χλευαζ·οντων classicalδιαχλευαζεσθωσαν, διαχλευαζεσθωνδια·χλευαζ·εσθωσαν, δια·χλευαζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διαχλευαζειν​δια·χλευαζ·ειν​διαχλευαζεσθαι​δια·χλευαζ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιαχλευαζουσαδιαχλευαζονδια·χλευαζ·ουσ·αδια·χλευαζ·ο[υ]ν[τ]
Nomδιαχλευαζωνδια·χλευαζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accδιαχλευαζουσανδιαχλευαζονταδια·χλευαζ·ουσ·ανδια·χλευαζ·ο[υ]ντ·α
Datδιαχλευαζουσῃδιαχλευαζοντιδια·χλευαζ·ουσ·ῃδια·χλευαζ·ο[υ]ντ·ι
Genδιαχλευαζουσηςδιαχλευαζοντοςδια·χλευαζ·ουσ·ηςδια·χλευαζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocδιαχλευαζουσαιδιαχλευαζοντες[GNT]διαχλευαζονταδια·χλευαζ·ουσ·αιδια·χλευαζ·ο[υ]ντ·εςδια·χλευαζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accδιαχλευαζουσαςδιαχλευαζονταςδια·χλευαζ·ουσ·αςδια·χλευαζ·ο[υ]ντ·ας
Datδιαχλευαζουσαιςδιαχλευαζουσι, διαχλευαζουσινδια·χλευαζ·ουσ·αιςδια·χλευαζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genδιαχλευαζουσωνδιαχλευαζοντωνδια·χλευαζ·ουσ·ωνδια·χλευαζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιαχλευαζομενηδιαχλευαζομενεδια·χλευαζ·ομεν·ηδια·χλευαζ·ομεν·ε
Nomδιαχλευαζομενοςδια·χλευαζ·ομεν·ος
Accδιαχλευαζομενηνδιαχλευαζομενονδια·χλευαζ·ομεν·ηνδια·χλευαζ·ομεν·ον
Datδιαχλευαζομενῃδιαχλευαζομενῳδια·χλευαζ·ομεν·ῃδια·χλευαζ·ομεν·ῳ
Genδιαχλευαζομενηςδιαχλευαζομενουδια·χλευαζ·ομεν·ηςδια·χλευαζ·ομεν·ου
PlVocδιαχλευαζομεναιδιαχλευαζομενοιδιαχλευαζομεναδια·χλευαζ·ομεν·αιδια·χλευαζ·ομεν·οιδια·χλευαζ·ομεν·α
Nom
Accδιαχλευαζομεναςδιαχλευαζομενουςδια·χλευαζ·ομεν·αςδια·χλευαζ·ομεν·ους
Datδιαχλευαζομεναιςδιαχλευαζομενοιςδια·χλευαζ·ομεν·αιςδια·χλευαζ·ομεν·οις
Genδιαχλευαζομενωνδιαχλευαζομενωνδια·χλευαζ·ομεν·ωνδια·χλευαζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιεχλευαζονδια·ε·χλευαζ·ονδιεχλευαζομηνδια·ε·χλευαζ·ομην
2ndδιεχλευαζεςδια·ε·χλευαζ·εςδιεχλευαζουδια·ε·χλευαζ·ου
3rdδιεχλευαζεν, διεχλευαζεδια·ε·χλευαζ·ε(ν)διεχλευαζετοδια·ε·χλευαζ·ετο
Pl1stδιεχλευαζομενδια·ε·χλευαζ·ομενδιεχλευαζομεθαδια·ε·χλευαζ·ομεθα
2ndδιεχλευαζετεδια·ε·χλευαζ·ετεδιεχλευαζεσθεδια·ε·χλευαζ·εσθε
3rdδιεχλευαζον, διεχλευαζοσανδια·ε·χλευαζ·ον, δια·ε·χλευαζ·οσαν altδιεχλευαζοντοδια·ε·χλευαζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 25-Apr-2024 03:32:56 EDT