διανυκτερευω • DIANUKTEREUW • dianuktereuō

δια·νυκτερεύω (δια+νυκτερευ-, -, -, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιανυκτερευωδια·νυκτερευ·ωδιανυκτερευομαιδια·νυκτερευ·ομαι
2ndδιανυκτερευειςδια·νυκτερευ·ειςδιανυκτερευῃ, διανυκτερευει, διανυκτερευεσαιδια·νυκτερευ·ῃ, δια·νυκτερευ·ει classical, δια·νυκτερευ·εσαι alt
3rdδιανυκτερευειδια·νυκτερευ·ειδιανυκτερευεταιδια·νυκτερευ·εται
Pl1stδιανυκτερευομενδια·νυκτερευ·ομενδιανυκτερευομεθαδια·νυκτερευ·ομεθα
2ndδιανυκτερευετεδια·νυκτερευ·ετεδιανυκτερευεσθεδια·νυκτερευ·εσθε
3rdδιανυκτερευουσιν, διανυκτερευουσιδια·νυκτερευ·ουσι(ν)διανυκτερευονταιδια·νυκτερευ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιανυκτερευωδια·νυκτερευ·ωδιανυκτερευωμαιδια·νυκτερευ·ωμαι
2ndδιανυκτερευῃςδια·νυκτερευ·ῃςδιανυκτερευῃδια·νυκτερευ·ῃ
3rdδιανυκτερευῃδια·νυκτερευ·ῃδιανυκτερευηταιδια·νυκτερευ·ηται
Pl1stδιανυκτερευωμενδια·νυκτερευ·ωμενδιανυκτερευωμεθαδια·νυκτερευ·ωμεθα
2ndδιανυκτερευητεδια·νυκτερευ·ητεδιανυκτερευησθεδια·νυκτερευ·ησθε
3rdδιανυκτερευωσιν, διανυκτερευωσιδια·νυκτερευ·ωσι(ν)διανυκτερευωνταιδια·νυκτερευ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιανυκτερευοιμιδια·νυκτερευ·οιμιδιανυκτερευοιμηνδια·νυκτερευ·οιμην
2ndδιανυκτερευοιςδια·νυκτερευ·οιςδιανυκτερευοιοδια·νυκτερευ·οιο
3rdδιανυκτερευοιδια·νυκτερευ·οιδιανυκτερευοιτοδια·νυκτερευ·οιτο
Pl1stδιανυκτερευοιμενδια·νυκτερευ·οιμενδιανυκτερευοιμεθαδια·νυκτερευ·οιμεθα
2ndδιανυκτερευοιτεδια·νυκτερευ·οιτεδιανυκτερευοισθεδια·νυκτερευ·οισθε
3rdδιανυκτερευοιεν, διανυκτερευοισανδια·νυκτερευ·οιεν, δια·νυκτερευ·οισαν altδιανυκτερευοιντοδια·νυκτερευ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιανυκτερευεδια·νυκτερευ·εδιανυκτερευουδια·νυκτερευ·ου
3rdδιανυκτερευετωδια·νυκτερευ·ετωδιανυκτερευεσθωδια·νυκτερευ·εσθω
Pl1st
2ndδιανυκτερευετεδια·νυκτερευ·ετεδιανυκτερευεσθεδια·νυκτερευ·εσθε
3rdδιανυκτερευετωσαν, διανυκτερευοντωνδια·νυκτερευ·ετωσαν, δια·νυκτερευ·οντων classicalδιανυκτερευεσθωσαν, διανυκτερευεσθωνδια·νυκτερευ·εσθωσαν, δια·νυκτερευ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διανυκτερευειν​δια·νυκτερευ·ειν​διανυκτερευεσθαι​δια·νυκτερευ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιανυκτερευουσαδιανυκτερευονδια·νυκτερευ·ουσ·αδια·νυκτερευ·ο[υ]ν[τ]
Nomδιανυκτερευων[GNT][LXX]δια·νυκτερευ·ο[υ]ν[τ]·^
Accδιανυκτερευουσανδιανυκτερευονταδια·νυκτερευ·ουσ·ανδια·νυκτερευ·ο[υ]ντ·α
Datδιανυκτερευουσῃδιανυκτερευοντιδια·νυκτερευ·ουσ·ῃδια·νυκτερευ·ο[υ]ντ·ι
Genδιανυκτερευουσηςδιανυκτερευοντοςδια·νυκτερευ·ουσ·ηςδια·νυκτερευ·ο[υ]ντ·ος
PlVocδιανυκτερευουσαιδιανυκτερευοντεςδιανυκτερευονταδια·νυκτερευ·ουσ·αιδια·νυκτερευ·ο[υ]ντ·εςδια·νυκτερευ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accδιανυκτερευουσαςδιανυκτερευονταςδια·νυκτερευ·ουσ·αςδια·νυκτερευ·ο[υ]ντ·ας
Datδιανυκτερευουσαιςδιανυκτερευουσι, διανυκτερευουσινδια·νυκτερευ·ουσ·αιςδια·νυκτερευ·ου[ντ]·σι(ν)
Genδιανυκτερευουσωνδιανυκτερευοντωνδια·νυκτερευ·ουσ·ωνδια·νυκτερευ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιανυκτερευομενηδιανυκτερευομενεδια·νυκτερευ·ομεν·ηδια·νυκτερευ·ομεν·ε
Nomδιανυκτερευομενοςδια·νυκτερευ·ομεν·ος
Accδιανυκτερευομενηνδιανυκτερευομενονδια·νυκτερευ·ομεν·ηνδια·νυκτερευ·ομεν·ον
Datδιανυκτερευομενῃδιανυκτερευομενῳδια·νυκτερευ·ομεν·ῃδια·νυκτερευ·ομεν·ῳ
Genδιανυκτερευομενηςδιανυκτερευομενουδια·νυκτερευ·ομεν·ηςδια·νυκτερευ·ομεν·ου
PlVocδιανυκτερευομεναιδιανυκτερευομενοιδιανυκτερευομεναδια·νυκτερευ·ομεν·αιδια·νυκτερευ·ομεν·οιδια·νυκτερευ·ομεν·α
Nom
Accδιανυκτερευομεναςδιανυκτερευομενουςδια·νυκτερευ·ομεν·αςδια·νυκτερευ·ομεν·ους
Datδιανυκτερευομεναιςδιανυκτερευομενοιςδια·νυκτερευ·ομεν·αιςδια·νυκτερευ·ομεν·οις
Genδιανυκτερευομενωνδιανυκτερευομενωνδια·νυκτερευ·ομεν·ωνδια·νυκτερευ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιενυκτερευονδια·ε·νυκτερευ·ονδιενυκτερευομηνδια·ε·νυκτερευ·ομην
2ndδιενυκτερευεςδια·ε·νυκτερευ·εςδιενυκτερευουδια·ε·νυκτερευ·ου
3rdδιενυκτερευεν, διενυκτερευεδια·ε·νυκτερευ·ε(ν)διενυκτερευετοδια·ε·νυκτερευ·ετο
Pl1stδιενυκτερευομενδια·ε·νυκτερευ·ομενδιενυκτερευομεθαδια·ε·νυκτερευ·ομεθα
2ndδιενυκτερευετεδια·ε·νυκτερευ·ετεδιενυκτερευεσθεδια·ε·νυκτερευ·εσθε
3rdδιενυκτερευον, διενυκτερευοσανδια·ε·νυκτερευ·ον, δια·ε·νυκτερευ·οσαν altδιενυκτερευοντοδια·ε·νυκτερευ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 25-Apr-2024 13:18:46 EDT