διακονεω • DIAKONEW • diakoneō

Search: διακονῃ

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
διακονῃ; διακονῃ; διακονῃδιακονέωδι·ακον(ε)·ῃ; δι·ακον(ε)·ῃ; δι·ακον(ε)·ῃpres act sub 3rd sg; pres mp ind 2nd sg; pres mp sub 2nd sg

δι·ακονέω (δι+ακον(ε)-, δι+ακονη·σ-, δι+ακονη·σ-, -, -, δι+ακονη·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακονωδι·ακον(ε)·ωδιακονουμαιδι·ακον(ε)·ομαι
2ndδιακονειςδι·ακον(ε)·ειςδιακονῃ[GNT], διακονει[GNT], διακονεισαιδι·ακον(ε)·ῃ, δι·ακον(ε)·ει classical, δι·ακον(ε)·εσαι alt
3rdδιακονει[GNT]δι·ακον(ε)·ειδιακονειταιδι·ακον(ε)·εται
Pl1stδιακονουμενδι·ακον(ε)·ομενδιακονουμεθαδι·ακον(ε)·ομεθα
2ndδιακονειτεδι·ακον(ε)·ετεδιακονεισθεδι·ακον(ε)·εσθε
3rdδιακονουσιν, διακονουσιδι·ακον(ε)·ουσι(ν)διακονουνταιδι·ακον(ε)·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακονωδι·ακον(ε)·ωδιακονωμαιδι·ακον(ε)·ωμαι
2ndδιακονῃςδι·ακον(ε)·ῃςδιακονῃ[GNT]δι·ακον(ε)·ῃ
3rdδιακονῃ[GNT]δι·ακον(ε)·ῃδιακονηταιδι·ακον(ε)·ηται
Pl1stδιακονωμενδι·ακον(ε)·ωμενδιακονωμεθαδι·ακον(ε)·ωμεθα
2ndδιακονητεδι·ακον(ε)·ητεδιακονησθεδι·ακον(ε)·ησθε
3rdδιακονωσιν, διακονωσιδι·ακον(ε)·ωσι(ν)διακονωνταιδι·ακον(ε)·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακονοιμιδι·ακον(ε)·οιμιδιακονοιμηνδι·ακον(ε)·οιμην
2ndδιακονοις[GNT][LXX]δι·ακον(ε)·οιςδιακονοιοδι·ακον(ε)·οιο
3rdδιακονοι[GNT][LXX]δι·ακον(ε)·οιδιακονοιτοδι·ακον(ε)·οιτο
Pl1stδιακονοιμενδι·ακον(ε)·οιμενδιακονοιμεθαδι·ακον(ε)·οιμεθα
2ndδιακονοιτεδι·ακον(ε)·οιτεδιακονοισθεδι·ακον(ε)·οισθε
3rdδιακονοιεν, διακονοισανδι·ακον(ε)·οιεν, δι·ακον(ε)·οισαν altδιακονοιντοδι·ακον(ε)·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιακονει[GNT]δι·ακον(ε)·εδιακονουδι·ακον(ε)·ου
3rdδιακονειτωδι·ακον(ε)·ετωδιακονεισθωδι·ακον(ε)·εσθω
Pl1st
2ndδιακονειτεδι·ακον(ε)·ετεδιακονεισθεδι·ακον(ε)·εσθε
3rdδιακονειτωσαν[GNT], διακονουντων[GNT]δι·ακον(ε)·ετωσαν, δι·ακον(ε)·οντων classicalδιακονεισθωσαν, διακονεισθωνδι·ακον(ε)·εσθωσαν, δι·ακον(ε)·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διακονειν[GNT]​δι·ακον(ε)·εινδιακονεισθαι​δι·ακον(ε)·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακονουσαδιακονουνδι·ακον(ε)·ουσ·αδι·ακον(ε)·ο[υ]ν[τ]
Nomδιακονων[GNT]δι·ακον(ε)·ο[υ]ν[τ]·^
Accδιακονουσανδιακονουνταδι·ακον(ε)·ουσ·ανδι·ακον(ε)·ο[υ]ντ·α
Datδιακονουσῃδιακονουντιδι·ακον(ε)·ουσ·ῃδι·ακον(ε)·ο[υ]ντ·ι
Genδιακονουσηςδιακονουντοςδι·ακον(ε)·ουσ·ηςδι·ακον(ε)·ο[υ]ντ·ος
PlVocδιακονουσαι[GNT]διακονουντες[GNT]διακονουνταδι·ακον(ε)·ουσ·αιδι·ακον(ε)·ο[υ]ντ·εςδι·ακον(ε)·ο[υ]ντ·α
Nom
Accδιακονουσαςδιακονουνταςδι·ακον(ε)·ουσ·αςδι·ακον(ε)·ο[υ]ντ·ας
Datδιακονουσαιςδιακονουσι, διακονουσινδι·ακον(ε)·ουσ·αιςδι·ακον(ε)·ου[ντ]·σι(ν)
Genδιακονουσωνδιακονουντων[GNT]δι·ακον(ε)·ουσ·ωνδι·ακον(ε)·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακονουμενηδιακονουμενεδι·ακον(ε)·ομεν·ηδι·ακον(ε)·ομεν·ε
Nomδιακονουμενοςδι·ακον(ε)·ομεν·ος
Accδιακονουμενηνδιακονουμενονδι·ακον(ε)·ομεν·ηνδι·ακον(ε)·ομεν·ον
Datδιακονουμενῃ[GNT]διακονουμενῳδι·ακον(ε)·ομεν·ῃδι·ακον(ε)·ομεν·ῳ
Genδιακονουμενηςδιακονουμενουδι·ακον(ε)·ομεν·ηςδι·ακον(ε)·ομεν·ου
PlVocδιακονουμεναιδιακονουμενοιδιακονουμεναδι·ακον(ε)·ομεν·αιδι·ακον(ε)·ομεν·οιδι·ακον(ε)·ομεν·α
Nom
Accδιακονουμεναςδιακονουμενουςδι·ακον(ε)·ομεν·αςδι·ακον(ε)·ομεν·ους
Datδιακονουμεναιςδιακονουμενοιςδι·ακον(ε)·ομεν·αιςδι·ακον(ε)·ομεν·οις
Genδιακονουμενωνδιακονουμενωνδι·ακον(ε)·ομεν·ωνδι·ακον(ε)·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιηκονουν[GNT]δι·ε·ακον(ε)·ονδιηκονουμηνδι·ε·ακον(ε)·ομην
2ndδιηκονειςδι·ε·ακον(ε)·εςδιηκονουδι·ε·ακον(ε)·ου
3rdδιηκονει[GNT]δι·ε·ακον(ε)·εδιηκονειτοδι·ε·ακον(ε)·ετο
Pl1stδιηκονουμενδι·ε·ακον(ε)·ομενδιηκονουμεθαδι·ε·ακον(ε)·ομεθα
2ndδιηκονειτεδι·ε·ακον(ε)·ετεδιηκονεισθεδι·ε·ακον(ε)·εσθε
3rdδιηκονουν[GNT], διηκονουσανδι·ε·ακον(ε)·ον, δι·ε·ακον(ε)·οσαν altδιηκονουντοδι·ε·ακον(ε)·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακονησωδι·ακονη·σωδιακονησομαιδι·ακονη·σομαι
2ndδιακονησειςδι·ακονη·σειςδιακονησῃ, διακονησει[GNT], διακονησεσαιδι·ακονη·σῃ, δι·ακονη·σει classical, δι·ακονη·σεσαι alt
3rdδιακονησει[GNT]δι·ακονη·σειδιακονησεταιδι·ακονη·σεται
Pl1stδιακονησομενδι·ακονη·σομενδιακονησομεθαδι·ακονη·σομεθα
2ndδιακονησετεδι·ακονη·σετεδιακονησεσθεδι·ακονη·σεσθε
3rdδιακονησουσιν, διακονησουσιδι·ακονη·σουσι(ν)διακονησονταιδι·ακονη·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακονησοιμιδι·ακονη·σοιμιδιακονησοιμηνδι·ακονη·σοιμην
2ndδιακονησοιςδι·ακονη·σοιςδιακονησοιοδι·ακονη·σοιο
3rdδιακονησοιδι·ακονη·σοιδιακονησοιτοδι·ακονη·σοιτο
Pl1stδιακονησοιμενδι·ακονη·σοιμενδιακονησοιμεθαδι·ακονη·σοιμεθα
2ndδιακονησοιτεδι·ακονη·σοιτεδιακονησοισθεδι·ακονη·σοισθε
3rdδιακονησοιενδι·ακονη·σοιενδιακονησοιντοδι·ακονη·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διακονησειν​δι·ακονη·σειν​διακονησεσθαι​δι·ακονη·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακονησουσαδιακονησονδι·ακονη·σουσ·αδι·ακονη·σο[υ]ν[τ]
Nomδιακονησωνδι·ακονη·σο[υ]ν[τ]·^
Accδιακονησουσανδιακονησονταδι·ακονη·σουσ·ανδι·ακονη·σο[υ]ντ·α
Datδιακονησουσῃδιακονησοντιδι·ακονη·σουσ·ῃδι·ακονη·σο[υ]ντ·ι
Genδιακονησουσηςδιακονησοντοςδι·ακονη·σουσ·ηςδι·ακονη·σο[υ]ντ·ος
PlVocδιακονησουσαιδιακονησοντεςδιακονησονταδι·ακονη·σουσ·αιδι·ακονη·σο[υ]ντ·εςδι·ακονη·σο[υ]ντ·α
Nom
Accδιακονησουσαςδιακονησονταςδι·ακονη·σουσ·αςδι·ακονη·σο[υ]ντ·ας
Datδιακονησουσαιςδιακονησουσι, διακονησουσινδι·ακονη·σουσ·αιςδι·ακονη·σου[ντ]·σι(ν)
Genδιακονησουσωνδιακονησοντωνδι·ακονη·σουσ·ωνδι·ακονη·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακονησομενηδιακονησομενεδι·ακονη·σομεν·ηδι·ακονη·σομεν·ε
Nomδιακονησομενοςδι·ακονη·σομεν·ος
Accδιακονησομενηνδιακονησομενονδι·ακονη·σομεν·ηνδι·ακονη·σομεν·ον
Datδιακονησομενῃδιακονησομενῳδι·ακονη·σομεν·ῃδι·ακονη·σομεν·ῳ
Genδιακονησομενηςδιακονησομενουδι·ακονη·σομεν·ηςδι·ακονη·σομεν·ου
PlVocδιακονησομεναιδιακονησομενοιδιακονησομεναδι·ακονη·σομεν·αιδι·ακονη·σομεν·οιδι·ακονη·σομεν·α
Nom
Accδιακονησομεναςδιακονησομενουςδι·ακονη·σομεν·αςδι·ακονη·σομεν·ους
Datδιακονησομεναιςδιακονησομενοιςδι·ακονη·σομεν·αιςδι·ακονη·σομεν·οις
Genδιακονησομενωνδιακονησομενωνδι·ακονη·σομεν·ωνδι·ακονη·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιηκονησαδι·ε·ακονη·σαδιηκονησαμηνδι·ε·ακονη·σαμην
2ndδιηκονησαςδι·ε·ακονη·σαςδιηκονησωδι·ε·ακονη·σω
3rdδιηκονησεν[GNT], διηκονησεδι·ε·ακονη·σε(ν), δι·ε·ακονη·σε(ν)διηκονησατοδι·ε·ακονη·σατο
Pl1stδιηκονησαμεν[GNT]δι·ε·ακονη·σαμενδιηκονησαμεθαδι·ε·ακονη·σαμεθα
2ndδιηκονησατεδι·ε·ακονη·σατεδιηκονησασθεδι·ε·ακονη·σασθε
3rdδιηκονησανδι·ε·ακονη·σανδιηκονησαντοδι·ε·ακονη·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακονησωδι·ακονη·σωδιακονησωμαιδι·ακονη·σωμαι
2ndδιακονησῃςδι·ακονη·σῃςδιακονησῃδι·ακονη·σῃ
3rdδιακονησῃδι·ακονη·σῃδιακονησηταιδι·ακονη·σηται
Pl1stδιακονησωμενδι·ακονη·σωμενδιακονησωμεθαδι·ακονη·σωμεθα
2ndδιακονησητεδι·ακονη·σητεδιακονησησθεδι·ακονη·σησθε
3rdδιακονησωσιν, διακονησωσιδι·ακονη·σωσι(ν)διακονησωνταιδι·ακονη·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακονησαιμιδι·ακονη·σαιμιδιακονησαιμηνδι·ακονη·σαιμην
2ndδιακονησαις, διακονησειαςδι·ακονη·σαις, δι·ακονη·σειας classicalδιακονησαιοδι·ακονη·σαιο
3rdδιακονησαι[GNT], διακονησειεδι·ακονη·σαι, δι·ακονη·σειε classicalδιακονησαιτοδι·ακονη·σαιτο
Pl1stδιακονησαιμενδι·ακονη·σαιμενδιακονησαιμεθαδι·ακονη·σαιμεθα
2ndδιακονησαιτεδι·ακονη·σαιτεδιακονησαισθεδι·ακονη·σαισθε
3rdδιακονησαιεν, διακονησαισαν, διακονησειαν, διακονησειενδι·ακονη·σαιεν, δι·ακονη·σαισαν alt, δι·ακονη·σειαν classical, δι·ακονη·σειεν classicalδιακονησαιντοδι·ακονη·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιακονησονδι·ακονη·σονδιακονησαι[GNT]δι·ακονη·σαι
3rdδιακονησατωδι·ακονη·σατωδιακονησασθωδι·ακονη·σασθω
Pl1st
2ndδιακονησατεδι·ακονη·σατεδιακονησασθεδι·ακονη·σασθε
3rdδιακονησατωσαν, διακονησαντωνδι·ακονη·σατωσαν, δι·ακονη·σαντων classicalδιακονησασθωσαν, διακονησασθωνδι·ακονη·σασθωσαν, δι·ακονη·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διακονησαι[GNT]​δι·ακονη·σαιδιακονησασθαι​δι·ακονη·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακονησασαδιακονησαςδιακονησανδι·ακονη·σασ·αδι·ακονη·σα[ντ]·ςδι·ακονη·σαν[τ]
Nom
Accδιακονησασανδιακονησανταδι·ακονη·σασ·ανδι·ακονη·σαντ·α
Datδιακονησασῃδιακονησαντιδι·ακονη·σασ·ῃδι·ακονη·σαντ·ι
Genδιακονησασηςδιακονησαντοςδι·ακονη·σασ·ηςδι·ακονη·σαντ·ος
PlVocδιακονησασαιδιακονησαντες[GNT]διακονησανταδι·ακονη·σασ·αιδι·ακονη·σαντ·εςδι·ακονη·σαντ·α
Nom
Accδιακονησασαςδιακονησανταςδι·ακονη·σασ·αςδι·ακονη·σαντ·ας
Datδιακονησασαιςδιακονησασι, διακονησασινδι·ακονη·σασ·αιςδι·ακονη·σα[ντ]·σι(ν)
Genδιακονησασωνδιακονησαντωνδι·ακονη·σασ·ωνδι·ακονη·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακονησαμενηδιακονησαμενεδι·ακονη·σαμεν·ηδι·ακονη·σαμεν·ε
Nomδιακονησαμενοςδι·ακονη·σαμεν·ος
Accδιακονησαμενηνδιακονησαμενονδι·ακονη·σαμεν·ηνδι·ακονη·σαμεν·ον
Datδιακονησαμενῃδιακονησαμενῳδι·ακονη·σαμεν·ῃδι·ακονη·σαμεν·ῳ
Genδιακονησαμενηςδιακονησαμενουδι·ακονη·σαμεν·ηςδι·ακονη·σαμεν·ου
PlVocδιακονησαμεναιδιακονησαμενοιδιακονησαμεναδι·ακονη·σαμεν·αιδι·ακονη·σαμεν·οιδι·ακονη·σαμεν·α
Nom
Accδιακονησαμεναςδιακονησαμενουςδι·ακονη·σαμεν·αςδι·ακονη·σαμεν·ους
Datδιακονησαμεναιςδιακονησαμενοιςδι·ακονη·σαμεν·αιςδι·ακονη·σαμεν·οις
Genδιακονησαμενωνδιακονησαμενωνδι·ακονη·σαμεν·ωνδι·ακονη·σαμεν·ων

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stδιηκονηθηνδι·ε·ακονη·θην
2ndδιηκονηθηςδι·ε·ακονη·θης
3rdδιηκονηθηδι·ε·ακονη·θη
Pl1stδιηκονηθημενδι·ε·ακονη·θημεν
2ndδιηκονηθητεδι·ε·ακονη·θητε
3rdδιηκονηθησανδι·ε·ακονη·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stδιακονηθησομαιδι·ακονη·θησομαι
2ndδιακονηθησῃ, διακονηθησειδι·ακονη·θησῃ, δι·ακονη·θησει classical
3rdδιακονηθησεταιδι·ακονη·θησεται
Pl1stδιακονηθησομεθαδι·ακονη·θησομεθα
2ndδιακονηθησεσθεδι·ακονη·θησεσθε
3rdδιακονηθησονταιδι·ακονη·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stδιακονηθωδι·ακονη·θω
2ndδιακονηθῃςδι·ακονη·θῃς
3rdδιακονηθῃδι·ακονη·θῃ
Pl1stδιακονηθωμενδι·ακονη·θωμεν
2ndδιακονηθητεδι·ακονη·θητε
3rdδιακονηθωσιν, διακονηθωσιδι·ακονη·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stδιακονηθειηνδι·ακονη·θειην
2ndδιακονηθειηςδι·ακονη·θειης
3rdδιακονηθειηδι·ακονη·θειη
Pl1stδιακονηθειημεν, διακονηθειμενδι·ακονη·θειημεν, δι·ακονη·θειμεν classical
2ndδιακονηθειητε, διακονηθειτεδι·ακονη·θειητε, δι·ακονη·θειτε classical
3rdδιακονηθειησαν, διακονηθειενδι·ακονη·θειησαν, δι·ακονη·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stδιακονηθησοιμηνδι·ακονη·θησοιμην
2ndδιακονηθησοιοδι·ακονη·θησοιο
3rdδιακονηθησοιτοδι·ακονη·θησοιτο
Pl1stδιακονηθησοιμεθαδι·ακονη·θησοιμεθα
2ndδιακονηθησοισθεδι·ακονη·θησοισθε
3rdδιακονηθησοιντοδι·ακονη·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιακονηθητιδι·ακονη·θητι
3rdδιακονηθητωδι·ακονη·θητω
Pl1st
2ndδιακονηθητεδι·ακονη·θητε
3rdδιακονηθητωσαν, διακονηθεντωνδι·ακονη·θητωσαν, δι·ακονη·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
διακονηθηναι[GNT]​δι·ακονη·θηναι

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
διακονηθησεσθαι​δι·ακονη·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακονηθεισα[GNT]διακονηθειςδιακονηθενδι·ακονη·θεισ·αδι·ακονη·θει[ντ]·ςδι·ακονη·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accδιακονηθεισανδιακονηθενταδι·ακονη·θεισ·ανδι·ακονη·θε[ι]ντ·α
Datδιακονηθεισῃδιακονηθεντιδι·ακονη·θεισ·ῃδι·ακονη·θε[ι]ντ·ι
Genδιακονηθεισηςδιακονηθεντοςδι·ακονη·θεισ·ηςδι·ακονη·θε[ι]ντ·ος
PlVocδιακονηθεισαιδιακονηθεντεςδιακονηθενταδι·ακονη·θεισ·αιδι·ακονη·θε[ι]ντ·εςδι·ακονη·θε[ι]ντ·α
Nom
Accδιακονηθεισαςδιακονηθενταςδι·ακονη·θεισ·αςδι·ακονη·θε[ι]ντ·ας
Datδιακονηθεισαιςδιακονηθεισι, διακονηθεισινδι·ακονη·θεισ·αιςδι·ακονη·θει[ντ]·σι(ν)
Genδιακονηθεισωνδιακονηθεντωνδι·ακονη·θεισ·ωνδι·ακονη·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακονηθησομενηδιακονηθησομενεδι·ακονη·θησομεν·ηδι·ακονη·θησομεν·ε
Nomδιακονηθησομενοςδι·ακονη·θησομεν·ος
Accδιακονηθησομενηνδιακονηθησομενονδι·ακονη·θησομεν·ηνδι·ακονη·θησομεν·ον
Datδιακονηθησομενῃδιακονηθησομενῳδι·ακονη·θησομεν·ῃδι·ακονη·θησομεν·ῳ
Genδιακονηθησομενηςδιακονηθησομενουδι·ακονη·θησομεν·ηςδι·ακονη·θησομεν·ου
PlVocδιακονηθησομεναιδιακονηθησομενοιδιακονηθησομεναδι·ακονη·θησομεν·αιδι·ακονη·θησομεν·οιδι·ακονη·θησομεν·α
Nom
Accδιακονηθησομεναςδιακονηθησομενουςδι·ακονη·θησομεν·αςδι·ακονη·θησομεν·ους
Datδιακονηθησομεναιςδιακονηθησομενοιςδι·ακονη·θησομεν·αιςδι·ακονη·θησομεν·οις
Genδιακονηθησομενωνδιακονηθησομενωνδι·ακονη·θησομεν·ωνδι·ακονη·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Monday, 18-Mar-2024 23:05:51 EDT